«Προσπάθησα να γνωρίσω τον εαυτό μου πολλές φορές, αλλά συνέχεια άλλαζα. Ποτέ δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος από τη μια μέρα στην άλλη. Νομίζω ότι δεν γράφει κανείς την ιστορία της ζωής του για να θυμηθεί, αλλά για να ξεχάσει. Τι σημασία έχει το τι πέρασα; Σημασία έχει μόνο ποιος είμαι. Και εγώ είμαι ο Άντονι Κουίν: γιος, αδελφός, εποχιακός αγρότης, φοιτητής, εραστής, ηθοποιός, σύζυγος, πατέρας, γλύπτης, ζωγράφος, αλαζονικό κάθαρμα. Είμαι Μεξικάνος, Ιρλανδός, Ινδιάνος, Αμερικάνος, Ιταλός, Έλληνας, Ισπανός, Κινέζος, Εσκιμώος, μουσουλμάνος. Είμαι όλα αυτά και πολλά άλλα. Και πολύ λιγότερα. Πάνω απ’ όλα όμως είμαι καλλιτέχνης. Αυτή ήταν η αρχή μου και αυτό θα είναι το τέλος μου» – Άντονι Κουίν
Μεξικό στις αρχές, περίπου, του περασμένου αιώνα. Χρώμα, σκόνη, ζέστη, ομορφιά, θάλασσες, Ιστορία. Και ανείπωτη φτώχεια. Ο Άντονι Κουίν θα γεννηθεί στις 21 Απριλίου του 1915, στην πόλη Τσιουάουα του Μεξικό, από φτωχούς γονείς, αλλά με εκείνη τη δύναμη της ψυχής, που θα ονειρευτούν ένα ομορφότερο μέλλον, ακόμη και αν χρειαστεί να περάσει μέσα απ την μετανάστευση και την ξενιτειά. Ο πατέρας ήταν στρατιώτης του Πάντσο Βίλα και η μάνα μια μελαχρινή καλλονή που είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει κεντώντας την προίκα πλούσιων κοριτσιών που πήγαιναν να παντρευτούν. Τεσσάρων μηνών μωρό, ο Άντονι Κουίν, πέρασε κρυμμένος σε ένα τρένο ατμοκίνητο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, παράνομα βέβαια, μαζί με τους γονείς του.
Η πρώτη λεξούλα του μωρού ήταν «πεινάω» και το μοναδικό του παιχνίδι ένα τραμ από λιωμένο σίδερο. Η οικογένεια Κουίν κέρδιζε τη ζωή της τοποθετώντας ράγες στις σιδηροτροχιές, μαζεύοντας φρούτα και βαμβάκι όπου υπήρχε συγκομιδή στην Καλιφόρνια, ώσπου ο πατέρας βρήκε δουλειά ως οπερατέρ και φροντιστής ζώων σε μια εταιρεία παραγωγής φτηνών ταινιών. Ο Φρανσίσκο Κουίν πέθανε όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο. Ήταν 29 ετών. Ο Τόνι χρειάστηκε να σκαλίσει μόνος του την επιγραφή στον τάφο του πατέρα του και να ζήσει τη μητέρα, τη γιαγιά και την αδελφή του. Αυτός, ο ζωντανός γιος, ήταν μόλις 11 ετών. Λούστρος, νεροκουβαλητής, οικοδόμος στην μπετονιέρας, μικροπωλητής, καθαριστής, ταξιτζής, μποξέρ, χορευτής σε διαγωνισμούς και άλλα πολλά…
… Κάποτε θα ερωτευτεί. Η μαμά της φίλης του, θα βρει έναν διψασμένο για γνώση νεαρό. Θα τον μυήσει στον Σοπενχάουερ, στον Νίτσε, στον Μποντλέρ, στον Ντάντε Αλιγκέρι, στη μουσική και στους σπουδαίους ζωγράφους. Ο Τόνι ακόμη, θα γραφτεί σε δραματική σχολή για να διορθώσει την προφορά του! Τελικά θα βρεθεί σε έναν θίασο που γυρνάει σ όλο τον τόπο. Οικείος, ευχάριστος, εξωστρεφής θα ευτυχίσει να τον ξεχωρίσει και να τον πάρει υπό την προστασία του ο μέγας Τζον Μπάριμορ και θα συναναστραφεί Τιτάνες – δημιουργούς ότι υψηλού και ωραίου έχει γευτεί η ανθρωπότητα. Ραχμάνινοφ, Στάινμπεκ, Φόκνερ, Φιτζέραλντ, Ερολ Φλιν. Μέι Γουέστ, Κάρολ Λόμπαρντ, Ινγκριντ Μπέργκμαν, Μορίν Ο’Χάρα ήταν οι διάσημες ερωμένες του ακόμη εκείνη, η πυρακτωμένη κοκκινομάλλα. «Η Ρίτα Χέιγουορθ και εγώ δεν είχαμε ποτέ πολλά να πούμε, αλλά δεν ήταν και απαραίτητο» θα πει χρόνια μετά…
Ο ηθοποιός λάμπει πια με το μέλλον, ήδη, παρόν του και θα ζήσει σε πολλές χώρες του κόσμου, γυρίζοντας ταινίες, φτιάχνοντας χαρακτήρες μέσα από ρόλους, κάνοντας συγκλονιστικές φιλίες, ζώντας μια επική ζωή…
Με μια τυχοδιωκτική διάθεση δοκίμων, επιβίωσης, ευκαιριακής ενασχόλησης θα καταλήξει στην υποκριτική. Λώρενς της Αραβίας, Τα κανόνια του Ναβαρόνε, Λα Στράντα. 150 ταινίες σε διάστημα 50 ετών και σπουδαίες συνεργασίες με ινδαλματικούς σκηνοθέτες, σπουδαίους καλλιτέχνες, αυτόφωτες μυθικούς σταρ. Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου το 1952 για το «Βίβα Ζαπάτα», με τον σαγηνευτικό Μάρλον Μπράντο. Οσκαρ β ανδρικού ρόλου, ξανά, το 1956 για το «Η ζωή ενός ανθρώπου» και τον Πολ Γκογκέν. Θέατρο και μεγάλη επιτυχία του η ερμηνεία του στο «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς.
Και μετά, ο ρόλος του Αλέξη Ζορμπά! Η Ελλάδα, ο Καζαντζάκης, η Κρήτη, η ύπαιθρος, η θάλασσα, η τρυφερότητα και η σκληρότητα ενός λάου και πάνω απ όλα η λεβεντιά, η αίσθηση της ελευθερίας, η λατρεία της ζωής σε κάθε της εκδήλωση, απ το πένθος μέχρι τον έρωτα, από το ποτό και το γλέντι μέχρι το φαΐ και τη θλίψη, βρίσκουν στο πρόσωπο του Άντονι Κουιν χαρακτηριστικά ψυχής, που παίρνουν στο εθνικό μας DNA. Μαζί με τον Άλαν Μπέιτς, την συγκλονιστικά γραμμική υποκριτική της Ειρήνης Παππά, την χυμώδη όλο δροσιά Ελένη Ανουσάκη, ο Κουίν γίνεται πασίγνωστος και εξαιρετικά αγαπητός στους Έλληνες. Ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε μιλήσει στη «Μηχανή του Χρόνου» και στον Χρήστο Βασιλόπουλο για την δύστροπη συμπεριφορά του χολιγουντιανού σταρ όταν γυρνούσαν την ταινία. «Εγώ είχα πάρει και χοροδιδάσκαλο για τον χορό» θυμόταν ο σπουδαίος σκηνοθέτης «και οργανώναμε και πάρτι, για να τον διευκολύνουμε και να σηκώνεται να μάθει να χορεύει το συρτάκι κι αρνιότανε. Εγώ θύμωνα και έλεγα «απαράδεκτο. Εδώ έχουμε στήσει γλέντι να χορέψεις και να μάθεις»… «Δε θα μου πεις εσύ!», απαντούσε «είχα τσακωθεί 2-3 φορές μαζί του και άγρια. Μία φορά του είπα: πάμε έξω να παίξουμε ξύλο… θα με είχε κάνει κομμάτια, κιμά και μόλις βγήκαμε έξω να χτυπηθούμε μου λέει: «Εμάς δε μας καταλαβαίνουνε». Είχε τελειώσει την κουβέντα του ο Κακογιάννης λέγοντας «κοίταξε, τον Κουίν τον συγχωρώ, γιατί πριν πεθάνει έδωσε μία συνέντευξη στην τηλεόραση, στην οποία έκανε απολογισμό της ζωής του και είπε ότι, ήμουνα ο καλύτερος σκηνοθέτης του, παρ’ όλο που είχε κάνει ταινίες με τον Φελίνι»…
…Τον Ζορμπά θα ερμήνευε και στην μεγαλύτερη θεατρική πιάτσα του πλανήτη, στο Μπρόντγουέη το 1984. Κάτι απ τον Αλέξη Ζορμπά, απ αυτόν τον ήρωα, υπήρχε μέσα του και κάτι άλλο, καινούργιο, κοιτάζοντας τον, το πήρε μαζί του για πάντα… Έζησε όπως αυτός…
Κάποτε παντρεύτηκε την Κάθριν ντε Μίλ, κόρη του μυθώδη παραγωγού Σεσίλ νε Μίλ. Την πρώτη νύχτα του γάμου τους, ανακάλυψε πως δεν ήταν παρθένα και την σάπισε στο ξύλο! Βρήκε άλλοθι για μια σωρεία σχέσεων, ενώ ήταν παντρεμένος, απαγόρευε στην Κάθριν να συναντηθεί με τον διάσημο πατέρα της και τελικά χώρισαν, ύστερα από αγώνες της γυναίκας και ενώ είχε βρει, ήδη, τον επόμενο εραστή της, που ο Κουίν θα ζήλευε και θα φθονούσε πάντα: τον γόη Κλάρκ Γκέιμπλ.
Η ζωή προχωράει και ο σταρ ζει θυελλώδεις έρωτες, χάνεται σε αγκαλιές, παντρεύεται αμέτρητες φορές, ορκίζεται, κάθε φορά, να αγαπά μόνο μια γυναίκα και αμέσως μετά ακολουθούσε την επομένη εκμαυλίστρια γόησσα, μικρός Ζορμπάς κι αυτός, που ζούσε την ζωή ως το μεδούλι. Υπολόγιζε πως απ το κρεβάτι του -και όχι μόνο- πέρασαν περισσότερες από 3000 ερωμένες! Απέκτησε από διαφορετικές μητέρες 13 παιδιά! Παραδεχόταν πως άσχετα απ τις μητέρες τους, ήταν ερωτευμένος με όλα τα παιδιά. Ένα τους, η Γαλλίδα μητέρα του, δεν τον άφηνε να το γνωρίσει από κοντά παρά μόνο να του μιλά στο τηλέφωνο, πράγμα που πλήγωνε τον Κουίν βαθιά. Ακόμη πιο βαθιά ήταν, όμως, η πληγή που του είχε αφήσει ο θάνατος του πρωτότοκου γιου του, σε ένα τραγικό δυστύχημα. Ο Κρίστοφερ, ένας άγγελος τριών ετών, είχε πνιγεί στην πισίνα του Φλιντ, σταρ και φίλου του Κουίν. Εκείνος δε δέχονταν να μιλήσει ποτέ για αυτό. Ούτε στον ψυχαναλυτή του…
Και ησυχία δεν έβρισκε! Ταξίδευε πολύ, διάβαζε, ζωγράφιζε μανιακά, έκανε γλυπτά και κοσμήματα. Πέθανε στη Βοστώνη στις 3 Ιουνίου του 2001. Οι Έλληνες τον αποχαιρέτισαν σαν να ταν δικός τους. Ο ίδιος λάτρεψε την Ελλάδα αλλά λόγω μιας έκτασης που ήθελε να αγοράσει στην Ρόδο και να την κάνει παγκόσμιο κέντρο μελέτης για ηθοποιούς, αλλά ποτέ δεν του την έδωσαν, είχε παράπονα και θυμό. Να και άλλο ένα γνήσια ελληνικό του κομμάτι: η απογοήτευση! Σε μια απ τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο «Βήμα» δίνει μόνος του έναν επίλογο στον επικό βίο του: «Η ζωή μου ήταν μια καβαλαρία. Ανέβηκα σε κάθε λόφο σαν να ήταν ο τελευταίος, έστριψα σε κάθε γωνία σαν να επρόκειτο να ανακαλύψω κάποιο μυστικό. Έκανα ότι έμελλε να συμβεί. Έφαγα. Γέλασα. Δούλεψα. Έθαψα τον πατέρα μου. Δούλεψα. Έφαγα. Πήρα τα παιδιά απ’ το σχολείο. Σήκωσα το τηλέφωνο. Έμαθα το σενάριο. Ζωγράφισα. Ξαναγέλασα. Έκλαψα. Δεν στάθηκα ούτε στιγμή. Πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις. Πρέπει να υπάρχει»…