Ήμουν στο λύκειο, η σχέση της Ελλάδας με το ίντερνετ ήταν ακόμη στα ραντεβού, το Facebook είχε μόλις γεννηθεί (κι άρα δεν είχα προλάβει να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι στα μέρη μας). Ακόμα τότε, για να μπούμε σ’ ένα site γράφαμε “www”, κι ακριβώς εκείνη την περίοδο ήρθε ένα κανάλι της ελληνικής τηλεόρασης να πει αθώα μα τσαχπίνικα: “Μπείτε στο www… και ψηφίστε τους 100 Μεγαλύτερους Έλληνες“. Πιασάρικο;
Πολύ! Μα όχι για τους ίδιους τους “μεγάλους Έλληνες”, όσο γιατί εκείνη η ηλεκτρονική κάλπη έμελλε να γεννήσει μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους ψηφοφόρους. Προτού να “σπάσουν τα νερά” της κάλπης ωστόσο, είχε ξεκινήσει μια συζήτηση που κατάφερε γρήγορα-γρήγορα να σπάσει την εμπιστοσύνη μου στη λογική των γύρω. Το θέμα της; “Ποιος θα ‘ναι ο πρώτος, ο πιο σπουδαίος Έλληνας;”. Και υποψήφιοι;
Ο Μεγαλέξανδρος, ο Σωκράτης, κι ο Γεώργιος Παπανικολάου: ένας στρατηλάτης, ένας φιλόσοφος κι ένας γιατρός!
Λοιπόν, τ’ αποτελέσματα βγάλανε πρώτο τον Αλέξανδρο, τον Παπανικολάου δεύτερο, κι έπειτα Κολοκοτρώνη, Καραμανλή (!), πέμπτο μόλις το Σωκράτη (κι έχει να πει πολλά αυτό για την πραγματική θέση της φιλοσοφίας στην καρδούλα του νεοέλληνα). Ωστόσο, όπως έχω ήδη γράψει, εμένα η λογική μου πληγώθηκε θανάσιμα ήδη από τη συζήτηση, πριν καν τ’ αποτελέσματα. Μα ήταν δυνατόν;
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Την ελληνική μυθολογία την αγαπούσα σχεδόν απ’ όταν έμαθα να λέω λέξεις. Πέρασα χρόνια να μαγεύομαι διαβάζοντας για τον Τρωικό Πόλεμο, κι ύστερα ήρθε η ιστορία: οι Περσικοί, οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου – ο Γρανικός, τα Γαυγάμηλα, η Ισσός. Κι έπειτα ο Σωκράτης, και ο Πλάτωνας, κι ο Αριστοτέλης – με παιδικά βιβλία μπήκα στον τζόγο να τους μάθω (έστω πρωτόλεια κι απλοϊκά) από μικρός. Ήταν οι ήρωές μου οι παιδικοί, όμως αυτό δεν μου απαγόρευε μια σκέψη τόσο απλή και τόσο εύκολη: Ο στρατηλάτης αφαιρεί ζωές από τον κόσμο. Κι ο φιλόσοφος για να φιλοσοφήσει, πρέπει να ζει. Κι αφού η ζωή είναι το πρώτο και το κύριο, το αναγκαίο για όλα τ’ άλλα που ‘χουν καταφέρει οι άνθρωποι…
…όχι! Ο πιο μεγάλος Έλληνας δεν γίνεται να είναι ούτε φιλόσοφος, ούτε και στρατηλάτης!
Όχι όταν ο Γιώργος απ’ την Κύμη σπούδασε γιατρός. Πήγε στη Νέα Υόρκη, έγινε για λίγο δημοσιογράφος σ’ ελληνική εφημερίδα, ύστερα ερευνητής στο Κολούμπια και στο Κορνέλ καθηγητής. Κι έπειτα… Έπειτα έκανε μιαν ανακάλυψη. Αυτό το “Τεστ-Παπ” που αν είσαι γυναίκα το κάνεις κάθε τόσο, κι αν είσαι άντρας σίγουρα το ξέρεις. Όλοι το ξέρουν. Και το ξέρουν γιατί αυτό το τεστ σώζει. Έσωσε τη μάνα σου, την αδερφή σου, τη γυναίκα σου ή κι εσένα. Άνθρωποι χαίρονται τον ήλιο, κάνουν οικογένειες, παρέες, γελάνε, συζητούν, φιλοσοφούν, γιατί μπορούν! Κι αν δεν υπήρχε αυτός ο τύπος, αυτός που κάποτε τον έβλεπες φωτοτυπία στο δεκαχίλιαρο, δεν θα μπορούσαν. Είναι τόσο απλό. Είναι τόσο σημαντικός!
Πώς γίνεται λοιπόν να μην αναρωτιέμαι; Τριάντα έφτασα κι ακόμα δεν καταλαβαίνω: πώς στην ευχή μπορεί κι υπάρχει έστω η συζήτηση; Αν σήμερα βρεθεί ένας άγιος να θεραπεύσει τον καρκίνο, είναι στ’ αλήθεια δυνατό να μην είναι αυτός ο πιο σπουδαίος άνθρωπος του 21ου αιώνα; Είναι στ’ αλήθεια δυνατό να χάσει απ’ τον Ουμπέρτο Έκο, ή απ’ το Νόαμ Τσόμσκι; Τιτάνες, άπιαστοι διανοητές, οι ήρωές μου σήμερα, όμως θ’ αντάλλαζα χωρίς σκέψη τα λόγια τους για τη ζωή μια γυναίκας που αγαπάω. Ποιος δεν θα το ‘κανε; Κι ωστόσο…
…αν σήμερα ρωτήσεις: “ο πιο σπουδαίος Έλληνας”, πόσων θα πάει το μυαλό στον Παπανικολάου;
Δεν είναι θέμα σύγκρισης, ούτε έχει ανάγκη η μνήμη του τέτοια πρωτεία. Έχει όμως μεγάλη ανάγκη μια κοινωνία να ξέρει τι ψάχνει, τι θέλει, για τι αγωνίζεται, ποιες είναι οι αρχές και οι αξίες της. Και στην Ελλάδα ακόμα σήμερα, λέμε “ζωή” μα ψάχνουμε για “δόξα”. Κι η δόξα μας θέλει ανταγωνισμό, δεν της αρκεί να ‘ναι σπουδαία, θέλει να ‘ναι καλύτερη απ’ των άλλων. Είναι το παραλήρημα του μεγαλείου κι η ανάγκη αυτή γι’ ανταγωνισμό που μηδενίζουν το Σπινόζα ή τον Τζον Λοκ, γιατί “καλοί, μα το Σωκράτη δεν τον φτάνουν!”. Που προσπερνούν το θέατρο του Σαίξπηρ και του Ντάριο Φο, αφού “δεν είναι πια και Σοφοκλής, ούτε Αριστοφάνης”. Και στο φινάλε, κάνουν τα στήθη να φουσκώνουν υπερήφανα στη σκέψη πως: “Ο Μεγαλέξανδρος κατέκτησε τον κόσμο!”. Με τη φωτιά; Με το μαχαίρι; Ας όψεται! Έτσι γινόταν τότε.
Κι όντως, έτσι γινόταν. Δεν είναι σωστό να κρίνεις το χθες με τα κριτήρια του σήμερα. Στη μεγάλη σούμα όμως, πώς να το κάνουμε; Όταν συγκρίνεις ζωή με θάνατο, δεν έχουν σημασία τα κριτήρια. Πάντα η ζωή (θα πρέπει να) κερδίζει. Κι υπήρξε κάποτε ένας Έλληνας που χάρισε ζωή σ’ όλο τον κόσμο. Μα στην ελληνική μας ζυγαριά, ή ταν ή επί τας: ένα σπαθί γεμάτο μ’ αίμα “ξένο”, ζυγίζει ακόμα, πιο βαριά από ‘να μικροσκόπιο. Και πάντα θα ζυγίζει αν δεν αλλάξουμε σταθμά και μέτρα, μόνοι μας…