Ο Στιβ ΜακΚουίν, λοιπόν, βρίσκεται ακριβώς απέναντι στην οθόνη, γεμάτος όρεξη να εξηγήσει τα πάντα για το «SmalI Axe», μια ανθολογία 5 ταινιών που ετοίμασε για το BBC, και η οποία θα προβληθεί στην Ελλάδα αποκλειστικά από την Cosmote TV. Καθώς μιλάει διακρίνεις την προσμονή, τον ενθουσιασμό, αλλά και την ανακούφιση που νιώθει ένας άνθρωπος ο οποίος έχει ολοκληρώσει κάτι μεγάλο. Διότι όσο και να μοιάζει παράξενο για τον σκηνοθέτη που παρέδωσε μία από τις πιο καίριες κινηματογραφικά πολιτικές ταινίες των 00s («Hunger»), που μίλησε με ωμό (και ίσως γι’ αυτό ποιητικό) τρόπο για το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων μέσα στον δυτικό καπιταλισμό («Shame»), που κέρδισε Όσκαρ καθώς κατόρθωσε να χωρέσει τη βία και την εξαθλίωση των μαύρων σκλάβων στις φυτείες του αμερικανικού Νότου μέσα σε κάδρα συγκλονιστικής εικαστικής ομορφιάς («12 χρόνια σκλάβος»), το «Small Axe» είναι αυτό διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο του magnum opus στην έως τώρα φιλμογραφία του.
Πρώτα-πρώτα, είναι η έκταση του. Μιλάμε για πέντε ταινίες, οι οποίες καταγράφουν την όχι και τόσο γνωστή ιστορία της κοινότητας της Καραϊβικής στο Λονδίνο κατά τις δεκαετίες του ‘70 και του ’80. Ο ΜακΚουίν δούλευε πάνω στην ιδέα του Small Axe εδώ και 11 χρόνια. «Η ιδέα γεννήθηκε όταν ολοκλήρωσα την πρώτη μου ταινία, το «Hunger» και είχα ως σκοπό να κάνω μια σειρά. Καθώς εξελισσόταν, αντιλήφθηκα ότι οι ιστορίες θα έπρεπε να αυτονομηθούν ως ταινίες, αλλά ταυτόχρονα να ανήκουν και σε ένα ευρύτερο σύνολο», λέει ο ΜακΚουίν. Έπειτά, είναι το περιεχόμενό του αυτής της δουλειάς. Οι ταινίες του «Small Axe» μιλά για τις ζωές όλων εκείνων που νιώθουν ότι περισσεύουν από τα διαγράμματα της οικονομίας και της κοινωνικής ευημερίας, μιλά για τη βία, την αδικία, τις διακρίσεις. Όμως η ματιά του ΜακΚουίν δεν είναι αυτή της καταγγελίας. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με σινεμά διαμαρτυρίας. Το Small Axe είναι ένα love letter για όλη την κουλτούρα και την ιστορία της μαύρη κοινότητας: οι οικογενειακές σχέσεις, οι φιλίες, οι έρωτες, οι πολιτικοί αγώνες, η μουσική και φυσικά η γαστρονομία. Όπως το περιέγραψε ο ίδιος, δίνοντας άθελά του μια περιγραφή του τι σημαίνει ένα magnum opus για έναν καλλιτέχνη: «Το “Small Axe” είναι ένα ταξίδι σε όσα έχουν διαμορφώσει την ταυτότητα μου σήμερα, το ποιος είμαι τώρα».
Το ερώτημα μάλλον προκύπτει αβίαστα: αποκτά το “Small Axe” νέες αναγνώσεις ύστερα από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και το κίνημα Black Lives Matter; Ένα ερώτημα όχι αυθαίρετο καθώς δύο από τις ταινίες, το «Mangrove» και το «Lovers Rock» είναι αφιερωμένες στον δολοφονημένο Αφροαμερικανό, αλλά και σε όλα τους μαύρους που έχουν δολοφονηθεί παντού στον κόσμο εξαιτίας του χρώματος του δέρματός τους. Είναι σημαντικό για ένα καλλιτέχνη, εξηγεί ο ΜακΚουίν, να εξελίσσει μέσω της δουλειά του τον διάλογο σχετικά με τα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, να το πηγαίνει έστω και ένα βήμα πιο μπροστά.
Από τις πέντε ταινίες που συναποτελούν την ανθολογία, οι τέσσερις αναφέρονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία όμως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά. Οι λόγοι για αυτό είναι μάλλον προφανείς -πρόκειται για ιστορίες που δεν γίνονται ορατές στον κυρίαρχο λόγο. Άλλωστε, για να μιλήσεις για τον ρατσισμό στη Βρετανία δεν αρκεί μόνο να αναφέρεις συγκεκριμένα περιστατικά. «Είναι κάτι πέρα από αυτό, είναι μια υπόρρητη αίσθηση που βιώνεις. Αν έπρεπε όμως να το κάνω πιο συγκεκριμένο, θα έλεγα ότι από πολύ μικρή ηλικία αντιλαμβάνεσαι ότι θα πρέπει να έρχεσαι πολύ συχνά αντιμέτωπος με ερωτήσεις, όπως “ποιος;”, “πού;”, “πότε;”, “πώς”, “γιατί”», εξηγεί ο ΜακΚουίν.
Υπάρχουν όμως και οι λιγότερο προφανείς λόγοι. Για παράδειγμα, το «Mangrove», η πρώτη ταινία της ανθολογίας, πήρε το όνομά της από το ιστορικό εστιατόριο «Mangrove» και έχει στον επίκεντρο της την ιστορική υπόθεση των «Mangrove Νine». Εννέα μαύροι ακτιβιστές οδηγήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας με την κατηγόρια της πρόκλησης επεισοδίων κατά των αστυνομικών δυνάμεων. Η αθώωση τους δημιούργησε το πρώτο δεδικασμένο για τη ρατσιστική συμπεριφορά της Αστυνομίας απέναντι στις μειονότητες. Κι όμως «ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα για αυτά. Ακόμα και μέσα στη μαύρη κοινότητα, τα γνωρίζουν μερικοί -όχι όλοι», σημειώνει ο ΜακΚουίν και προσθέτει: «Πολλοί από τους 9 δεν μιλούσαν για αυτό μέχρι πρόσφατα διότι έπασχαν από μετα-τραυματικό στρες λόγω των συνεχών διώξεων και συλλήψεων από τις Αρχές».
Το Mangove αποτέλεσε ένα ιστορικό τοπόσημο για την μαύρη κοινότητα του Λονδίνου καθώς εκεί τα μέλη της έβρισκαν ένα μέρος όπου μπορούσαν να νιώθουν περήφανοι για αυτό που είναι. Τα αχνιστά πιάτα με κοτόπουλο και ρύζι δημιουργούσαν ένα αόρατο νήμα που ένωνε τα γέλια, τις ανησυχίες και τους καημούς του τελευταίου μαύρου εργάτη με εκείνους της Νίνα Σιμίν και του Μπομπ Μάρλεϊ που ήταν ανάμεσα στους τακτικούς πελάτες.
Ο ΜακΚουίν έτυχε να μάθει αυτήν την ιστορία σε οικογενειακές μαζώξεις επειδή ο πατέρας του ήταν φίλος με έναν από τους κατηγορούμενους. «Οι άνθρωποι δεν ήταν απλώς οι ήρωες της κοινότητας, μιας γειτονίας, αλλά ότι ήταν εθνικοί ήρωες. Ήταν Βρετανοί πολίτες που αντιστάθηκαν απέναντι σε μια διεφθαρμένη αστυνομία, οι διασυνδέσεις και η εξουσία της οποίας έφταναν μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο», δηλώνει.
Η ιστορία όμως που αφηγείται ο ίδιος πηγαίνει πολύ πέρα από αυτά, κινείται ανάμεσα στα γεγονότα, δίνει χώρο στα συναισθήματα, στις ιδιωτικές συζητήσεις, στα αυτοσχέδια πάρτι. Η δίκη ξεκινά τον Αύγουστο του 1970, τα swinging 60’s έχουν ξεθυμάνει και μάλλον δεν αφορούσαν τη μαύρη κοινότητα, και εμείς βλέπουμε μέσα από το 35άρι φιλμ ένα Λονδίνο μισαλλόδοξο και πνευματικά σκοτεινό, βγαλμένο από το πιο βαρετό απόγευμα Κυριακής. Στο «Mangrove» δεσπόζει η ερμηνεία του Σον Παρκς που υποδύεται τον Φρανκ Κριτσλοου, τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. «Για μένα είναι σαν τον Αλ Πατσίνο -δεν χρειάζεται να μιλήσει πολύ ώστε να πει πολλά», σχολιάζει ο ΜακΚουίν. «Για χρόνια δεν ήταν γνωστός ηθοποιός, δεν τον εμπιστεύονταν και από ένα σημείο και μετά δεν εμπιστευόταν και ο ίδιος τον εαυτό του».
Λίγο αργότερα, με αφορμή μια ερώτηση σχετικά με το απόλαυσε περισσότερο όλο αυτόν τον καιρό που δούλευε πάνω στο «Small Axe», μάλλον αποκάλυψε πώς δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να αποκαλυφθεί αυτή τη η ερμηνεία, αλλα οι ερμηνείες του υπόλοιπου δυνατού cast (Λετίτια Ράιτ Wright (Black Panther), Μάλατσι Κίρμπι (Roots), Ροσέντα Σαντάλ, Γκέρσουιν Εουστάς (I May Destroy You) κ..α.). «Το BBC με εμπιστεύτηκε απόλυτα και δεν είχα παραγωγούς να τσακώνονται πάνω από το κεφάλι μου. Ήταν τρομερή ελευθερία όλο αυτό και έτσι είχαν κατ’ επέκταση κι όλοι οι συνεργάτες μου. Ξέρεις, το να βρίσκεσαι απλώς σε θέση ευθύνης δεν σημαίνει κάτι. Αυτό που είναι συναρπαστικό είναι να βρίσκεσαι σε θέση ευθύνης ώστε να μπορείς να δίνεις στους άλλους ευκαιρίες».
Η μόνη ταινία που δεν αναφέρεται σε αληθινά πρόσωπα είναι το μαγευτικό, ρωμαλέο και ηδονιστικό «Lovers Rock», που μας μυεί στον κόσμο των blues parties, των αυτοσχέδιων, σπιτικών πάρτι που οργάνωναν οι μαύροι του Λονδίνου μέσα από μια ιστορία αγάπης, στην οποιά λάμπει ο Μάικλ Γουαρντ (Top Boy) μαζί με την πρωτοεμφανιζόμενη Αμάρα-Τζέι Σεντ Όουμπιν. «Η ταινία μπορεί να μην στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα, έχει βασίζεται σε αληθινές εμπειρίες», εξηγεί ο ΜακΚουίν. «Οι γονείς μου πήγαιναν σε blues parties, όπως πήγαινα και εγώ καθώς μεγάλωνα. Γιατί πηγαίναμε εκεί; Διότι ως μαύροι δεν ήμασταν ευπρόσδεκτοι στα club όπου σύχναζαν οι λευκοί». Αυτά τα πάρτι ήταν ο κόσμος στον οποίο χωρούσαν. «Περνούσες μία ολόκληρη εβδομάδα κάνοντας μια δουλειά που μισούσες, θα αντιμετώπιζες ρατσισμό, αλλά ήξερες ότι έχεις το Σάββατο». Όχι απρόσμενα, λίγα χρόνια μετά, όταν πλέον η πολιτική της Θάτσερ σάρωνε τα πάντα, το ίδιο αίσθημα εγκλωβισμού ένιωθαν και τα παιδιά της λευκής εργατικής τάξης και βρήκαν διέξοδο στα τέκνο πάρτι στα βρετανικά λιβάδια. «Είναι χαρακτηριστική η τελευταία σκηνή της ταινίας, με τα αγόρια να κάνουν skaking», λέει ο σκηνοθέτης, «ένιωθαν ελεύθεροι εκείνη τη στιγμή».
Η μουσική αναδεικνύεται στο κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της φυλετικής ταυτότητας, ενώ η σωματική της επιτέλεση κινηματογραφείται με μαεστρία. Πριν τη σκηνή του τέλους, υπάρχει και μία ακόμα, όταν ακούγεται το “Silly Games”. Είναι κρίμα να κάνουμε το παραμικρό spoiler έτσι ώστε να χάσεις την ευκαιρία να νιώσεις τη μαγεία της από πρώτο χέρι. Παρόλα αυτά και καθώς μπορείς να ακούς το “Silly Games” ακριβώς από επάνω, δεν βλάπτει λίγο backstory δια στόματος ΜακΚουίν: «Είμαι σκηνοθέτης επομένως φροντίζω όλη η δουλειά να γίνεται πριν φτάσουμε στο γύρισμα. Έτσι είχαμε δουλέψει και για εκείνη τη σκηνή. Όταν όμως αρχίσαμε να γυρνάμε, τότε βρέθηκα να είμαι εγώ ο επισκέπτης, ο “ξένος” σε ένα περιβάλλον που είχα δημιουργήσει ο ίδιος. Ό,τι συνέβη προέκυψε χωρίς να το έχουμε σχεδιάσει και είμαι ευτυχής που έγινε. Η τέχνη γεννιέται όταν αφήνεσαι ή, για να μείνω στη συγκεκριμένη σκηνή, όταν εγώ φεύγω από τη μέση».
Μια κουβέντα για μια ανθολογία ταινιών οι οποίες γυρίστηκαν για την τηλεόραση, για μια μικρή οθόνη, και θα προβληθούν στις συνθήκες της πανδημίας, με τους κινηματογράφους σε πολλές χώρες είτε να είναι κλειστοί είτε να υπολειτουργούν και το streaming να ζει μέρες δόξες, αναπόφευκτα ανοίγει και τη συζήτηση για το μέλλον του σινεμά. Ο ΜακΚουίν δείχνει αισιόδοξος και βέβαιος ότι οι αίθουσες όχι απλώς θα γεμίσουν ξανά, αλλά θα κατακλυστούν από τον κόσμο που τόσο καιρό δεν μπορεί να τις επισκεφθεί. «Το σινεμά δεν θα πεθάνει ποτέ». Για τον ίδιο η εμπειρία της κοινής παρακολούθησης μέσα στην σκοτεινή αίθουσα φτάνει πολύ πολύ πίσω, στις αρχές του ανθρώπινου γένους, τότε που μαζευόμασταν γύρω από μια φωτιά για να πούμε και να ακούσουμε ιστορίες. «Μας αρέσει να ανήκουμε σε μια κοινότητα που απολαμβάνει να μοιράζεται ιστορίες».
Αν κάτι σού μένει από την εμπειρία της παρακολούθησης σου «Small Axe» είναι αυτό: χτίζουμε τον κόσμο που μας χωράει μέσα από τις ιστορίες που μοιραζόμαστε, που περνούν από στόμα σε στόμα, από βιβλία, από ταινίες και από τραγούδια. Γινόμαστε πιο δυνατοί όταν οι ιστορίες αυτές γίνονται βίωμά μας.
Αυτή η μετάβαση από την ιστορική πληροφορία στην πολιτική εμπειρία είναι που κάνει το «Small Axe» ένα πραγματικά μεγάλο έργο.
Η ανθολογία του Small Axe θα προβάλλεται από τις 16/11 στο COSMOTE TV PLUS. Κάθε Δεύτερα θα ανεβαίνει και μία από τις 5 ταινίες της ανθολογίας.