Έγινε ένας κάποιος ντόρος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας στα μέρη μας τις τελευταίες μέρες. Όχι για το ότι νικήτρια ήταν η Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ (τα συγχαρητήρια μας, παρεμπιπτόντως) όσο για το ότι ενεπλάκη το όνομα της Έρσης Σωτηροπούλου στη συζήτηση – για κάποιους ήταν η ίδια που είχε ανακινήσει το ζήτημα, αλλά ΟΚ, πάμε παρακάτω, μη χαλάμε τις λογοτεχνικές καρδιές μας.
Κι άλλωστε, έλα μωρέ, για ένα απλό και ταπεινό… Νόμπελ μιλάμε! ΟΚ, το πήραμε στην πλάκα, αλλά αν με ένα μαγικό τρόπο μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω και να συνομιλήσουμε με τον Σάμιουελ Μπέκετ, μια γοητευτική όσο και τρομακτική προοπτική, αναρωτιέται κανείς αν θα έλεγε, πάνω κάτω, τα ίδια λόγια. ‘Η πιο σωστά, αν θα καταδεχόταν να κάνει το παραμικρό σχόλιο επί του ζητήματος.
Τον βράβευσαν με Νόμπελ Λογοτεχνίας και ήθελε να ανοίξει η Γη να τον καταπιει!
Καθότι ο Ιρλανδός συγγραφέας το πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πίσω στο 1969. «Για τους νέους τρόπους έκφρασης που εισήγαγε στην πεζογραφία και το δράμα», όπως εξηγούσε η σουηδική Ακαδημία. Μόνο που αυτό δεν προξένησε κάποιο αίσθημα περηφάνιας ή χαράς στον άμεσα ενδιαφερόμενο, το ακριβώς αντίθετο. Έξαλλος έγινε.
«Είναι καταστροφή», είπε η γυναίκα του, Σουζάνα, όταν έμαθε τα νέα. «Τρέξε και κρύψου κάπου», τον προέτρεψε ο ατζέντης του. Αμφότεροι τον γνώριζαν καλά, γι’ αυτό τα έλεγαν. Ήξεραν συνεπώς την απέχθειά του για τέτοιου είδους βραβεύσεις, πόσο μηδενική σημασία τους έδινε. Πόσο επίσης σιχαινόταν τα φώτα της δημοσιότητας.
Σε βίντεο που μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο, γίνεται φανερό πόσο ο Σάμιουελ Μπέκετ μίσησε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πήγαν να του πάρουν συνέντευξη, σε ξενοδοχείο που διέμενε στην Τυνησία, και δεν έβγαλε λέξη. Απλά κοιτούσε το φακό με βλοσυρό βλέμμα. Επίμονα, ξεκάθαρα. Τις λέξεις του τις φύλαγε για τα αριστουργήματά του τελικά, για να τις γράψει πάνω στο χαρτί. Για την ιστορία, ο Μπέκετ δεν αρνήθηκε το βραβείο, δεν παρέστη όμως στην τελετή της απονομής, ούτε φυσικά εκφώνησε τον επίσημο λόγο. Ο εκδότης του αποδέχτηκε το βραβείο στη θέση του με τον συγγραφέα να δωρίζει τα χρήματα που συνοδεύουν το Νόμπελ.
Στην τελετή της απονομής, ο εκπρόσωπος της σουηδικής Ακαδημίας είπε τα εξής για το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα, ο οποίος να πούμε εδώ πως έφυγε από τη ζωή το 1989: «Τρέφει για την ανθρωπότητα μια αγάπη που εξελίσσεται σε κατανόηση, ενώ βυθίζεται σε ολοένα και πιο έντονη βδελυγμία, μια απόγνωση που πρέπει να φθάσει στο έσχατο όριο της οδύνης για να ανακαλύψει ότι η ευσπλαχνία δεν έχει όρια. Από αυτή τη θέση, από το βασίλειο της εκμηδένισης, αναδύεται η γραφή του Μπέκετ ως επίκληση ελέους από μέρους ολοκλήρου του ανθρώπινου είδους».
Δες εδώ την περίφημη «μουγκή συνέντευξη» του Σάμιουελ Μπέκετ μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας:
Ποιος ήταν ο Σάμιουελ Μπέκετ
Γεννημένος το 1906, ο Σάμιουελ Μπέκετ υπήρξε ένας από τους εξέχοντες εκπροσώπους του μοντερνισμού με τα έργα του να έχουν «σημαδέψει» την παγκόσμια λογοτεχνία. Ήταν θεατρικός συγγραφέας, λογοτέχνης και ποιητής, ενώ ασχολήθηκε και με την φιλοσοφία. Ο Σάμιουελ Μπέκετ αντιλαμβανόταν τη ζωή με τον δικό του τρόπο, απαισιόδοξο μεν αλλά γεμάτο χιούμορ. Στα έργα του είναι φανερή η άποψη πως η ζωή να είναι γεμάτη δυσκολίες αλλά είναι το «ταξίδι» που αξίζει.
Και μόνο το «Περιμένοντας τον Γκοντό» αρκεί για να κατατάξει τον Ιρλανδό συγγραφέα στο πάνθεον της λογοτεχνικής ιστορίας. Ένα έργο που ακόμα συζητείται, προβληματίζει, διαβάζεται, παίζεται σε θέατρα – το περιμένουμε προσεχώς και με τον Κιάνου Ριβς. Και είναι αυτή η διαχρονικότητα που αποτελεί το μεγαλύτερο βραβείο αν το καλοσκεφτούμε, ποιο… Νόμπελ. Αυτή η διείσδυση στο ευρύ κοινό, το γεγονός πως βρίσκεις τρόπο να μιλάς στις ψυχές και στο μυαλό τόσων ανθρώπων, σε βάθος χρόνου, σε διάφορα μήκη και πλάτη του πλανήτη.