Το πραγματικό της όνομα ήταν Νόρμα Τζιν Μπέικερ και γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1926, μένοντας στην ιστορία ως μια γυναίκα, που η εικόνα της ήταν συνυφασμένη με ένα διαχρονικό σύμβολο του σεξ, που ποθούσαν οι άνδρες σε όλα τα μέρη της γης. Αργότερα, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε έκτη, στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Η ηθοποιός, Μέριλιν Μονρόε -που τόσο γοήτευσε τον Τρούμαν Καπότε- η οποία σπούδασε στο Actor’s Studio του Λι Στράσμπεργκ και πρωταγωνίστησε σε ταινίες, όπως η “Στάση Λεωφορείου”, “Μερικοί το προτιμούν καυτό”, “Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές” και μια σειρά από άλλες, στις οποίες φλέρταρε παιχνιδιάρικα με τον κινηματογραφικό φακό αποκαλύπτοντας την αισθησιακή πλευρά της που ήταν απαραίτητη προκειμένου να διατηρήσει το μύθο γύρω από το όνομά της. Το μύθο της πιο ποθητής γυναίκας παγκοσμίως.
Ωστόσο, κάποιες ενδείξεις κατά τη διάρκεια της καριέρας της και στον τρόπο που χειριζόταν γενικότερα τις καταστάσεις στη ζωή της, φανερώνουν ότι ήταν πολλά περισσότερα από το κλασικό πρότυπο της “χαζής, σέξι ξανθιάς” που έκανε τα αρσενικά να παραληρούν στο πέρασμά της. Φαίνεται ότι πίσω από αυτό το προσωπείο-που ήταν καλά σκηνοθετημένο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια έτσι ώστε να εξυπηρετεί τεχνηέντως, τους σκοπούς της βιομηχανίας του θεάματος-κρυβόταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά ευφυής και σκεπτόμενος, που πάλευε με τους προσωπικούς του δαίμονες σε ένα ατέρμονο κυνήγι απατηλής λάμψης και κίβδηλου περιτυλίγματος.
Μια δυναμική και συνάμα εύθραυστη γυναίκα, που λάτρευε τη σαμπάνια, ήταν εξαρτημένη από υπνωτικά χάπια και βαρβιτουρικά, υπέφερε από κατάθλιψη, μπαινόβγαινε σε νευρολογικές κλινικές-όπως άλλοτε η μητέρα της-απεχθανόταν να παρίσταται σε έξαλλα πάρτι, είχε μια ταραχώδη προσωπική ζωή με άνδρες που ως επί το πλείστον την αντιμετώπιζαν σαν ένα κομμάτι κρέας-μεταξύ των οποίων και ο Φρανκ Σινάτρα-έκανε τρεις αποτυχημένους γάμους με έναν νεαρό εργάτη, τον παίκτη του μπέιζμπολ, Τζο ντι Μάτζιο και το συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ο οποίος είχε πολύ κυνικά αναφερθεί σε αυτή τη σχέση ξεστομίζοντας το χαρακτηριστικό “Όταν το Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Αμερικανικό Σώμα”, προκαλώντας έναν γενικό προβληματισμό γύρω από το κατά πόσο ο γάμος αυτός στηριζόταν σε πραγματικά αισθήματα αγάπης και αμοιβαίου σεβασμού.
Το όνομα “Μέριλιν” συνδέθηκε, επίσης έντονα με την οικογένεια Κένεντι και συγκεκριμένα με τους άνδρες της εν λόγω οικογένειας, με τους οποίους η λαμπερή ηθοποιός διατηρούσε ερωτικές σχέσεις για αρκετά χρόνια, αρκούμενη στα ψίχουλα αγάπης που της πετούσαν αφήνοντάς την στο τέλος μόνη, πληγωμένη και προδομένη να προσπαθεί ανεπιτυχώς να μαζέψει τα κομμάτια της. Μια γυναίκα που είχε τόση ανάγκη την αγάπη, όσο και τη δουλειά της που λάτρευε, δηλώνοντας μάλιστα σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στο Γάλλο δημοσιογράφο, Ζορζ Μπελμόν, ότι:
“Η αγάπη και η δουλειά είναι τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή. Όλα τα άλλα είναι ασήμαντα. Όπως όταν δουλεύω θέλω να κάνω τα πράγματα όσο καλύτερα γίνεται, έτσι και στην αγάπη: πρέπει να είναι όσο πιο τέλεια γίνεται. Για μένα τα αισθήματα είναι τόσο σημαντικά, όσο κι η δουλειά μου. Ίσως γι’ αυτό είμαι τόσο απαιτητική και τόσο εσωστρεφής. Όταν ερωτεύομαι, αποκλείω όλα τα άλλα”.
5 Αυγούστου, του 1962 και η κοινή γνώμη μένει άναυδη, όταν η είδηση για το θάνατο της Μέριλιν κάνει το γύρο του κόσμου, αφήνοντας ερωτηματικά σχετικά με τα ακριβή αίτια του θανάτου της και αυτό είναι κάτι, που παραμένει αδιευκρίνιστο μέχρι και σήμερα. Τα σενάρια της επεισοδιακής “εξόδου” από τη ζωή, της λαμπερής σταρ του κινηματογράφου, οργιάζουν και πολλοί φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μιλήσουν για σχεδιασμένη δολοφονία, την οποία ενδεχομένως διέταξε η οικογένεια Κένεντι, επειδή η Μονρόε απειλούσε ότι θα προέβαινε σε πολλές αποκαλύψεις στον Τύπο.
Άλλοι πάλι, κάνουν λόγο για αυτοκτονία μετά από υπερβολική λήψη βαρβιτουρικών, ενώ σύμφωνα με διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, πίσω από το συγκεκριμένο θάνατο, βρίσκεται η Μαφία.
Ο τελευταίος άνθρωπος που φέρεται να την είδε ζωντανή, ήταν ο φωτογράφος, Λόρενς Σίλερ, που ήταν ο μοναδικός στον οποίο δεχόταν να ποζάρει η Μέριλιν και ο οποίος δήλωσε μετά το θάνατό της ότι επρόκειτο για μια πανέξυπνη και ευαίσθητη γυναίκα, που διέθετε κάτι το ξεχωριστό, που δεν είχε συναντήσει σε καμία άλλη σταρ του σινεμά. Μάλιστα, όπως υποστήριξε, η πιο έντονη στιγμή της ζωής του ήταν την πρώτη φορά που έκανε χειραψία με τη Μέριλιν.
Αν η Μέριλιν Μονρόε ζούσε σήμερα, θα ήταν περίπου 90 ετών. Μια ευτυχισμένη γιαγιούλα ή μια γυναίκα που θα πάλευε ακόμη να ξεφύγει από τους δαιδαλώδεις εφιάλτες του μυαλού της; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, όπως δεν μαθεύτηκε ποτέ η αλήθεια γύρω από το μυστήριο του θανάτου της.
Αυτό όμως που μπορούμε να υποστηρίξουμε σχεδόν με σιγουριά, είναι το ότι επρόκειτο για ένα κορίτσι που αναζητούσε απεγνωσμένα την αγάπη, εγκλωβισμένο σε ένα σώμα με αισθησιακές καμπύλες, που κανένας ποτέ δεν κατάλαβε τον πλούτο που κρυβόταν στην ψυχή του.
Και μάλλον έφυγε με αυτόν τον καημό…εκεί, στο κρεβάτι του δωματίου της, δίπλα σε ένα κομοδίνο που ξεχείλιζε από κουτιά βαρβιτουρικών, μόνη, αναζητώντας μάταια την αληθινή αγάπη…
Παρακολουθήστε στο ακόλουθο βίντεο, το κορίτσι που αναζητούσε απεγνωσμένα την αγάπη, να ερμηνεύει, αυτό που είχε πραγματικά ανάγκη: “Θέλω να αγαπηθώ από εσένα”: