11 χρόνια πριν. Θυμάμαι τον φίλο μου τον Μπάμπη να κάθεται με τις ώρες μπροστά από τον υπολογιστή και να κοιτάζει σχεδόν υπνωτισμένος την οθόνη. Δεν έπαιζε κανένα video game, δεν παρακολουθούσε κάποιο βίντεο, δεν άκουγε το αγαπημένο του τραγούδι. Μια ψυχρή οθόνη, μόνο. Με στατικό πορτοκαλί φόντο και μπόλικους δεκαδικούς αριθμούς.
«Πας καλά ρε; Τι κάνεις τόση ώρα κολλημένος εκεί;». «Περιμένω να μπει γκολ, παράτα με». Μία που το είπε, μία που ακούστηκε από τα ηχεία του υπολογιστή το λυτρωτικό: «γκοοοοολ». Πετάχτηκε από την καρέκλα χοροπηδώντας. «Το βγάλαμε το κατοσταρικάκι και σήμερα Ντινάκο», μου είπε με κατακόκκινα μάτια. «Τι είναι αυτό;». «Στοίχημα στο ίντερνετ», μου απάντησε, «πήγα έβγαλα μια προπληρωμένη κάρτα και τώρα βγάζω χαρτζιλικάκι». «Δεν είσαι καλά…», τον γείωσα.
11 χρόνια μετά. Ποντάρω πλέον ανελλιπώς. Όχι μόνο εγώ, αλλά κι άλλοι 7-8 νοματαίοι. Το σύνολο της παρέας που κάποτε έκραζε τον Μπάμπη. Μικροποσά μεν, αρρωστάκια απαξάπαντες δε. Πότε με προπληρωμένες κάρτες, πότε με paysafe, αραιά και που σε πρακτορεία του ΟΠΑΠ. Σημασία δεν έχει το πώς θα ποντάρουμε, σημασία έχει να ποντάρουμε. Σε κάθε πιθανό και απίθανο παιχνίδι: από ντέρμπι της Σούπερ Λίγκας, μέχρι αγώνα γυναικών στην Ισλανδία. Από μουντιάλ, μέχρι φιλικό στη Σιγκαπούρη. Σε κάθε πιθανό και απίθανο στοιχηματικό ενδεχόμενο: στο πόσα γκολ θα μπουν στο πρώτο εικοσάλεπτο, στα συνολικά κόρνερ του παιχνιδιού, στις κίτρινες κάρτες που θα βγάλει ο διαιτητής από το τσεπάκι του. Πάθος, τρέλα, παράνοια. Κυρίως παράνοια.
Χιλιάδες επιλογές, (δήθεν) εύκολες επιλογές, όλα απλωμένα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, του κινητού, του τάμπλετ. Και πάντα μια ψευδής υπόσχεση, μια αρρωστημένη αναμονή. «Σήμερα θα τους ξετινάξω, θα βγάλω μπικικίνι μπόλικο». Τι κι αν τις περισσότερες φορές, στον καθιερωμένο απογευματινό καφέ της παρέας, βαριόμαστε να ακούει ο ένας τον άλλο για «το γκολ που δεν μπήκε», για «την κάρτα που δεν βγήκε», για «το ακριβές σκορ που δεν έκατσε»; Καντήλια, πολλά καντήλια, υποσχέσεις για αποχή. Αλλά φευ…
Ύπουλο πράγμα το στοίχημα. Και γλυκό. Κάθε μα κάθε φορά που το ATM «ξερνάει» άκοπα πενηντάευρα από κερδισμένο στοίχημα, η ενδορφίνη εκκρίνεται χωρίς σταματημό και οι όποιες υποσχέσεις για στοιχηματική νηστεία και οικονομικό συμμάζεμα αναβάλλονται…
Όλα αυτά, στον δικό μου μικρόκοσμο. Στο παγκόσμιο χωριό, τα πράγματα είναι πολύ πιο… τραβηγμένα.
Εκεί δεν μιλάμε απλώς για το πεντάευρο που γίνεται αέρας μέσα σε 90 λεπτά. Η αφήγηση εκεί έχει να κάνει με ολόκληρες περιουσίες που χάνονται, με ανθρώπους που τρέχουν σε ειδικούς προκειμένου να απεξαρτηθούν, με απεγνωσμένους που αυτοκτονούν. Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου στα γήπεδα της Βραζιλίας, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περισσότερα από 60 δις ευρώ τα οποία «παίχτηκαν» ανά τον κόσμο σε διάφορες στοιχηματικές εταιρείες, νόμιμες και παράνομες. Φανταστείτε, λοιπόν, τις μύριες όσες τζογοϊστορίες που κρύβονται πίσω από το συγκεκριμένο ποσό-μαμούθ…
Κι αν τα νούμερα αυτά φαντάζουν υπερβολικά, διαβάστε κι αυτό: Ο τζίρος στην παγκόσμια αγορά τυχερών παιγνίων ξεπερνάει τα 321 δις ευρώ, εκ των οποίων το 33% αποδίδεται στα καζίνο, το 30% στις λοταρίες, το 20% στα μηχανήματα, το 13% στο στοίχημα και το υπόλοιπο 4% σε άλλες δραστηριότητες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως ενώ το 2004 η αγορά του online στοιχηματισμού έφτανε τα 17.7 δις ευρώ, σήμερα το ποσό αυτό ξεπερνά τα 55 δις. Όλα τα παραπάνω ποσά, βεβαίως, είναι κατά προσέγγιση, μιας και είναι δύσκολο να προσμετρηθούν εκείνα που ποντάρονται σε παράνομους book makers.
Στην τζογαδόρικη δε Ελλαδίτσα της κρίσης, όπου πολλοί επιχειρούν να καλύψουν ανάγκες και προσδοκίες μέσα από το στοίχημα, το συνολικό ποσό που τοποθετήθηκε σε μουντιαλικό στοίχημα (τόσο στον ΟΠΑΠ όσο και στις διαδικτυακές εταιρείες που λειτουργούν νόμιμα στη χώρα), ενδέχεται και να ξεπερνάει τα 750 εκατομμύρια ευρώ…