Η αλήθεια είναι πως από τότε που έπιασα δουλειά στο Provocateur, δεν χάνω την ευκαιρία να ξεφτιλίσω την αφεντιά μου μέσα από τα άρθρα μου. Για τις αντιδράσεις μου κάθε που χτυπάει ο εγκέλαδος έχω γράψει. Με την καθεστηκυία τάξη που λατρεύει τη φέτα, τα έχω βάλει. Ότι με ψήνει το διαδικτυακό στοίχημα, το έχω δημοσιοποιήσει. Για το γεγονός ότι χρειάζομαι manual για να αλλάξω λάμπα; Το έχω γράψει κι αυτό.
Η Λώρα δεν με χώρισε. Οι φίλοι μου, μου μιλάνε ακόμα. Οι γονείς μου, στέκουν ακόμα δίπλα μου. Τη θέση στο γραφείο την έχω κρατήσει. Τίποτα, επομένως, δεν με εμποδίζει από το να δώσω συνέχεια στην «αυτομαστίγωση μέσω πληκτρολογίου» την οποία έχω ξεκινήσει εδώ και έναν χρόνο.
Σήμερα, λοιπόν, γνωρίζοντας πως θα βρω μυριάδες ομοιοπαθούντες εκεί έξω (κι άλλους τόσους επικριτές), θα γράψω για μία από τις μεγαλύτερες μου φοβίες. Την κατσαριδοφοβία…
ΠΡΟΣΟΧΗ! ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΣΚΛΗΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
H κατσαρίδα πιάνει 10 βαθμούς της κλίμακας MEGA (μονάδα μέτρησης τρομολαγνείας). Και μόνο που έγραψα το ουσιαστικό αυτό, έξυσα το χέρι μου γιατί ένιωσα σχεδόν τις κεραίες της να βγαίνουν από την οθόνη και να με ακουμπάνε. Να φανταστείτε, για τις φωτογραφίες και τα GIFs του κειμένου, χρειάστηκε να επιστρατεύσω τον ατρόμητο Μπόβολο, ο οποίος αφού με κοίταξε χλευαστικά, άρχισε να ψάχνει στο Google images για το επαχθές έντομο του Σατανά. «Στις βρήκα, ρε χέστη», μου είπε και αμέσως μετά πήγα να ανοίξω το παράθυρο για να αεριστεί το δωμάτιο από την τεστοστερόνη του που είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα.
Θα σας γυρίσω απότομα 12 χρόνια πίσω. Ένα κατάμαυρο καλοκαίρι απλωνόταν μπροστά μου. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το εξοχικό είχε γεμίσει κατσαρίδες κι εγώ ήμουν αναγκασμένος να σκοτώνω 5-6 από δαύτες σε καθημερινή βάση. Γιατί εγώ και όχι κάποιος άλλος, θα ρωτήσεις και θα ‘χεις και τα δίκια σου. Η θεία μου είναι γυναίκα και το savoir vivre δεν επιτρέπει να αφήνεις πάνω τους τη δολοφονία κατσαρίδας. Εκείνες τις ημέρες, οι άλλοι δύο «άντρες» του σπιτιού ήταν τα ξαδερφάκια μου ο Νίκος και ο Κωνσταντίνος, 4 και 2 ετών αντίστοιχα. Αν και κατέβαλα φιλότιμες προσπάθειες εκπαιδεύοντάς τους συστηματικά με αντικείμενο την εξολόθρευση του σιχάματος, σε φάση «Νικολάκη, αν σκοτώσεις αυτό το μαύρο, θα σου φτάξω μερέντα», οι μπόμπιρες δεν φάνηκαν αντάξιοι της εμπιστοσύνης μου. Οπότε, ο κλήρος (και η παντόφλα) έμεινε στα χέρια μου…
Τα υπόλοιπα καλοκαίρια της ζωής μου, δεν είχα ποτέ θέμα με κατσαρίδες στο εσωτερικό του σπιτιού. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η φοβία είχε εκλείψει. Αντιθέτως. Βρέθηκα αντιμέτωπός της πάμπολλες φορές και μάλιστα μέσα στην έδρα της: Σε σκοτεινά σοκάκια, δίπλα από υπονόμους και αποχετεύσεις, σε μπαράκια του Κέντρου, σε μπαλκόνια φίλων, στο στρατό. Και δεν μου ήρθε ούτε μία φορά face to face. Πάντα ύπουλα. Πάντα από πίσω. «Τσάτσικα», που λέγαμε και στα μικράτα μας. Όχι ότι αν ερχόταν ποτέ αντρίκεια και από μπροστά και με κοίταζε κατάματα, θα άλλαζε κάτι. Το αποτέλεσμα θα ήταν κάθε, μα κάθε φορά, το ίδιο: Ντίνος-Κατσαρίδα: Διπλό από ημίχρονο. Και με ευκολία.
Όπως τότε:
- 1990, Δημοτικό σχολείο: Διάλειμμα, περπατάω στο διάδρομο. Κοιτάζω τον ώμο μου και βλέπω το γαμίδι να περπατά προς το κεφάλι μου. Στόχος της, πιθανότατα, να μπει από την τρύπα του αυτιού στο εσωτερικό του οργανισμού μου για να μου φάει τα εντόσθια. Την απώθησα με το χέρι. Από τότε, το δεξί μου χέρι αποτελεί ξένο σώμα για το σώμα μου.
- 2002, Σπουδές: Στο Ρέθυμνο. Το οποίο συνεπάγεται, έντονη νυχτερινή ζωή. Κανείς, όμως, δεν με είχε ενημερώσει ότι υπάρχει πιθανότητα έτσι όπως πίνω το ποτό μου, να βλέπω κατσαριδόπουλο να ετοιμάζεται να πιει τζούρα από τη βότκα μου. Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας κάνω αναπαράσταση της κραυγής που έβγαλα. Μπορώ, όμως, να σας πω ότι το τράνταγμά μου είχε ως αποτέλεσμα να σπάσουν 5-6 ποτήρια που βρίσκονταν δίπλα μου στη μπάρα. Η χειρότερη συνέπεια, όμως, ήταν άλλη: Από την ημέρα εκείνη, κάθε που πίνω βότκα βλέπω στο χείλος του ποτηριού κατσαρίδα με μπικίνι να ετοιμάζεται για μακροβούτι.
- 2007, Στρατός: Στέκομαι στην βραδινή αναφορά μαζί με καμιά 50αριά κομάντα. «Τέντα» όλοι, ακούνητοι, ο ΑΥΔΜ για κάποιο λόγο να μας τα χώνει. Εμφανίζεται κατσαριδόνι 5 εκατοστών (με μετριοπαθείς υπολογισμούς) που κατά πάσα πιθανότητα προερχόταν από διασταύρωση με τυραννόσαυρο. Περπατάει πάνω από την αρβύλα μου. Ένα βήμα πριν από τη λιποθυμία, σκέφτομαι πως αν κουνηθώ θα ξεφτιλιστώ σε όλη τη μονάδα κι ενδεχομένως τα νέα μου να φτάσουν μέχρι το ΓΕΕΘΑ. Ψελλίζω από μέσα μου διασκευή Πάτερ Ημών («και διώξε ημίν τας κατσαρίδας από τα πόδια ημών»). Τελικά φεύγει. Αλλά με είχε νικήσει. Το έβλεπα στο ειρωνικό βλέμμα που μου ΄ριξε καθώς απομακρυνόταν θριαμβεύτρια.
Ξέρω, γελάτε. Το έχουν κάνει και θα το ξανακάνουν πολλοί και διάφοροι άλλοι και μάλιστα μέσα στα μούτρα μου. Δεν με ενοχλεί. Άλλωστε, δεν το έγραψα για εσάς αυτό εδώ το κείμενο. Για τους φυσιολογικούς συνανθρώπους μου εκεί έξω το έχω γράψει. Για αυτούς που βασανίζονται κάθε καλοκαίρι, όταν περπατούν σε σκοτεινό δρομάκι και ο βηματισμός τους μοιάζει με αυτόν της στρουθοκαμήλου επειδή φοράνε παντόφλες και τρέμουν στην ιδέα μην κάνει αναρρίχηση η κατσαρίδα στο ποδάρι τους.
Σε όλους αυτούς, λοιπόν, το αφιερώνω και τους υπενθυμίζω: Καλοκαίρι είναι, θα περάσει, αδέλφια!