Το εκδοτικό φαινόμενο της χρονιάς. Και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Τα οποία είναι απολύτως κατανοητά. Νέο υλικό από τον Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, και μάλιστα μια 10ετία μετά το θάνατό του, είναι αυτονόητο πως πρόκειται για μέγα γεγονός. Το «Τα λέμε τον Αύγουστο», αναντίρρητα, δεν είναι ένα βιβλίο σαν όλα τα άλλα.
Μόνο που δεν μπορώ, ως κάποιος που αγαπάει πολύ την ανάγνωση, να συμμεριστώ τη χαρά των υπόλοιπων βιβλιοφάγων. Καθότι εν προκειμένω γεννάται, νομίζω, ένα μεγάλο ηθικό ζήτημα, σεβασμού και αξιοπρέπειας επίσης.
Ο Κολομβιανός νομπελίστας συγγραφέας είχε ζητήσει ρητά να μη βγει ποτέ το υλικό αυτό σε κυκλοφορία. Η επιθυμία του δηλαδή ήταν να μείνει για πάντα ανέκδοτο. Το είχε κλείσει σε θυρίδα και το είχε αποκηρύξει. «Το βιβλίο αυτό δεν αξίζει και πρέπει να καταστραφεί», είχε πει χαρακτηριστικά.
Οι γιοι του, ωστόσο, αποφάσισαν να μην τον ακούσουν. Και έδωσαν την άδεια να βγει το «Τα λέμε τον Αύγουστο» στα βιβλιοπωλεία. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, με ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο, αυτό να λέγεται.
Ως δικαιολογία, οι Ροδρίγο και Γκονσάλο Γκαρσία Μάρκες, επικαλούνται στην ουσία ότι τους ήταν αδύνατον να στερήσουν από τον κόσμο το έργο ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς ever. Ατελές ή μη, δεν παύει να αποτελεί ένα μνημείο της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς που έπρεπε να διαδοθεί, να μοιραστεί, είναι πρακτικά το σκεπτικό τους.
Θα μου επιτρέψουν να διαφωνήσω. Είναι ασέβεια προς τα «θέλω» ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να αντιδράσει πια με κανέναν τρόπο. Είναι άρα και άδικο, εκτός των άλλων. Δεν είναι σωστό να κάνουμε υποθέσεις γιατί δεν το κατέστρεψε ο ίδιος ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες (μήπως δηλαδή το έκανε επίτηδες, θέλοντας ενδόμυχα να μην εισακουστεί). Πρέπει να μένουμε μόνο σε αυτά που ξέρουμε ως δεδομένα.
Πώς δικαιολογούνται οι γιοι του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες
Αριστουργήματα όπως τα «Εκατό χρόνια μοναξιά», «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» αρκούν και με το παραπάνω για να κατατάξουν τον Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες στους σπουδαιότερους όλων των εποχών, το Νόμπελ Λογοτεχνίας επίσης.
Δεν υπήρχε λόγος συνεπώς, κανένας, να κυκλοφορήσει το κύκνειο άσμα του, από τη στιγμή που ο ίδιος δεν το ήθελε. Για τους όποιους δικούς του λόγους. Μπορεί να μην του άρεσε, μπορεί στις πιο διαυγείς του στιγμές λίγο πριν το τέλος να ένιωθε πως λόγω των προβλημάτων μνήμης που αντιμετώπιζε δεν μπορούσε να είναι σωστός ως προς τον (συγγραφικό) εαυτό του, μπορεί, μπορεί, μπορεί.
Ζήτησε κάτι, συγκεκριμένο, χωρίς ήξεις αφίξεις. Οι γιοι του, Ροδρίγο και Γκονσάλο, όφειλαν να μην παρακούσουν την επιθυμία του. Κάτι, δυστυχώς, που δεν έκαναν.
Στον πρόλογο της έκδοσης, οι απόγονοι του μεγάλου Κολομβιανού συγγραφέα γράφουν τα εξής ως μήνυμα:
«Η απώλεια μνήμης από την οποία υπέφερε ο πατέρας μας τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπως είναι εύκολο να φανταστεί κανείς, υπήρξε πολύ σκληρή για όλους μας. Όμως, το ότι η απώλεια αυτή δεν του άφησε πολλά περιθώρια να συνεχίσει να γράφει με το συνηθισμένο σφρίγος του ήταν για τον ίδιο πηγή απελπιστικής ενόχλησης.
Μας το είπε κάποτε με τη σαφήνεια και την ευφράδεια του σπουδαίου συγγραφέα: “Η μνήμη είναι συγχρόνως η πρώτη ύλη και τα σύνεργά μου. Χωρίς αυτή, δεν υπάρχει τίποτα”. Το “Τα λέμε τον Αύγουστο” ήταν ο καρπός της τελευταίας του απόπειρας να συνεχίσει να δημιουργεί κόντρα στον άνεμο και στο κύμα. Η όλη διαδικασία ήταν ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στην τελειομανία του καλλιτέχνη και στην εξασθένιση των νοητικών του ικανοτήτων».
Παραδέχονται δηλαδή πως δεν ήταν ο εαυτός του στα τελευταία του. Μπορεί να κάνω λάθος, μακάρι να κάνω λάθος, όμως δεν μπορώ να δω κάτι άλλο παρά οικονομικό κίνητρο στην απόφαση να βγει το βιβλίο.
Μετά γίνονται ακόμα πιο επεξηγηματικοί και αναφέρουν τα εξής: «Δεν καταστρέψαμε το βιβλίο, το αφήσαμε όμως στην άκρη, με την ελπίδα ότι ο χρόνος θα αποφάσιζε για την τύχη του. Διαβάζοντας το ξανά σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ανακαλύψαμε ότι το κείμενο είχε πολλά και ιδιαιτέρως απολαυστικά χαρίσματα.
Πράγματι δεν είναι τόσο στρωτό όσο τα κορυφαία του έργα. Έχει κάποιες ελλείψεις και κάποιες μικροαντιφάσεις, τίποτα όμως που να σου στερεί εκείνα που κάνουν το έργο του Γκάμπο ξεχωριστό: την επινοητική του ικανότητα, την ποίηση της γλώσσας, τη σαγηνευτική του αφήγηση, την κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης και την αγάπη του για τα βιώματα και τις ατυχίες των ανθρώπων, ιδίως στον ερωτικό τομέα.
Κρίνοντας ότι το μυθιστόρημα ήταν πολύ καλύτερο απ’ ό,τι θυμόμασταν, σκεφτήκαμε ένα άλλο ενδεχόμενο, ότι η απώλεια των νοητικών ικανοτήτων που δεν είχε επιτρέψει στον Γκάμπο να τελειώσει το βιβλίο τον εμπόδισε επίσης να συνειδητοποιήσει πόσο καλό ήταν, παρά τις ατέλειές του. Προβαίνοντας σε μια προδοτική πράξη, αποφασίσαμε να προτάξουμε την ευχαρίστηση των αναγνωστών του έναντι κάθε άλλης σκέψης. Αν εκείνοι το καλοδεχτούν, ο Γκάμπο ίσως και να μας συγχωρήσει. Σε αυτό βασιζόμαστε».
Αν κάποιος καλύπτεται από αυτό ως δικαιολογια, προφανώς μπορεί να προβεί σε add to card κα αγορά. Δεν θα αποτρέψω κανέναν από το να διαβάσει το «Τα λέμε τον Αύγουστο». Ειδικά όσους αγαπούν το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και περιμένουν πώς και πώς να διαβάσουν ξανά κάτι καινούριο δικό του, ενώ είχαν πιστέψει πως κάτι τέτοιο πια ήταν απλά αδύνατο.
Ωστόσο, επί προσωπικού, δεν πρόκειται να το διαβάσω. Θεωρώ πως είναι ιερή η (τελευταία) επιθυμία ενός ανθρώπου και δεν θα έπρεπε να είχε παραβιαστεί. Μπορεί να είναι πεισματάρικο, ίσως ρομαντικό. Είναι, όμως, κάτι.