Φωνές, ιδρωμένες φανέλες, στιγμιαία νεύρα, κατσάδα από τους ενοχλημένους γείτονες και ίσως ένα σπασμένο τζάμι στο σπίτι που βρίσκεται πίσω ακριβώς από το τέρμα. Το τέρμα, φυσικά, απαρτίζεται από δύο πέτρες και ένα αόρατο δίχτυ ηθικής που θα καθορίσει αν τελικά το γκολ πρέπει να μετρήσει ή όχι, αν τελικά είναι άουτ ή «μέσα». Συνήθως, αυτό το αποφασίζει ο μεγαλύτερος σε ηλικία ή ο ιδιοκτήτης της ξεφλουδισμένης μπάλας που, παρά τις κακουχίες που έχει υποστεί, όπως και τις απειλές για άμεσο αφανισμό, συνεχίζει να κυλά σχετικά καλά στο χώμα ή το τσιμέντο. Αυτή η γκρι μπάλα χαρίζει στο μνημονικό μας στιγμές που σε λίγα χρόνια από τώρα, θα έρχονται στην επιφάνεια ως «παιδικές αναμνήσεις», μαζί με το σημάδι στο γόνατο που αποκτήσαμε μετά από μια άτσαλη πτώση στην προσπάθειά μας να σκοράρουμε.
Από τις αλάνες και τις γειτονιές, μεταφερόμαστε στα τοπικά ποδοσφαιρικά γήπεδα και τις ομάδες που φιλοξενούν. Η μορφή της πυραμίδας, άλλωστε, είναι γνωστή. Το ποδόσφαιρο ξεκινά από τα χαμηλά στρώματα, φλερτάρει με τον ερασιτεχνισμό στην ομάδα του χωριού ή της πόλης και καταλήγει στον επαγγελματισμό και την συνέπεια στο ξόδεμα των εκατομμυρίων από τα μεγάλα club. Το Φούτμπολ, ασχολείται κυρίως με τα δύο πρώτα, δηλαδή με το άθλημα στην ακατέργαστη μορφή του, πριν αυτό αποκτήσει σχήμα από τις εμπορικές συμφωνίες και τελικά ριχτεί στα στάδια με τα κοντοκουρεμένο γκαζόν και τις VIP σουίτες.
Ο Άκης Κατσούδας, ο δημιουργός του περιοδικού, όπως και οι συνεργάτες του, καταγράφουν με τις λέξεις και τις φωτογραφίες τους όλα όσα έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη ως «πραγματικό ποδόσφαιρο». Μέσα από τις σελίδες του Φούτμπολ, οδηγούμαστε αναπόφευκτα στην ουσία, στο Μπιγκ Μπαγκ του αθλήματος που δεν είναι άλλο από το αθώο παιχνίδι που έχει ως σκοπό να ψυχαγωγήσει και να αναδείξει τον ρομαντισμό που το περιβάλλει όσο εσύ, εγώ και μία παρέα παιδιών στο δρόμο έξω από το φροντιστήριο μιας άγνωστης περιοχής της Ελλάδας ή της Αργεντινής, κλοτσούν μια μπάλα.
Πώς προέκυψε το Φούτμπολ;
Πάντοτε με εξίταρε η ιδέα του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου. Είχα την τύχη, βλέπετε, μικρός να μεγαλώσω σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας και κάθε Κυριακή θυμάμαι να κατεβαίνω στο γήπεδο με τον αδερφό μου για να δούμε την τοπική μας ομάδα, τον Άρη Μαλεσιάδας, να παίζει στο ξερό γήπεδο. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ τις αντιδράσεις του κόσμου, τα τοπικά ντέρμπι, τους ποδοσφαιριστές, τη γκρίνια το βράδυ στο καφενείο, όλα. Όταν ήρθα στην Αθήνα, κατάλαβα πως η αγάπη για τα τοπικά είναι ακόμη μεγαλύτερη, κι έτσι αποφασίσαμε με μερικούς φίλους να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε ένα ποδοσφαιρικό fanzine, για το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. 3 χρόνια μετά, έχουμε ταξιδέψει γι’ αυτό από τις Πρέσπες και τη Θεσσαλονίκη, ως τους Φούρνους και την Μύκονο, και στόχος μας, όταν τελειώσει όλο αυτό, να ταξιδέψουμε κι άλλο.
Να φανταστώ πως εσύ και τα υπόλοιπα παιδιά που συνεργάζεστε μοιράζεστε την ίδια αγάπη για το ποδόσφαιρο.
Το πρώτο τεύχος το ετοιμάσαμε με τους κολλητούς μου. Όσο τα τεύχη περνούσαν, έμπαιναν κι άλλα παιδιά στην προσπάθεια. Το εντυπωσιακό είναι πως οι άλλοι δύο συντάκτες του τρίτου τεύχους, ο Δημήτρης Κατσάκος και ο Νικόλας Μπιλάλης, ήταν αναγνώστες του Φούτμπολ και έτσι ήρθαμε σε επικοινωνία. Το μόνο μας κριτήριο πραγματικά για να μπει κανείς στην ομάδα είναι να αγαπά το ποδόσφαιρο από την καρδιά του. Γι’ αυτό και είμαστε πάντοτε ανοιχτοί σε συνεργασίες με παιδιά τα οποία θέλουν να καταγράψουν τη δικιά τους ποδοσφαιρική ιστορία.
Συνδυάζεται την τέχνη (αναφέρομαι στις εκπληκτικές φωτογραφίες και τη καταγραφή των γεγονότων) με το ποδόσφαιρο. Μήπως το ποδόσφαιρο είναι και αυτό μια μορφή τέχνης εκτός από τζαρτζαρίσματα και γενναίες δόσεις εγωισμού;
Πολλοί μας λένε, χαριτολογώντας, πως «χαραμιζόμαστε» γράφοντας για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν είναι, όμως, έτσι. Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει τρομερές εικόνες να σου δώσει. Από τα γήπεδα που βρίσκονται σ’ όποιο σημείο μπορείς να φανταστείς (δίπλα στη θάλασσα, πάνω σε βουνοκορφές, μέσα στα βράχια), τους ντόπιους που ανεβαίνουν ακόμη και πάνω σε φράχτες για να δουν τον αγώνα, τους ποδοσφαιριστές που μπορεί να παίζουν μπάλα για τη διασκέδαση αλλά το ζουν στο έπακρο. Κάθε φορά που ξεκινάμε ένα ταξίδι έχουμε το άγχος για το τι διαφορετικό θα καταφέρουμε να βρούμε και να φωτογραφίσουμε. Πάντα, όμως, υπάρχει κάτι το ξεχωριστό. Ίσως γιατί τίποτα δεν είναι ίδιο σ’ αυτή τη χώρα.
Ας μιλήσουμε λίγο για τα τεύχη Αθήνα, Καλοκαίρι και Νοσταλγία. Πώς έγινε η επιλογή των θεμάτων;
Πριν ξεκινήσουμε τα ταξίδια για το επόμενο τεύχος, μαζευόμαστε και αποφασίζουμε για τη κεντρική θεματική του. Στο πρώτο, λοιπόν, αποφασίσαμε να μείνουμε στην Αθήνα, μιας και θέλαμε να δούμε πώς θα πάει. Γράψαμε για το Ελ Λαμπράκικο, το μεγάλο ντέρμπι μεταξύ Ιωνικού και Προοδευτικής, φτάσαμε ως τον Ασπρόπυργο για να γνωρίσουμε μια ομάδα που παίζει ακριβώς δίπλα στα διυλιστήρια, μπήκαμε στην ερημωμένη – τότε – Λεωφόρο Αλεξάνδρας για να παρακολουθήσουμε τον αγώνα μιας ομάδας Αλβανών μεταναστών στην Αθήνα. Μας εξέπληξε πραγματικά αυτό το τεύχος.
Στο δεύτερο, το καλοκαιρινό, αποφασίσαμε να βγούμε πιο έξω και να μπούμε για πρώτη φορά στα πλοία. Ταξιδέψαμε στους Φούρνους Ικαρίας, στη Μύκονο, την Αίγινα. Ήταν ίσως το πιο διασκεδαστικό τεύχος που έχουμε κάνει γιατί δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου μέσα σ’ ένα καλοκαίρι. Και τι καλύτερο από καλοκαίρι στην Ελλάδα.
Το τρίτο, ωστόσο, μάς πέτυχε μέσα στη φάση που ζούμε εδώ και ένα χρόνο με τον ιό. Γι’ αυτό και εμείς, γνωρίζοντας πως τα γήπεδα είναι κλειστά, αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα τεύχος καραντίνας με αφιερώματα στις παιδικές μας αναμνήσεις, στις φανέλες που κρατάμε φυλαγμένες στα συρτάκια των πατρικών μας, τα αυτοκόλλητα της Panini και κυρίως να μείνουμε ξανά κοντά στην Αθήνα. Το μόνο ταξίδι που κάναμε εκτός ήταν στην Ύδρα, αλλά κι αυτό με μεγάλη δυσκολία, εξαιτίας της κατάστασης που ζούμε.
Ποιες ιστορίες σας δυσκόλεψαν και σε ποιες έχεις ιδιαίτερη αδυναμία;
Το ταξίδι που μας δυσκόλεψε πιο πολύ ήταν αυτό στην Ύδρα. Κάθε φορά που κλείναμε θέματα για το επόμενο τεύχος, κάναμε έναν προγραμματισμό. Με τον covid δεν μπορούσαμε να προγραμματίσουμε τίποτα, γιατί όλα μπορούσαν να αλλάξουν μέσα σε μια βδομάδα. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε εισιτήρια γιατί η πληρότητα των πλοίων ήταν στο 50%. Ευτυχώς το νησί μάς αντάμειψε. Και εκεί, όμως, το καλοκαίρι δεν θύμιζε σε τίποτα τα προηγούμενα. Οι τουρίστες ήταν πολύ λίγοι, ενώ τη μάσκα δεν μπορούσες να την αποχωριστείς με τίποτα. Πιο πολύ μ’ αρχή της σεζόν έμοιαζε, όπως μας έλεγαν οι ντόπιοι, παρά για μέσα καλοκαιριού.
Τώρα αν πρέπει να ξεχωρίσω μερικά αφιερώματα, θα έβαζα σίγουρα τα ποδοσφαιρικά οδοιπορικά στις Πρέσπες και τους Φούρνους. Αυτό που δεν πρόκειται να ξεχάσω, όμως, είναι το ντέρμπι μεταξύ Ιωνικού και Προοδευτικής στο Κλουβί. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ένα τέτοιο ματς από κοντά και δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο έντονο. Θυμάμαι όταν φτάναμε στο γήπεδο, όλοι οι ντόπιοι έβαζαν τα αυτοκίνητά τους στις πυλωτές για να τα προστατέψουν. Μέσα στο γήπεδο, από την άλλη, είχες την αίσθηση ενός πραγματικού κλουβιού, καθώς οι οπαδοί της Προοδευτικής ήταν ακριβώς πάνω από την αντίπαλη εστία. Εκεί γνωρίσαμε και τον «Χάρο», τον γνωστό οπαδό του Ολυμπιακού, χωρίς να το γνωρίζουμε. Επικές στιγμές.
Το ποδόσφαιρο, δικαίως, χαρακτηρίζεται ως το πιο λαϊκό άθλημα. Κατά πόσο επιβεβαιώθηκε αυτό γράφοντας αυτές τις ιστορίες στο περιοδικό;
Αυτό, νομίζω, που κάνει το ποδόσφαιρο να ξεχωρίζει απ’ όλα τ’ άλλα αθλήματα είναι πως δεν υπάρχει χωριό στην Ελλάδα και γειτονιά δεν έχει γήπεδο ποδοσφαίρου ή μια τοπική ομάδα. Αυτό δεν συμβαίνει, για παράδειγμα, στο μπάσκετ, καθώς τα κλειστά γήπεδα, ειδικά στην επαρχία, είναι πολύ λίγα. Όποιον κι αν ρωτήσεις σίγουρα θα έχει να σου πει μια ιστορία για την ομάδα του τόπου του. Αυτό είναι που κάνει το ποδόσφαιρο να ξεχωρίζει. Μπορεί για τους Αθηναίους να φαίνεται τρελό, αλλά στα μικρά χωριά της Ελλάδας, ο κυριακάτικος αγώνας είναι μια καλή ευκαιρία να συγκεντρωθούν, να πανηγυρίσουν, να φωνάξουν. Είναι μια κοινωνική εκδήλωση. Αγαπάνε τον τόπο τους και γι’ αυτό αγαπούν και το ποδόσφαιρο.
Σε συνέχεια της παραπάνω ερώτησης, είναι το περιοδικό Φούτμπολ μια απάντηση στο σύγχρονο ρομποτικό ποδόσφαιρο;
Αυτό που θέλουμε να κάνουμε μέσω του Φούτμπολ είναι να αναδείξουμε ιστορίες ανθρώπων και ομάδων που αγαπούν το ποδόσφαιρο, χωρίς κάποιο ίδιον όφελος. Που παίζουν μπάλα όχι για τα χρήματα αλλά για τους καμαρώσουν οι δικοί τους που βρίσκονται στην κερκίδα. Το ποδόσφαιρο σ’ αυτές τις κατηγορίες δεν είναι απρόσωπο. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Εκεί η κερκίδα έχει όνομα. Είναι ο Γιάννης, ο Κώστας, ο Νίκος. Τα μεγάλα γήπεδα είναι κάτι σαν αρένα. Δεν μπορούμε να πούμε, έχουν κι αυτά την ομορφιά τους, αλλά τα ερασιτεχνικά γήπεδα δεν τα αλλάζουμε με τίποτα.
Το τεύχος Νοσταλγία κυκλοφορεί και σε έντυπη μορφή. Είναι το χαρτί τόσο ρομαντικό για τους δημοσιογράφους και τους αναγνώστες όσο το ποδόσφαιρο στις γειτονιές για αυτούς που παίζουν και για αυτούς που παρακολουθούν;
Το τεύχος κυκλοφόρησε αρχικά σε ηλεκτρονική μορφή τον περασμένο Νοέμβρη, καθώς τα τυπογραφεία ήταν κλειστά εκείνη την περίοδο. Αυτό το κάναμε πιο πολύ γιατί δεν κρατιόμασταν να δείξουμε τη δουλειά μας στον κόσμο που το ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια. Ξέραμε, όμως, πως η μεγάλη αδυναμία όλων μας ήταν το χαρτί. Είναι άλλη η αίσθηση να μπορείς να πάρεις στα χέρια σου ένα περιοδικό, να το ξεφυλλίσεις, να χαζέψεις τις εικόνες του και να το διαβάσεις με την ησυχία σου. Ειδικά για τους ανθρώπους που συμμετέχουν σ’ αυτό. Μπορεί ο ηλεκτρονικός τύπος να έχει κυριεύσει τα τελευταία χρόνια, η αγάπη για το χαρτί δεν θα περάσει ποτέ.
Ποδόσφαιρο και κορονοϊός. Πόσες ιστορίες μπορούν να γραφτούν πάνω σε αυτό;
Δυστυχώς, η κατάσταση που ζούμε μας έχει απαγορεύσει να κάνουμε μεγάλα όνειρα. Γι’ αυτό και εμείς έχουμε αποφασίσει να γράψουμε όσο το δυνατόν περισσότερα ποδοσφαιρικά αφιερώματα για την πόλη που ζούμε, στη στήλη του Φούτμπολ στην Athens Voice. Η αδυναμία μας, όμως, είναι τα ταξίδια και νιώθουμε πραγματικά χάλια που δεν μπορούμε να τα κάνουμε. Ξέρετε και για τον κόσμο δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό που ζούμε. Έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες. Το ποδόσφαιρο μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και είναι απολύτως λογικό. Αυτό που ευχόμαστε όλοι είναι να περάσει γρήγορα αυτή η φάση που ζούμε εδώ και ένα χρόνο και να επανέλθουμε σταδιακά στην πρότερη κατάσταση. Με τα ταξίδια, τα ανοιχτά γήπεδα και τους φιλάθλους στις εξέδρες χωρίς μάσκες.
Εσύ, σε ποια γειτονιά του κόσμου θα ήθελες να παίξεις ποδόσφαιρο;
Στο Μπομπονέρα, με διαφορά. Κι ας μην παίξω μπάλα. Ας περπατήσω μόνο γύρω από το γήπεδο και απλά να πατήσω το πόδι μου στο χορτάρι και στις τσιμεντένιες εξέδρες. Κάπως έτσι θα ήθελα να με βρει η μετά κορονοϊού εποχή.
Βρες όλα τα τεύχη του Φούτμπολ εδώ