Πόσοι ποιητές χάιδεψαν τις ψυχές μας σ αυτή τη χώρα τη μικρή, με την παλιά και πολύπλοκη γλώσσα; Πόσο τυχεροί, εμείς που τους έχουμε! Σολωμός, Κάλβος, Βαλαωρίτης, Καρυωτάκης, Σκαρίμπας, Λιβαδάς, Ελύτης, Σεφέρης, Σικελιανός, Παλαμάς, Εμπειρίκος, Βρετάκος, κι άλλος Βαλαριώτης, Λαπαθιωτης, Καρούζος, πολλοί, σπουδαίοι και μοιραίοι και ανάμεσα τους, από την σαν φάρος γενιά του 30 στα γράμματα, εκείνος, ο Νίκος Καββαδίας. Ο ποιητής με την παράξενη ζωή και τα πολλά ταξίδια. Μέσα σε θάλασσες ξένες, πάνω σε ωκεανούς, με τεράστια σιδερένια πλοία σα πόλεις, νύχτες χωρίς αστέρια, τρικυμιές, ή ακύμαντες ξαστεριές, από εκείνες που δεν ξέρεις αν λάμπουν γαλαξίες μέσα στο νερό, η τα ωκεάνια πλάσματα είναι που αστράφτουν τις νύχτες…
Όλοι αυτοί οι ποιητές μας ταξίδεψαν σε τόπια εσωτερικά που κάποια ούτε καν τα υποψιαζόμασταν και κάποια αλλά χάσκαν σαν φόβοι κατάμονα, πριν την παρηγοριά τους. Και είναι οι λέξεις των ποιητών σχοινιά απλωμένα να μην κατακρημνιστούμε στις αβύσσους μας, η μπορεί και να ανακαλύψουμε πως ίσως αξίζει να τους αφεθούμε! Και ο Καββαδίας μας πηρέ από τις λέξεις μαζί του σε όλους τους ωκεανούς, τα κακόφημα σπίτια, τις άσπρες σκόνες και μάθαμε το τραβέρσο, τον μπούσουλα, τη λαμαρίνα, την κουβέρτα, τα όνομα των ανέμων και πως οι ωραίες γυναίκες κοιτάζουν δακρυσμένες σ όλη τη γη…
Τι αλλόκοτα ωραία, μοναδική, όλο ανατροπές, ρίζες, απελευθερώσεις και αναχωρήσεις ζωή! Ο Νίκος Καββαδίας, Κόλιας για τους δικούς του, έτσι όπως λένε οι βιογραφίες, γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι! Νικόλσκι Ουσουρίσκι! Άλλος ήχος λέξεις και πολύ μακρινός τόπος να βρεθεί μια οικογένεια απ την Κεφαλονιά! Περιοχή Χαρμπίν, στη Μαντζουρία! Ασία! Στην άκρη της Κίνας και της Ρωσίας. Στην άκρη της γης! Γονείς; ο Χαρίλαος Καββαδίας και η Δωροθέα Αγγελάτου, από ευυπόληπτη οικογένεια εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Τρία παιδιά, εκεί στην αχανή Μαντζουρία, σε μια μικρούλα, παράξενη πόλη. Ο Κόλιας, η Τζένια κι ο Μήκιας. Ο πατέρας, από εκείνη τη γονιδιακή γραμμή του Οδυσσέα, που εκτός απ το Θιάκι, έβγαζε δαιμόνιους έμπορους η Κεφαλονιά, είχε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τους τον τεράστιο και παντοδύναμο τσαρικό στρατό. Τεσσάρων χρονών ο ποιητής έρχεται στην Ελλάδα. Ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πατέρας φοβάται για τις συνθήκες εκεί. Τους φέρνει στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Μαντζουρία.
«… Ταξίδεψαν μὲ τὸν Ὑπερσιβηρικὸ σιδηρόδρομο δεκαπέντε ὁλόκληρες μέρες διασχίζοντας τὰ Οὐράλια Ὄρη κι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ενδοχώρας. Φτάσανε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκανε τ᾿ αδέλφια τῆς μάνας ποὺ εἶχαν ναυτικές επιχειρήσεις και μὲ κάποιο καράβι τους, τους περάσανε στο ελληνικό έδαφος. Φτάσανε στην Αθήνα όπου εμείνανε στο ξενοδοχείο «Διάνα». Τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά είδαν για πρώτη φορά θέατρο – Τὰ «Παναθήναια» μὲ τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Καταλήξανε στην Κεφαλονιά στα πατρικά σπίτια μὲ τις γιαγιάδες και τους παππούδες, τῆς μάνας στην Άσσο, του πατέρα στο Φισκάρδο. Δεν εμείνανε πολύ. Ήρθαν στο Αργοστόλι όπου νοίκιασαν ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ περιβόλι στο δρόμο της Λάσσης, και γράψανε τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά στο Νηπιαγωγείο τῆς σχολής Ελένης Μαζαράκη, «Παρθεναγωγείο αἱ Μοῦσαι» γράφει η αδέφή του ποιητή Τζένια Καββαδία και το δημοσιεύει το μπλοκ Υδροναύτες και η lifo. Και ο πατέρας; Μόνος του. Μέσα σε ένα Μεγάλο Άγριο Πόλεμο. Και μετά η Οκτωβριανή Επανάσταση. Φυλακίζεται. Ένα μυθιστόρημα ιστορικό, περιπλάνησης και ψυχολογίας θα ταν και η ζωή του Χαρίλαου Καββαδία. Και ποια δεν θα ταν άλλωστε, πόσο περισσότερο όμως, όταν διπλώνει η Ιστορία τις σελίδες και σου πιάνει την ζωούλα σα φτηνό, αναλώσιμο σελιδοδείκτη της…
«Ἡ οικογένεια αποκλείστηκε στην Κεφαλονιά και ὁ πατέρας αποκλείστηκε στη Ρωσία. Εφτά ολόκληρα χρόνια χάθηκαν τὰ ίχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, χάσε ως το τελευταίο του ρούβλι. Γύρισε το 1921, ταλαιπωρημένος, νευρασθενικός, άρρωστος -και το τραγικότερο, ξένος και ανέντακτος. Μετακομίσαμε στον Πειραιά, όπου ὁ Καββαδίας τελείωσε το Δημοτικό στη σχολή αδελφών Μπάρδη. Συμμαθητές του ὁ Γιάννης Τσαρούχης και ὁ πάπα-Πυρουνάκης»… Έτσι η Τζένια Καββαδία περιγράφει σε τέσσερις γραμμούλες μόλις, με λέξεις στολισμένες περίτεχνα με δασείες, ψηλές και περισπωμένες, το βάρος εκείνου του μοναχικού πατέρα, που δεν χωρούσε σε ηπείρους ξαφνικά. Η οικογένεια θα μετακομίσει ξανά. Πειραιά. Ο Καββαδίας έχει συμμαθητή τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γιο του ποιητή και στρατιωτικού γιατρού Παύλου Νιρβάνα που θα ξεχωρίσει τον μικρό ποιητή. Μικρός εκείνος διαβάζει περιπέτειες και Ιούλιο Βερν. Πιο μεγάλος, πηγαίνει συχνά στο Παλιό Φάληρο και κάνει μεγάλους περιπάτους με τον Παύλο Νιρβάνα. Η ποίηση είναι ήδη στη ζωή του. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με ψευδώνυμο. Δε θα σταματήσει ποτέ να γράφει. Η ζωή του είναι η ποίηση και τα αντίστροφο… Με μια μεγάλη διακοπή θανάτου… Κάποτε, στο μέλλον, που ήδη, δεν υπάρχει…
Το σπίτι στον Πειραιά, ήταν μεγάλο και αρχοντικό. Είχε έξι δωμάτια και ένα απ αυτά η οικογένεια θα το νοικιάσει σε μια οικογένεια προσφύγων. Ο πατέρας έχει βίαια ξεσπάσματα και νεύρα. Ελέγχει τα παιδιά του συνεχώς, έχει απαιτήσεις, έλεγχο σε όλα, μόνο που, να, όταν έχει έστω και λίγα λεφτά, τα παίρνει και ανεβαίνουν στην Αθήνα. Πάνε στου Ελευθερουδάκη και παίρνουν όσα βιβλία μπορούν να κουβαλήσουν και θέλουν. Ο Χαρίλαος Καββαδίας προσπάθησε, λέει, να βρει δουλειά στα βαπόρια των συγγενών του, αλλά του γύρισαν τη πλάτη. Ό,τι ακριβό είχε το σπίτι, απ τα χρόνια του πατέρα στο Πεκίνο, εκείνα στη Μαντζουρία και την μεγάλη κεφαλλονίτικη οικογένεια της μαμάς θα πουληθούν. Κάποτε θα ανοίξει μικρό παντοπωλείο στο Πασαλιμάνι. Τα παιδιά θα πηγαίνουν τα απογεύματα και θα ακούνε τις κουβέντες των ρώσων εμιγκρέδων που σύχναζαν εκεί.
Ο Κόλιας πρωτοξίδεψε στη θάλασσα 11 χρονών αγόρι. Επιβατηγό πλοίο πολυτελείας «Πολικός»! Το ‘χαν τα αδέλφια της μητέρας του. Πήγαινε τ’ αγόρι τα καλοκαιριά απ τον Πειραιά στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Ήρεμες θάλασσες ώσπου…
Ο Νίκος Καββαδίας τελειώνει το Γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Τότε ο πατέρας πεθαίνει. Ο Κόλιας πρέπει να δουλέψει! Νοέμβριο του 1928, βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως «ναυτόπαις» τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος». Τον πιάνει εκτός απ την ποίηση, έρωτας με τη θάλασσα και θα τα κάνει ένα και τα δυο τους. Και όλο ιστορίες τα ποιήματα, λιμάνια, αγνές μικρές γυναίκες και εκείνες που χαϊδεύουν τους άντρες για λεφτά, δείχνοντας τους πώς είναι το να σ’ αγαπούν. Τόποι μακρινοί, παράξενα δάση, άνθρωποι που σκοτώνουν ή αγαπούν ή και τα δύο, κύματα και μαύρα χρώματα ή δύσες κατακόκκινες, μαχαίρια μαγικά, μοναξιά, καρχαρίες, νοικιασμένα κορμιά, άσπρες σκόνες, φονικά, μια πατρίδα πίσω… «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους. Εμένα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά»… Η περιπλάνηση και η μοναξιά!
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος! Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο «Κορινθία». Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Ταξιδεύει και βγάζει ποιητικές συλλογές. Βάρδια και Μαραμπού και Πούσι. Μεταφράζεται και στα Γαλλικά… Η ποίηση του εθίζει τους αναγνώστες του. Βρώμικα λιμάνια, πρόστυχοι άνθρωποι, οπιοποτεία, καπηλειά, φτηνές γυναίκες και θάλασσες συνέχεια. Μια φυγή, μια μοναξιά, ένα ξέχασμα, κάποια νοσταλγία. Όλο ταξίδι χωρίς τελικό προορισμό! Όταν ο μικρός αδελφός, ο Αργύρης, το 1957, αυτοκτονεί, πρώτος πλοίαρχος αυτός, μες στη καμπίνα του, στο λιμάνι του Κόμπε της Ιαπωνίας, ο ποιητής βυθίζεται σε οδύνη, συγκλονίζεται και σταματά τη ποίηση. Μεγάλη σιωπή. Θα ξαναγράψει δέκα χρόνια αργότερα, το 1967.
Ο Στρατής Τσίρκας γράφει για αυτόν, η αδελφή του θυμάται, κόσμος που τον γνώρισε λέει ιστορίες. Ευχάριστος άνθρωπος, κοινωνικός και χαμογελαστός, έλεγε πάντα ανέκδοτα και ιστορίες. Λατρευε τα παιδιά. Όλα τα παιδιά. Την ανηψιά του την είχε άγγελο του. Και είναι αυτή που διαχειρίστηκε με πολύ φροντίδα όλο το ποιητικό του έργο. Άνθρωπος γλυκός, περιπλανώμενη ψυχή, που απ’ τα παιδικά του χρόνια, έμαθε να μη χωραει παρά στο άπλωμα του μη τέλους των ωκεανών. Στη στεριά από κάποια στιγμή και μετά δε βολευόταν. Η κριτική δεν τον αποδέχτηκε εύκολα. Πληγωνόταν λέει αλλά συνέχιζε να γράφει… Πώς αλλιώς; Ούτε οι ομότεχνοι του τον δέχονταν εύκολα. Έτσι λένε τουλάχιστον οι ιστορίες…
Θαύμαζε πολύ τον Σεφέρη σαν ποιητή. Του είχε μάλιστα αφιερώσει το ποίημα του «Εσμεράλδα» απ τη συλλογή του «Πούσι». «Τον θεωρούσα φίλο μου, αλλά δεν ξέρω αν ήμουν κι εγώ δικός του φίλος», γελούσε. Κάποτε, λένε, στη κοσμοπολίτικη και τόσο ανατολίτικη Βηρυτό, πήγαινε μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη, με το αμάξι της ελληνικής πρεσβείας σε ένα επίσημο κάλεσμα και κανόνισε να τον περάσει να θαυμάσει ένα δρόμο γεμάτο μ’ ελληνικές σημαίες! «Τόση Ελλάδα, μαζεμένη εδώ», είπε ο νομπελίστας ποιητής στοχαστικά, «θα αγαπούν τόσο τον Ελληνισμό». Τότε ο Καββαδίας του αποκάλυψε πως «όχι κύιρε, τους Έλληνες ναυτικούς αγαπούν που πιάνουν λιμάνι γιατί εδώ είναι η γειτονιά με τα ελληνικά μπορντέλα και τους περιμένουν». Θύμωσε ο Σεφέρης. «Κύριε ή εσείς θα κατεβείτε απ’ το αμάξι ή εγώ». Κατέβηκε ο Καββαδίας, ατάραχος και συνέχισε με τα πόδια, ενώ χαιρέταγε και τα κορίτσια. Η ιστορία συνεχίζεται, όταν το 1954, ο Καββαδίας εργαζόταν σε επιβατηγό μικρών αποστάσεων και ταξίδεψε, πήγαινε – έλα, με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Συναντήθηκαν στην υποδοχή, έπεσαν πάνω ο ένας στον άλλον στο ταξίδι, αλλά ο Σεφέρης δεν χαιρέτισε τον Καββαδία. Εκείνος στενεύθηκε. Και το θυμότανε πάντα, ενώ πίστευε πως η γένια των σπουδαίων λογοτεχνών του ’30, η δικιά του γενιά, τον είχε στο περιθώριο και τον περιφρονούσε…
Είχε τατουάζ. Σε ένα μπράτσο του υπήρχε ένα φανάρι ναυτικό και στο άλλο χέρι του μια ξανθιά γοργόνα όμορφη. Αγαπούσε τις γυναίκες των λιμανιών, εκείνες που κάποτε κορίτσια βγήκαν σε πλειστηριασμό για την αθωότητα τους και έδειχναν σε άντρες που καμία κυρία δεν ήθελε, πώς είναι το χάδι, η αγκαλιά και πώς είναι να σ’ αγαπούν.
Προς το τέλος της ζωής του, σχεδόν αργά, ερωτεύτηκε τρελά μια κοπέλα, πολύ νέα, την Θεανὼ Σουνά. Της έγραφε παράφορα, παθιασμένα ερωτικά γράμματα όπως αυτό: « Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο. Το ίδιο κι εγώ. Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου. Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας. Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης: Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει. Σα να ῾χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος, όμως το καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό. Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας, Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός. Βελούδο που σκεπάζει ιερό δισκοπότηρο. Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή από κοπίδι κινέζικο. Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα. Λαμπάδα της πίστης μου. Ανοιχτό σημάδι του έρωτα μου. Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου… Σε αγκαλιάζω. ΚΟΛΙΑΣ». Η Φάτα Μοργκάνα είναι ένα ποίημα για εκείνη την αγάπη του…
Φοβόταν μήπως και δεν πεθάνει στη θάλασσα αλλά σε κάποιο πολυσύχναστο νοσοκομείο της πόλης. Το 1975, στις 10 Φεβρουαρίου, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», έγινε ακριβώς αυτό που φοβόταν. Έφυγε από ένα έντονο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο “Σταυρός του Νότου”. Και πάλι οι κριτικοί κατακεραύνωσαν τη δουλειά. Τα τραγούδια, όμως, λατρευτήκαν απ’ το κοινό. Ο Νίκος Καββαδίας έγινε εκείνος ο ποιητής που το μεγαλύτερο σύνολο του έργου του, μελοποιηθηκε από όλων των ειδών τους μουσικούς, απ’ τους μεγάλους συνθέτες μέχρι τις hip hop μπάντες. Μας ταξίδεψε στις θάλασσες του. Είδαμε απ’ το βλέμμα και νιώσαμε απ’ τη ψυχή του. Τον λατρέψαμε…