Έχω φάει κοψίδια στη μισή υφήλιο. Ελλάδα, Τουρκία, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Αμερική, Ισπανία και πάρε και βάλε και δώσε. Δεν είναι δική μας εφεύρεση η θράκα, παντού την έχουνε. Και παντού την τιμούν και την δουλεύουνε. Από το πιο ταπεινό σουβλατζίδικο της εθνικής οδού ως το τριάστερο Μισελέν εστιατόριο, σε όλα παίζει το κρεατικό. Το θέλει ο κοσμάκης, το ζητάει και το απολαμβάνει. Κι άσε τον Μοrrissey να τραγουδάει “Meat is Murder” ο καθένας τη δουλειά του αφεντικό.
Έχω φάει λοιπόν κοψίδι στα Βλάχικα της Βάρης (και δεν εντυπωσιάστηκα), έχω φάει κοψίδι στα «Σκαλάκια» των Ιλισίων (αξίζουν τον κόπο), έχω φάει κοψίδι στην «Αλεξάνδρα» στους Αμπελόκηπους (από τη φάρμα του Δημήτρη Δήμου, να κλαις), έχω φάει μπιστέκα Φιορεντίνα στη Ρώμη (κουκλάρα σου λέω), έχω φάει μπριζολίδι στο “Avenue” στο Παρίσι (έλιωνε στο στόμα και στη συνείδηση), έχω φάει παντσετάρα στον Αύλωνα στη Μυτιλήνη (κορόϊδο είμαι να φάω ψάρι δίπλα στη θάλασσα;), έχω φάει κάτι μαλακίες στη Ρωσία που ούτε θέλω να τις θυμάμαι (δεν τις θυμάμαι!), στην Αγγλία να δεις τι έχω τραβήξει (γαμωσταυρίδια και βάλε), εντάξει στην Τουρκία το δουλεύουν πρίμα το κεμπάπ (να κλαις) και στη Γερμανία το χοιρινό κότσι σε κάνει να κουτουλάς (μόνο που είναι φούρνου), αλλά άμα δεν φας κρέατα στην Αμερική δεν έχεις φάει πουθενά.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα ταξιδέψει Νέα Υόρκη και με πήγε ο θείος μου ο Νικ σε ένα συνοικιακό χασάπικο να αγοράσουμε μπριζόλες για το σπίτι και έβγαλε ο χασάπης έναν μπόγο σχεδόν μαύρο απ’ το ψυγείο κι έκλασα εγώ γιατί είχα συνηθίσει τα δικά μας κρέατα που αχνίζουν ακόμη όταν στα κόβει ο μάστορας και παραλίγο να βάλω φωνή. Ύστερα όμως κατάλαβα τι πράγμα ήταν αυτό και τι σημαίνει να ωριμάζει το κοψίδι, το βοδινό βεβαίως, που δίνει και την καλύτερη γεύση και έχει πλούτο μέγιστο, δεν είναι φλαταδούρα σαν το δόλιο το μοσχαράκι που ακόμη βυζαίνει τη μαμά. Σκληρό το βόδι, δεν λέω, αλλά άμα σιτέψει έρχεται και γίνεται λουκούμι. Να τρώει η μάνα, να χαίρεται, να κοιτάει το παιδί και να του λέει «από του χρόνου εσύ». Ούτε η Τατιάνα τέτοια αναλγησία.
Και βεβαίως ο καθένας έχει το δικό του αγαπημένο κοψιδάδικο στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού. Το δικό μου ήταν το “Ben Benson’s” στη Νέα Υόρκη, αλλά έκλεισε πριν από πέντε χρόνια και αναγκαστικά έψαξα γι’ αλλού. Και κατόπιν ερεύνης κατέληξα στο “Smith and Wolensky“, έναν ναό της κρεατικής απόλαυσης, που δεν σε αφήνει ποτέ παραπονεμένο. Με τις μπριζόλες να μοιάζουν καρβουνιασμένες απέξω, λες και τις έχει επισκεφθεί το φλογοβόλο, να τις βλέπεις και να αναρωτιέσαι «εγώ αυτό το πράγμα θα το βάλω στο στόμα μου;»
Ε ναι, θα το βάλεις και θα το ευχαριστηθείς. Γιατί το μέσα δεν είναι ούτε πετσιασμένο, ούτε γκαγκανιασμένο. Είναι ένα θεσπέσιο ροζουλί, που το κόβεις άμα θες και με το νύχι το πρόστυχο (άμα έχεις νύχι πρόστυχο) και ούτε αλάτι δεν θέλει. Είναι μια γεύση που σε εντυπωσιάζει κάθε φορά, που μοιάζει να προέρχεται απ’ τα έγκατα της γης, που σε κάνει να αισθάνεσαι ελαφρώς πρωτόγονος ράϊτ θρου με προβιά, που σε φέρνει σε επαφή με το σκοτεινό υποσυνείδητο του κανίβαλου πολεμιστή, που σε κάνει να πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός, κάποιος Θεός τέλος πάντων.
Και κοστίζει ένα σκασμό λεφτά φυσικά, εξήντα δολλάρια η μία η μπριζόλα, κι άμα σ’ αρέσει. Αλλά δεν το μετανιώνεις, ούτε μία στιγμή, ούτε μία μπουκιά. Αρκεί να μην είσαι βέγκαν βεβαίως, οπότε θα αρκεστείς σε ένα “Mixed Green Salad”, κοιτώντας με μίσος τους γύρω σου…