Περάσαν είκοσι ένα χρόνια! Κι όμως τότε, πριν, παλιά, ο χρόνος ήταν έφηβος και η απελπισία φιγούρα σε μια πλατεία. Εξάρχεια. Ο Άσιμος, ο Παύλος και στην Αγία Τριάδα του περιθωρίου, φορώντας φουστάνια, το πληγωμένο, αναρχικό, τρυφερό σαν λεπίδα, σώμα της Κατερίνας Γώγου, με τις δυο τουλάχιστον ζωές!
Μια σαν σινεμά, να χορεύει τουίστ, σέικ, ροκ εντ ρολ, με μοντέρνο καρέ, με αφέλεια και αυθάδεια. Να είναι η μικρή, ατίθαση αδελφή της Καρέζη, του Βέγγου, να είναι η κακομαθημένη κόρη της Μαίρης Αρώνη, η μελαχρινή συμμαθήτρια της Αλίκης, το κορίτσι που φλερτάρει στο γραφείο ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Και μετά η άλλη, η αληθινή, η όλο πληγές ζωή, στις νύχτες, στα δρομάκια της πλατείας, μιας γυναίκας στα μαύρα με άγρια μάτια.
Πέρασαν είκοσι ένα χρόνια! Πότε πέρασαν; Πόσο αδυσώπητα σου χτυπάνε την οριστικότητά τους τατουάζ;
Η Γώγου αυτοκτόνησε πριν 21 χρόνια, τέτοια μέρα, λοιπόν! Πνίγηκε σε χούφτες χάπια και αλκοόλ…
Οι φίλοι στην πλατεία, οι έφηβοι περιηγητές, οι περαστικές δεν προσεύχονται γι’ αυτήν. Ποτέ δεν προσεύχονται άλλωστε. Ούτε κεριά ανάβουν. Ούτε μνημόσυνα οργανώνουν. Μόνο στην εκκλησιά των χαμένων ονείρων, στο κέντρο της πλατείας μπορούν να τη θυμούνται. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 1940 και έφυγε στο πουθενά της, στο τέλος και στην οριστική απουσία στις 3 Οκτωβρίου 1993.
Έπαιξε στο σινεμά, από μικρή σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους. Ακολούθησαν οι ανάλαφρες και όλο αθωότητα κωμωδίες της Φίνος Φίλμς. Σπούδασε θέατρο και χορό. Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ήταν σε θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου. Και κάποτε στράφηκε στην ποίηση για να μπει έτσι στα εικονοστάσια των πληγωμένων σαν την ίδια, με λέξεις όλο τρυφερότητα και αγριάδα, αντισυμβατικότητα, αναρχικές θέσεις και πολέμους ενάντια σε κάθε εξουσία.
«Τρία Κλικ αριστερά». Σταθμός και επανάσταση για τους ποιητές που, όπως γράφτηκε μέχρι την ύπαρξη της ποιητικής υπόστασης της Γώγου, έκαναν δημόσιες σχέσεις. Συχνά στα ποιήματά της, στις άκρες της αληθείας της, εμφανίζεται η αγάπη για τη κόρη της, το μόνο της παιδί, τη Μυρτώ.
Είκοσι ένα χρόνια πριν! Θα περπατούσε μοναχικά στην πλατεία. Θα μιλούσε με τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά εκείνους που ήταν το ίδιο άσπιλοι σαν την ίδια, πληγωμένοι και με βαθύτατα χαραγμένο τον πόνο και την συμπόνια στην ύπαρξή τους. Θα αρνιόταν κάθε συνθηκολόγηση, κάθε υποχώρηση, όποιο ξεπούλημα, έστω και αδιόρατο αλλά για αυτήν ασυγχώρητο. Δεν ανταλλάσσει τις ιδέες, την επαναστατικότητά της με τζιπ μεγάλου κυβισμού, λαμαρίνες και ζάντες και σπίτι στα Βόρεια Προάστια. Δεν ορίζονταν από τα πανίσχυρα -τότε- συγκροτήματα Τύπου και τις δημόσιες σχέσεις με δημοσιογράφους και πλούσιους μαικήνες.
Ήταν ανυποχώρητη.
Κάποτε, τέτοια μέρα, σαν σήμερα, κουράστηκε να αγωνίζεται μόνη. Και αυτοκτόνησε στις χωρίς επιλογές εξαρτήσεις της.
Σ’ ένα βιβλίο γι’ αυτήν: «Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου», διασκευή τμήματος διατριβής της Αγάπης Βιργινίας Σπυράτου, ξεχωρίζεται στην εισαγωγή του Γιάννη Δεληγιάννη, ο κόσμος που μέσα στο στομάχι του έπρεπε να χωνευτεί, η μικροσκοπική γυναίκα με τις γιγαντιαίες αρνήσεις.
«…Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην πολιτική και στο πεδίο της κουλτούρας η υπέρβαση του εφικτού υπήρξε το στρατηγικό όραμα της νεολαίας… Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός της νεολαίας, που υπήρχε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, είτε συρρικνώθηκε είτε απορροφήθηκε από την κυρίαρχη ιδεολογία…
Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αφομοιώσουν και ν` αποδεχτούν το ιδεολογικό vertigo μιας ολόκληρης γενιάς είτε περιχαρακώνονται σε μία αξιοπρεπή μοναχικότητα, είτε συνεχίζουν ένα contra tempo πολιτικό ριζοσπαστισμό κυρίως στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του αναρχισμού.
Στο πεδίο της κουλτούρας η αντίσταση στο φτηνό, το χυδαίο και το εύκολο καθίσταται ένας δυσκολοδιάβατος μοναχικός δρόμος, που συχνά πολλαπλασιάζει τα εσωτερικά αδιέξοδα και κονιορτοποιεί την ψυχική ισορροπία των ανθρώπων.
Ο Νικόλας Άσιμος, η Κατερίνα Γώγου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι από αυτούς που δεν μπορούν ν’ απεμπολήσουν τις αξίες τους και γι’ αυτό παραδέρνουν…»…
Και αυτοί χάνονται στην ιερότητά τους. Δεν υποκύπτουν; Δεν θα υπάρχουν! Εξόντωση! Η Γώγου μπορεί τουλάχιστον να καθορίσει το τέλος της, αφού της όρισαν τη ζωή. Τέλος, λοιπόν…
… Όμως όσα βιβλία, κείμενα, αφιερώματα αν γράφουν γι’ αυτήν, αρκεί μόνο η πληγωμένη τρυφερότητα ενός ποιήματός της, να σου φέρει λυγμούς στην εικόνα του σώματος σε ένα δωμάτιο μουχλιασμένο, κελί φυλακής και ασκητισμού, στις άκρες των μεγάλων πόλεων.
«… Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα, που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό,
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν.
Κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο -παιδιακίσα πράγματα–
τον Ιούλιο κάποτε…
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι,
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις,
πρόσεχε σε παρακαλώ, πολύ πολύ,
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.
(Ανήκει στην συλλογή της Κατερίνας Γώγου, «Ιδιώνυμο» των εκδόσεων Καστανιώτη).