Αν προσπαθήσει κανείς να φτιάξει μια 11άδα με τους καλύτερους ξένους παίκτες που κλώτσησαν τόπι στην Ελλάδα, λίγες θέσεις είναι “κλεισμένες”. Για παράδειγμα, ναι, υπάρχει ο Ζιοβάνι να παίξει σέντερ φορ, αλλά υπάρχει κι ο Βαζέχα. Κι ο Κοβάσεβιτς. Κι ο Σισέ. Ή απ’ την άλλη, γι’ αμυντικό χαφ ίσως σκεφτείς Ζιλμπέρτο Σίλβα. Μα ο Καρεμπέ, κι ο Τουρέ, κι ο Καμπιάσο, ίσως έχουν κάτι να πουν γι’ αυτό. Δύσκολη επιλογή, είπαμε, οι “κλειδωμένες” θέσεις λίγες.
Ο Βάντσικ μάλλον κλειδώνει κάτω απ’ τα δοκάρια, κι από μπροστά του ο Μέλμπεργκ κι ο Ρενέ Χένρικσεν. Αριστερά ο Τζόρτζεβιτς δεν έχει ταίρι, και στα δεξιά… Στα δεξιά έρχεται ένας τύπος που δεν μέτρησε τα 16 χρόνια του Τζόλε στη χώρα μας, ούτε τα 15 του “Χρήστου”. Μα πρόλαβε μέσα σε μόλις 2,5 σεζόν να γίνει το πουλέν κάθε ποδοσφαιροκουβέντας για τον “έξω δεξιά”. Και το όνομα αυτού…
(Αβάντι Seven Nation Army, μαέστρο!)
Λουτσιάνο Γκαλέτι!
Δεν κρύβομαι αλλά δεν υπερβάλλω κιόλας. Ο Γκαλέτι ήταν ένας απ’ τους πολύ λίγους παίκτες που φόρεσαν φανέλα μ’ ελληνικά γράμματα στην πλάτη, με τόση ουσία, τόση δύναμη αλλά και τόση τέχνη ταυτόχρονα στο παιχνίδι του. Δεν έκανε τα μαγικά του Ζιοβάνι. Δεν μέτρησε τα γκολ του Βαζέχα. Δεν είχε τη μπαλιά του (φτου! Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου) Τσάρτα, ούτε την κάθετη πάσα του Ιμπαγάσα. Αλλά ταυτόχρονα… τα είχε όλα!
Παίκτης του προπονητή; Τσεκ. Παίκτης της κερκίδας; Τσεκ. Παίκτης των συμπαικτών του; Τσεκ. Παίκτης σταρ; ΤΣΕΚ. Από ουσία, ψάξε να βρεις περιττή κίνηση μες στους αγώνες του. Ή μάλλον, μην ψάξεις – δεν θα βρεις! Κι από θέαμα…
…το πιο μαγικό κοντρόλ που πέρασε ποτέ από τα μέρη μας!
Δεν τη σταματούσε. Δεν την “κατέβαζε”. Την κολλούσε! Δεν είχε σημασία η ταχύτητα, η δύναμη, το ύψος ή τα φάλτσα – αν ο Γκαλέτι έμπαινε στην τροχιά της μπάλας, εκείνη θα έμενε πάνω του σα μπαλάκι του τένις, σ’ εκείνες τις ρακέτες με το “σχρατς” που είχαμε μικροί στις παραλίες. Θα κολλούσε, κι έπειτα θα έπεφτε πλάι στο πόδια του, όχι “σαν μαγεμένη” αλλά γιατί έτσι ζητάν οι νόμοι της φυσικής.
Πραγματικά, αν ξέρεις από Ζιζού, ξέρεις πως ένα κοντρόλ μπορεί να γίνει πιο φαντασμαγορικό κι από μια ντρίπλα, κι από μια πάσα, κι από ‘να γκολ ακόμα. Ε, για τα ελληνικά μας δεδομένα (προφανώς), ο Γκαλέτι είχε κοντρόλ “Ζιντάν”: καλύτερο από ντρίπλες, κι από πάσες, κι από γκολ. Μόνο που…
…ο Αργεντινός κύριος με το κόκκινο 7, είχε και ντρίπλες, είχε και πάσες, είχε και γκολ!
Κούπα η Σαραγόσα το 2004: με δικό του γκολ στον τελικό του Copa del Rey, 3-2 της Ρεάλ (aka Galacticos!). Πιο πριν είχε φορέσει τη φανέλα όνειρο κάθε Αργεντίνου της γενιάς του – το θαλασσί της Νάπολι. Κι έπειτα, ερυθρόλευκα: πρώτα Ατλέτικο, μετά Ολυμπιακός. Και στο λιμάνι, έδειξε κλάση!
Δυνατός, και τεχνήτης, και πάρα πολύ έξυπνος. Δεν έκανε “δαντελένια” πράγματα – έτσι κι αλλιώς, ο Γκαλέτι δεν πέρασε ποτέ για “μάγος”. Ήταν απλός τύπος, έπαιζε απλή μπάλα. Έκανε απλώς αυτό που χρειάζεται για να τη στείλει σ’ ένα συμπαίκτη ή στα δίχτυα. Κι αυτό που μόλις διάβασες είναι το δυσκολότερο πράγμα στο ποδόσφαιρο!
Ήταν τυχερός: βρέθηκε σε δυο απ’ τις πιο δυνατές κι όμορφες ομάδες του Ολυμπιακού μετά το 2000. Πρώτα τα “διπλά” του Λεμονή, η Βέρντερ, η Λάτσιο, το παραλίγο “Χ” στο Μπερναμπέου και η πρόκριση από έναν δύσκολο όμιλο. Έπειτα η πρώτη σεζόν του Βαλβέρδε, κι ο καλύτερος τελικός όλων των εποχών!
Ήταν άτυχος: είδε ένα πρόβλημα στα νεφρά να του κόβει νωρίς την τρίτη του χρονιά. Και στην ουσία, να του κόβει άδοξα και την καριέρα του.
Μα πάνω απ’ όλα, ο Λουτσιάνο Γκαλέτι ήταν η χαρά του προπονητή, το τραγούδι του οπαδού, ο παίκτης που ζήταγε τη μπάλα στα ζόρια. Ήταν ηγέτης! Κι αυτό είναι από μόνο του κατόρθωμα, σε μια ομάδα που απέναντι έχει Τζόρτζεβιτς…