30 Ιουλίου 2007, Iταλία. 30 Ιουλίου 2007, Σουηδία. Ο Θεός αγαπάει το σινεμά και αποφασίζει, σαν έναν περίεργο, τρυφερά διεστραμμένο φόρο τιμής, να μεταφέρει στην προσωπική του αίθουσα για αιώνιες προβολές, την ίδια μέρα, δύο από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα. Ίσως για να μη νιώσουν μοναξιά. Ίσως για να δηλώσει με τον σκληρό αλλά αναπόφευκτο τρόπο του θανάτου που κυριαρχεί πάνω στην ανθρώπινη ζωή, ότι αυτοί οι δύο, οι εκλεκτοί του, μετέφεραν στην οθόνη όσο ελάχιστοι τον αιώνιο «πόλεμο» ανάμεσα στο «θείο» και το ανθρώπινο. Που στην ουσία συντηρεί αυτή τη σχέση. Με άρνηση και αποδοχή. Απορία και αγωνία. Με πόνο και λύτρωση. Αμφισβήτηση και επανάσταση. Υπαρξιακό διχασμό πάνω στη σύγκρουση της ελεύθερης βούλησης με τους κανόνες.
Νιώθω πολύ λίγος για να γράψω οτιδήποτε άλλο και για τους δύο τους. Ίσως γιατί τότε που αποφάσισα να αρχίσω να γράφω για κινηματογράφο, είχα ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Όλους αυτούς που ανέλυαν το έργο των σκηνοθετών χωρίς να το αφήνουν να αναπνεύσει μόνο του και να βρει μέσα από την τέχνη του, τη θέση στην καρδιά και το μυαλό των θεατών. Μεγαλόστομες παπαρολογίες από το βιβλίο «Η ψυχανάλυση για αρχάριους» που κάθε ψώνιο έγραφε προκειμένου να εντυπωσιάσει με την ικανότητα της διείσδυσής του στο μυαλό του σκηνοθέτη.
Που το να πεις, «μπήκα στο μυαλό του Μπέργκμαν και του Αντονιόνι» είναι σαν να λες πως τώρα που πήρα (λαδώνοντας) δίπλωμα αυτοκινήτου μπορώ να οδηγήσω και αεροπλάνο. «Δεν είμαι ένας θεωρητικός του κινηματογράφου. Αν με ρωτήσετε τι είναι η σκηνοθεσία, η πρώτη απάντηση που μου έρχεται είναι ότι δεν ξέρω. Όταν γυρίζω μια ταινία, ποτέ δε σκέφτομαι το πώς θα ήθελα να κινηματογραφήσω μια σκηνή. Απλά τη γυρίζω, βασισμένος στο ένστικτό μου και χωρίς καμία προηγούμενη σκέψη».
Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι απαντάει μόνος του, με τον πιο απλό τρόπο απέναντι στην κριτική υπερανάλυση. Γεννημένος το 1912, έφυγε σε ηλικία 95 ετών. Το «έφυγε πλήρης ημερών» μετά από ένα τέτοιο όγκο έργου, κινηματογραφικής μυθολογίας, και εικόνων που έγιναν ορόσημα, αφίσα – κάρτα – κορνίζα στο μυαλό και τις καρδιές όλων μας, ακούγεται λίγο. Έφυγε υπερ πλήρης. Έχοντας καταφέρει να ανακατέψει με το δικό του τρόπο τα δεδομένα της χωρητικότητας στην εσωτερική μας πληρότητα. Χρυσή Αρκούδα στο Βερολίνο το 1961 με «Τη Νύχτα». Βραβευμένος με τιμητικό βραβείο Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας του το 1995. Υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου το 1967 με το «Blowup» που κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες. Στο μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου από το οποίο έχει επίσης τιμηθεί με το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής για την «Έκλειψη» το 1962 και το βραβείο της κριτικής επιτροπής για την «Περιπέτεια» το 1960. Και στο «αρχαιότερο» φεστιβάλ του κόσμου, τη Βενετία, με Χρυσό Λιοντάρι για την «Κόκκκινη Έρημο» το 1964 κι Ασημένιο Λιοντάρι για το «Le Amiche» το 1955.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννημένος το 1918, μας αποχαιρέτισε σε ηλικία 89 ετών. Οι περισσότερες ταινίες του είναι μια βαθιά και ψυχολογικά οδυνηρή, αλλά πεντακάθαρη βουτιά και ματιά στην καρδιά του ανθρώπινου σκότους. Κάτι για το οποίο η φήμη θέλει τον δημιουργό να απολογείται, λίγο πριν το θανατό του. Αριστοτεχνικά αλλά εξοντωτικά συναισθηματικά κινηματογραφική εμπειρία. Σχεδόν μεταφυσικά αλλά απόλυτα πατημένα στην πραγατική, παράλληλη πραγματικότητα, ψυχογραφήματα με την ανθρώπινη φύση εκτεθειμένη στο φακό όσο κανείς άλλο σκηνοθέτη δεν τόλμησε να εκθέσει και να εκτεθεί. Αποκαλύπτοντας χωρίς καμία αυτολογοκρισία τον εσωτερικό του κόσμο, τους δαίμονές του και την μάχη του με την έννοια του Θεού.
Βάζοντας σε μια από τις πλέον κλασσικές σκηνές του, τον Μαξ Φον Σίντοου να παίζει σκάκι με τον Θάνατο, αναζητώντας το νόημα της ζωής, του θανάτου και του Θεού στην αριστουργηματική «Έβδομη Σφραγίδα» για την οποία κέρδισε το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάνες το 1957. Στο ίδιο φεστιβάλ που τιμήθηκε με βραβείο σκηνοθεσίας για το «Στο κατώφλι της ζωής» το 1958, με ειδικό τεχνικό βραβείο για το «Κραυγές και Ψίθυροι» το 1972, με ειδική μνεία για την «Πηγή των Παρθένων» το 1960. Χρυσή Αρκούδα στο Βερολίνο το 1958 για τις «Άγριες Φράουλες». Ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ Βενετίας για τον «Άνθρωπο με τα 2 Πρόσωπα». Και 9 υποψηφιότητες για Όσκαρ χωρίς ποτέ του να καταφέρει να πάρει ένα, εκτός από το τιμητικό για το σύνολο της καριέρας του, το 1971.
Όσκαρ Σεναρίου για τις «Άγριες Φράουλες». Σεναρίου για το «Μέσα από το Σπασμένο Καθρέφτη» το 1961. Σκηνοθεσίας, σεναρίου και καλύτερης ταινίας για το «Κραυγές και Ψίθυροι». Σκηνοθεσίας για το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» το 1976. Σεναρίου για τη “Φθινοπωρινή Σονάτα” το 1978. Σκηνοθεσίας και σεναρίου για το τελευταίο πραγματικά μεγάλο, ή μάλλον μεγαλειώδες και πλέον κλασικό αριστούργημα του. Το προσωπικό, τρυφερό, σχεδόν αυτοβιογραφικό «Φανί και Αλέξανδρος» που κυκλοφόρησε και σε μορφή μίνι σειράς πεντάωρης διάρκειας και τιμήθηκε με Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, καλλιτεχνικής διεύθυνσης, φωτογραφίας, και κοστουμιών.
Ναι, είναι ολοφάνερο ότι ούτε για τον Μπέργκμαν νιώθω πως «με παίρνει» να γράψω πολλά. Ίσως γιατί πρόκειται για έναν κινηματογράφο που στην πρώτη μου επαφή μαζί του με απώθησε ενεργοποιώντας τους αμυντικούς μου μηχανισμούς απέναντι στην γυμνή του αλήθεια. Οδηγώντας με στο άλλο, βέβηλο άκρο της αποκήρυξής του. Μετά μεγάλωσα όπως όλοι μας. Και ανακάλυψα το σινεμά του ξανά. Σαν μια αντανάκλαση φόβων, επιθυμιών, χαρμολύπης, απορίας, σε έναν σπασμένο καθρέφτη. Με τον ίδιο, να προσπαθεί μέσα από τα θραύσματα του καθρέφτη να συνθέσει ξανά το προφίλ της ζωής. «Οι ταινίες είναι σαν τα όνειρα, σαν τη μουσική. Καμία τέχνη δεν διαπερνά το υποσυνείδητο όπως ο κινηματογράφος στοχεύοντας κατευθείαν στα συναισθήματα μας βαθιά μέσα στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής μας» έχει δηλώσει.
Κάθε σκοτάδι βρίσκει το φως του. Και κάθε φως το σκοτάδι. Η ζωή γεννάει το θάνατο. Και ο θάνατος τη ζωή. Στο σινεμά του Μικελάντζελο και του Ίνγνκμαρ, ο Θεός απών παρών, δημιουργεί τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος δημιουργεί το Θεο για να αποκτήσει τη βασανιστικά ηδονική πρόσβαση στην ενοχή της αμαρτίας. Και της αυτοτιμωρίας. Και την πιθανότητα ανακάλυψης μιας αλήθειας για τη ζωή που πιθανότατα δεν υπάρχει. Γιατί αν υπήρχε δεν θα υπήρχε η τέχνη. Η καλλιτεχνική έκφραση της αγωνίας και της υπέρβασης. Της αμαρτίας και της εξιλέωσης. Το μικρό, κρυφό, βασανασικό τούνελ ελευθερίας μέσα στο στενάκι με το αδιέξοδο. Ο Αντονιόνι και ο Μπέργκμαν το περπάτησαν με τόλμη, πρωτοπορία και πρωτοποριακή αισθητικά και ιδεολογικά, άγνοια κινδύνου. Αλλάζοντας το πρόσωπο του σινεμά τέχνης. Και αποχώρησαν από τα εγκόσμια, χωρίς απαραίτητα να έχουν βρει τις απαντήσεις, αλλά έχοντας θέσει μερικές από τις πιο καίριες ερωτήσεις.