Ο Ντέιβιντ Κόρνγουολ ήταν ένας Βρετανός πεζογράφος που απεβίωσε στις 12 Δεκέμβρη. Ο Τζον Λε Καρέ είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, συνώνυμο των best seller και ο μετρ του λογοτεχνικού σασπένς που αφήνει τεράστια κληρονομιά στον κόσμο που ξέχασε τις ιδεολογίες εξαιτίας της ταχύτητας στην κατανάλωση πληροφοριών. Δεν θα “πεθάνει” ποτέ.
“Ήταν μια εποχή που υπηρετούσαμε μια ξεκάθαρη φιλοσοφία, πιστεύαμε ότι προστατεύουμε την ιδέα της Δύσης. Κι αυτό ήταν μια τεράστια γενίκευση, ας το παραδεχτούμε, υπήρχαν υπέροχοι άνθρωποι που ζούσαν στον κομμουνισμό και δεν ήταν όσο κακοί θέλαμε να φανταζόμαστε ή να τους παρουσιάζουμε”. Μιλούσε όπως έγραφε. Ολοζώντανα.
Έδωσε στην κατασκοπευτική λογοτεχνία τον σεβασμό και τη σοβαρότητα που της αναλογούσε. Ξεκίνησε να γράφει τυχαία. Τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ζωή του ανθρώπου συμβαίνουν χωρίς σκηνοθεσία, ανέλπιστα. Κρατούσε σημειώσεις στην καθημερινή διαδρομή από το σπίτι του στην δουλειά, μέσα στο τρένο, έγραφε σε μικρές κόκκινες ατζέντες όση ώρα κρατούσε το ταξίδι από το Μπάκιγχαμσιρ στο Λονδίνο. Επί μία ώρα και είκοσι λεπτά μέχρι να φτάσει στο γραφείο του στο MI5, στην υπηρεσία αντικατασκοπείας και ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου. Πλησίαζε τα 30. Ήταν κατάσκοπος και η κάλυψη του ήταν το πόστο του Β΄ γραμματέα της πρεσβείας του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βόννη, στην τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τότε έχασε τον εαυτό του κι έγινε το ψευδώνυμό του. Επομένως, παρέμεινε άνθρωπος με δύο ιδιότητες.
Το τρίτο του μυθιστόρημα τον έφερε στο προσκήνιο. Ήταν 1963 όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα “Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο”. Ένα χρόνο μετά αποκαλύπτεται η ταυτότητά του, παραιτείται από τα καθήκοντά του κι αφιερώνεται στη συγγραφή βιβλίων. Οι κατάσκοποι του, όπως ο Τζον Σμάιλι, έχουν συνείδηση, ανθρωπιά, ιδεατά και ηθική. Αλλά ο κόσμος της κατασκοπείας είναι παρακλάδι της πολιτικής, άρα διαβρωμένος. Οι κατάσκοποι δείχνουν συμπόνοια, οι πολιτικοί σχεδόν ποτέ. Η εποχή του Λε Καρέ ήταν ένας νέος κόσμος υπό διαμόρφωση, γεμάτος περιπέτειες και τραγικές ανθρώπινες ιστορίες. Και γεμάτος προδότες. Όχι τόσο της πατρίδας όσο των ανθρώπων τους. Οι κατάσκοποι του Λε Καρέ δεν είναι ματαιόδοξοι και ωραιοπαθείς όσο ο 007. Είναι κρυμμένοι στο σκοτάδι και πάσχιζουνν να μείνουν εκεί. Αλώβητοι από τη δόξα. Είναι πατριώτες και φιλόσοφοι. Δεινόσαυροι πλέον.
Ήξερε πώς στήνεται ένα θέατρο με χαρακτήρες αυθεντικούς.
Δεν ξέφυγε ποτέ από την νοσταλγία για εκείνες τις μέρες. Τον απωθούσε η τεχνολογία. Οι Βρετανοί άλλωστε ζουν με τις αναμνήσεις του αλλοτινού τους μεγαλείου. Και το Βερολίνο που περιγράφουν απλά δεν υπάρχει σήμερα. Οι άνθρωποι στις μέρες μας δεν χωρίζονται σε εκείνους που πίνουν μαλτ ουίσκι και σε αυτούς που προτιμούν τη βότκα. Δεν πιστεύουν τυφλά ότι έχουν ένα χρέος και μια αποστολή να διαφυλάξουν την πατρίδα από τον κίνδυνο, είναι Ευρωπαίοι σε απόγνωση.
Ο Τζον Λε Καρέ όπως όλοι οι Άγγλοι συγγραφείς ήξερε καλά τον Σαίξπηρ. Είχε σπουδάσει γαλλική και γερμανική φιλολογία στη Βέρνη και κατόπιν στην Οξφόρδη. Ήξερε πώς στήνεται ένα θέατρο με χαρακτήρες αυθεντικούς. Η γραφή του είναι χιουμοριστική, κουβαλά την ευγένεια ενός πραγματικού τζέντλεμαν και το κύρος του ανθρώπου που έχει ζήσει τις καταστάσεις που περιγράφει (παρόλο που συστηματικά το αρνείται, είναι το πρώτο μάθημα που παίρνει κάθε κατάσκοπος, deny everything). Είχε ταλέντο, είχε πάθος και ήταν εργατικός. Είχε και την πληροφορία, τη μη λογοκριμένη. Είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά για το best seller. Την αυθεντική και ταυτόχρονα επινοημένη αφήγηση.
‘Εγραψε τις καλύτερες ιστορίες για κατασκόπους. Ήταν μάρτυρας της εποχής τους. Υπήρξε σπουδαίος. Υπέροχος αφηγητής της ζωής. Είναι ο άνθρωπός που ξέρει μυστικά για τον Γκορμπατσόφ και για τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Σχολαστικός, ακριβολόγος, τεχνίτης των λέξεων, ψεύτης, σωστός δημιουργός μυθοπλασίας. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα βράχια της Κορνουάλης. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Μακριά από κάθε γκλαμουριτέ. Αυτό το απεχθανόταν.
Ο άνθρωπός πίσω από το ψευδώνυμο
Το 2011 προτάθηκε για το Booker Prize. Μέσα σε 45 λεπτά εξέδωσε μια ανακοίνωση μέσω του εκδότη του ζητώντας να αποσυρθεί το όνομά του από τα βραβεία. “Δεν διαγωνίζομαι σε λογοτεχνικά βραβεία”. Ο πατέρας του υπήρξε αυστηρός, μικροκακοποιός και τον χτυπούσε. Η μητέρα του κλέφτηκε με κάποιον άντρα και παράτησε τον γιό της. Επέστρεφε σπίτι για τις γιορτές από το σχολείο που ήταν εσώκλειστος και τον υποδεχόταν πάντα μια διαφορετική ερωμένη του πατέρα του. Όταν πέθανε το 1975 ο Λε Καρέ πλήρωσε για την κηδεία αλλά δεν παρέστη σε αυτήν. Τα μεγαλύτερα εγκληματικά μυαλά τα συνάντησε ανάμεσα στους μαθητές του όταν δίδασκε στο Ίτον, το ιδιωτικό Άγγλων πρωθυπουργών και αριστοκρατών. Μετά την παραίτησή του από το MI6 αποσύρθηκε στην Κρήτη κι έγραψε το μυθιστόρημά του “A Small Town In Germany”. Μικρότερη ετεροθαλής αδελφή του είναι η ηθοποιός Σαρλότ Κόρνουολ και ετεροθαλής αδελφός του, από το δεύτερο γάμο του πατέρα του, ο Ρούπερτ Κόρνουολ που εργαζόταν στην εφημερίδα Independent (πέθανε το 2017) και ο παίκτης του κρίκετ Άντονι Κόρνουολ (απεβίωσε το 2017). Ήταν από τους πρώτους που καταδίκασαν δημόσια την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ και άσκησαν δριμεία κριτική στην απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να συμπράξει σ’ αυτόν τον πόλεμο. Άφησε πίσω τέσσερις γιους, δεκατέσσερα εγγόνια, τρία δισέγγονα και εικοσιπέντε μυθιστορήματα.
Ο Γκάρι Όλντμαν ζωντάνεψε υπέροχα τον Τζορτζ Σμάιλι από το βιβλίο του “Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι” στην ομώνυμη ταινία του 2011. Κάποιοι τυχεροί ίσως είδαν τον Άλεκ Γκίνες στον ίδιο ρόλο στη μίνι σειρά του BBC. Ένας πρώην υπάλληλος της υπηρεσίας πληροφοριών, αναλαμβάνει να ξετρυπώσει έναν “Τυφλοπόντικα” που έχει φωλιάσει στα ανώτερα κλιμάκια της βρετανικής αντικατασκοπείας και πουλάει μυστικά στη Σοβιετική Ένωση. Ο Λε Καρέ ήταν 44 χρόνων όταν το έγραψε κι αυτό το βιβλίο θέτει το εξής ερώτημα: μήπως ο δυτικός κόσμος υπερασπίζεται τη δημοκρατία χωρίς να σέβεται τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών;
Παραμένει αναπάντητο. Ή μήπως όχι;