ζούσε ο θείος Lou, θα ‘κλεινε σήμερα τα εβδομήντα τρία του χρόνια. Και με τη χαρακτηριστική ευγένεια που τον διέκρινε, θα γαμωσταύριζε όποιον πήγαινε να του ευχηθεί. Ένας γνήσιος νεοϋορκέζος παλαιού τύπου, από αυτούς που σου ρίχνουν αγκωνιές άμα δεν ανοίξεις δρόμο να περάσουν. Κι ένας πρίγκηπας επίσης του σαρκασμού, ένας λόρδος του μαύρου (πίσσα σας λέω…) χιούμορ, ένας άρχων της χλεύης που συνόδευε κάθε μουσική και όχι μόνο παρατήρησή του με άφθονο βιτριόλι πρώτης ποιότητος. Αλλά γνώριζε πολύ καλά για ποιο πράγμα μίλαγε.
Σε αντίθεση με κάτι ροκάκια χαμηλών οκτανίων, ο Lou είχε όντως διέλθει τις πύλες της κολάσεως και είχε κάνει παρεάκι με τους διαβόλους. Από τότε που τον έστελνε ο πατέρας του στα ηλεκτροσόκ (για να τον «θεραπεύσει» από την ομοφυλοφιλία), ως το τρελάδικο του Factory και του Andy Warhol, ως την καταβύθιση στην ηρωίνη και στην παραίσθηση. Και τις κατέγραψε τις εμπειρίες του αυτές, σε ένα μάτσο τραγούδια που θα μείνουν για πάντα μαζί μας.
Για πάντα και για όποιον ή όποια διαθέτει ακόμη μια στάλα αίμα στις φλέβες του…