Το ξεκαθαρίζω εξ αρχής για να μην έχουμε μπελάδες: δεν συμμερίζομαι τις παρακάτω απόψεις, μα ούτε και τις απορρίπτω. Προβληματίζομαι μονάχα…
Μεγαλώνεις στην Ελλάδα και σ’ αρέσει να διαβάζεις; Τότε σίγουρα θα περάσουν απ’ τα χέρια σου εξώφυλλα με μια βαριά υπογραφή, γεμάτη. “Νίκος Καζαντζάκης”. Κι άμα τ’ ανοίξεις τα εξώφυλλα κι αρχίσεις να διαβάζεις, το παραδέχεσαι χωρίς μεγάλη δυσκολία: Μεγάλος Συγγραφέας.
Κι αν δηλαδή εμπιστευτείς και την κοινή γνώμη των γραμμάτων, τότε δεν είναι απλά μεγάλος. Είναι Ο ΠΙΟ μεγάλος συγγραφέας της σύγχρονης Ελλάδας. Ο μόνος για τον οποίο νιώθουμε ότι “μας κλέψανε” που δεν του δώσανε ποτέ το Νόμπελ. Ο άνθρωπος που τον πολέμησε η εποχή του, ο λογοτέχνης που τον πολέμησαν (από ζήλια ίσως) οι “συνάδελφοί” του, η πιστός που τον πολέμησε η εκκλησία. Ένας μάστορας της γλώσσας κι ένας κοσμοπολίτης των βιβλίων – το όνομα που όλη η Ελλάδα έχει για συγγραφικό φάρο.
Όλη η Ελλάδα;
Όχι ακριβώς όλη. Υπήρξαν άνθρωποι της εποχής μας, που δεν τον θεωρούσαν καν μεγάλο.
Θα μου πεις, σιγά! Ο καθένας μπορεί να λέει ο,τι θέλει για τους κορυφαίους. Όμως αυτοί που στάθηκαν απέναντι στο Νίκο Καζαντζάκη δεν είναι “καθένας”. Θα σου μιλήσω σήμερα λοιπόν για τρεις ανθρώπους σύγχρονους, διαβασμένους, για δυο μεγάλους δάσκαλους και μια λογοτέχνη δυνατή και σπουδαία, που το ‘λεγαν ξεκάθαρα: ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ήτανε μεγάλος. Και το ‘λεγαν σ’ ένα χθες σημερινό, όταν κανείς δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του λογοτέχνη!
Πρώτος λοιπόν, ο μέγας δάσκαλος…
…ο Δημήτρης Λιαντίνης!
Για το Λιαντίνη λοιπόν μπορείς να πεις πολλά. Για τα βιβλία του, για τη ζωή του, και για τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε (;) να την αφήσει. Αυτό που δεν μπορείς να του αρνηθείς με τίποτα ωστόσο, είναι πως ο Λιαντίνης ήταν διαβασμένος και πάντα του είχε επιχειρήματα. Για τον Καζαντζάκη λοιπόν, ο δάσκαλος Λιαντίνης λέει καλά πράγματα. Τον παραδέχεται ως ένα μορφωμένο άνθρωπο, πολυταξιδεμένο, έναν άνθρωπο που είχε προβληματισμούς μεγάλους κι έγραψε ωραία πράγματα. Αλλά.
“Πρώτον” λέει ο Λιαντίνης, “ο Καζαντζάκης πέρασε από διάφορα ρεύματα αλλά δεν γέννησε ποτέ τίποτα δικό του, ατόφιο, γνήσιο, είναι ένας μιμητής που επεξεργάστηκε παλιές ιδέες. Δεν μας έφερε τίποτα καινούριο, έφερε απλώς στην ελληνική λογοτεχνία ιδέες από ξένους πολιτισμούς“. Και συνεχίζει ο καθηγητής λέγοντας: “…όταν ήμουνα νέος διάβαζα τους Αδελφοφάδες, και διάβασα εκεί μερικούς ωραίους στίχους: Ο θάνατος τριγυρνάει στο νου μου σήμερα και μοιάζω με τον άρρωστο που ξαναβρίσκει την υγειά του… Τι ωραίους στίχους έγραψε, σκέφτηκα. Μήνες μετά διάβασα την Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, του Will Durant. Κι εκεί βλέπω μια μετάφραση απ’ το βιβλίο των νεκρών της Αιγύπτου: Ο θάνατος τριγυρνάει στο νου μου σήμερα και μοιάζω με τον άρρωστο που… Ε, τον άτιμο λέω! Κλοπή κυριολεκτική, καθαρή αντιγραφή αλλά ούτε και αναφορά“.
Τέτοια πράγματα έχει κάνει πολλά (ο Καζαντζάκης), λέει ο καθηγητής. Και κλείνει: “Καζαντζάκη πρέπει να διαβάσει κανείς, είναι ένας εξαίρετος παραμυθάς, είναι ωραίος, με ωραία γλώσσα. Αλλά διαβάζεται πια ως τα 22-23, όταν είναι κανείς νέος κι ενθουσιώδης. Όταν γίνεις επαρκής αναγνώστης δεν βλέπεις να σου δίνει τίποτα“.
Κι όλα αυτά για να καταλήξει ο Λιαντίνης πως, ο Νίκος Καζαντζάκης είναι καλός, είναι άξιος, αλλά ΔΕΝ είναι μεγάλος συγγραφέας.
Υπήρξε όμως και μια κρίση λίγο πιο αιχμηρή, πιο κάθετη απ’ τη μετρημένη του Λιαντίνη. Ήταν…
…ο Ρένος Αποστολίδης!
Αμφιλεγόμενη φιγούρα, κάθετος άνθρωπος, για άλλους γραφικός και γι’ άλλους (ανάμεσά τους κι η Μαλβίνα) σπουδαίος στοχαστής. Ωστόσο, ένας κριτικός, ένας άνθρωπος των βιβλίων με γνώση και μ’ εκτόπισμα. Ο Ρένος λοιπόν, είναι πιο ξεκάθαρος, λιγότερο μεσοβέζικος ως προς τον Καζαντζάκη.
“Όταν μεγαλοπιάνεσαι γενικά κάνεις εντύπωση καλή. Ο Καζαντζάκης με Βούδα, με Χριστό, με Φραγκίσκο της Ασίζης συζητάει. Από πού κι ως πού; Με ποιο βάρος;“
Και συνεχίζει ακόμα πιο αιχμηρά (μα ποιος μπορεί με ευκολία να πει πως είναι άδικα όσα λέει;): “Είχε (ο Καζαντζάκης) τη μανία ν’ ανακατώνει όλα τα μεγάλα θέματα στα βιβλία του, κι όταν δεν υπάρχει μόρφωση – όπως δεν υπάρχει στο πολύ ελληνικό κοινό – όταν κάποιος μεγαλοπιάνεται, το αγράμματο κοινό αυτά τα εκτιμά. (…) Όταν το κοινό δεν έχει διαβάσει τον ίδιο το Νίτσε, διαβάζοντας τον κακό μιμητή Καζαντζάκη, την παθαίνει και δημιουργεί μια εκτίμηση της οποία δεν είναι άξιος, ο Καζαντζάκης“.
Κι όταν καλείται να δώσει απάντηση για την παγκόσμια προβολή και τη μετάφραση των έργων του συγγραφέα σε τόσες γλώσσες, λέει: “Αποτέλεσμα των ενεργειών του. Υπήρξε υπουργός παιδεία για ένα δίμηνο το ’46, κι από κει μεταπήδησε, διευθυντής στο τμήμα μεταφράσεων της Ουνέσκο. Δικές του εντολές ήταν οι μεταφράσεις…“.
Κι έπειτα, τρίτη…
…η Λιλή Ζωγράφου!
Σκληρά τα λόγια της, πιο σκληρά κι απ’ του Ρένου ίσως, αφού η “Συβαρίτισσα” τα βάζει με τον ίδιο το συγγραφέα που οδηγεί τους ήρωές του.
“Ήταν λοιπόν ουτοπιστής και δονκιχωτικός, ακριβώς γιατί ήταν και δειλός και μανιακός φιλόδοξος. Και όλ’ αυτά πάλι ξεκινούσαν από ένα μικρό παράπονο, καθώς ένιωθε τον εαυτό του πεταγμένο έξω από τις τάξεις της ζωής… Αυτός ήταν ο Καζαντζάκης: ένας εγωκεντρικός” γράφει στο βιβλίο της “Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός”. Κι ακόμα λέει στην τελευταία της συνέντευξη: “Επέβαλλε στους ήρωές του να μην έχουνε σεξουαλική επαφή με τις γυναίκες. Κανένα δεν άφησε ποτέ να πηδήξει“.
Το βιβλίο της ξεσήκωσε θύελλα στην τότε Ελλάδα, υπήρξαν όμως και άνθρωποι (η πρώτη σύζυγος του λογοτέχνη, η Γαλάτεια, αλλά κι ο Γεώργιος Παπανδρέου που τον γνώριζε προσωπικά) οι οποίοι το χειροκρότησαν.
Και τελικά;
Ε, τελικά τι; Το ‘γραψα απ’ την αρχή, δεν έχω απάντηση, απλώς προβληματίζομαι. Κι αν έγραψα όσα έγραψα σήμερα, αυτός είναι ο σκοπός: να προβληματιστείς κι εσύ. Μπορεί ο Λιαντίνης, κι ο Ρένος, κι η Λιλή, να ‘χουν άδικο. Ή ίσως να ‘χουν δίκιο, απόλυτο δίκιο ή κάποιο δίκιο. Ο Καζαντζάκης θα ‘ναι πάντα ένας άξιος συγγραφέας της Ελλάδας. Κι αν είναι όντως τόσο άξιος όσο πιστεύουμε, τότε δεν έχει να φοβάται απ’ τον προβληματισμό κανενός πάνω στ’ όνομά του. Κι αν έχει να φοβάται, πάει να πει ότι δεν είναι.
Τα συμπεράσματα λοιπόν, δικά σου και του καθενός ξεχωριστά.