Ήταν Παρασκευή 7 Ιουνίου που έφυγε. Πριν από 12 χρόνια. Σάββατο 8 Ιουνίου σταθήκαμε να πούμε ένα αθέλητο, πιεσμένο, άγριο αντίο! Και πάντα μου έπεφτε βαρύ να γράψω γι’ αυτήν. Μισούσε, άλλωστε και τα ρέκβιεμ με λέξεις και όχι νότες. Διαβάζω και κατά καιρούς πολλά στη μνήμη της και λέω, άσε μη ξεφεύγω και εγώ και κάπου μακριά με χλευάζει (ποτέ δε ξέρεις, ποτέ και με το επέκεινα και με τη διαολιά της τι άκρες βρίσκει, αυτή!).
Κάποτε, περίπου 8 χρόνια μετά, άρχισα να γράφω περισσότερο για να μην αρχίσω να ξεχνάω. Την αίσθηση της, την μυρωδιά της, τον τρόπο που γελούσε και που κορόιδευε και πως στηνόταν όταν ήθελε να γητεύσει. Όχι, δεν θέλω να ξεχάσω. Θέλω να ‘ναι δω, να την θυμόμαστε, να τη θυμάμαι. Να λέω, «τι θα έλεγε τώρα για τις εκλογές», «πόσα παρατσούκλια θα εφεύρισκε για τον Άδωνη και πόσα για τον Τσίπρα» ή μήπως, πράγματι, θα ‘χε άβαφα μαλλιά, θα έφτιαχνε μαρμελάδες και θα έγραφε βιβλία, όπως έλεγε πως θα κάνει; Θα ούρλιαζε ή θα σωπούσε. Εκείνη θα ‘χε κάθε δικαίωμα, εμείς, πάλι, όχι.
Την θυμάμαι, την θυμόμαστε εκείνα τα απολωλότα αδέσποτα που μάζευε γύρω της και οι πιο πολλοί δεν μιλάμε εύκολα για αυτήν. Έτσι πιεσμένα έγραψε κάποτε ο Θάνος Αλεξανδρής, φίλος της, αυτόπτης μάρτυρας της, άνθρωπος της, κάτι σα σελίδα ημιτελούς ημερολογίου και γύρισε μαχαίρι στις καρδιές που χάνουν σιγά σιγά τις λεπτομέρειες του προσώπου της αλλά θυμούνται την αίσθηση της στις ζωές τους. Ο Θάνος, ένας λογοτέχνης ερημίτης, ένας σαν την Μαλβίνα, δικής του κατασκευής επαγγελματίας, που βαφτίστηκε στα σκυλάδικα κάθε που «αυτή η νύχτα μένει» και έγραψε ιστορία στην cult έκφραση της μικροαστικής μας τηλεόρασης, είχε ετοιμάσει το κείμενο για το συγχωρεμένο και αξέχαστο για όσους το ζήσαμε Down Town, μετά από παραγγελία του Πέτρου Κωστόπουλου και το ‘χε διαλέξει και ο Γιώργος Χρονάς, σε μια έκδοση του για κείνη. Υπήρξε ισότιμος φίλος της και όχι αδεσποτάκι της και ίσως για αυτό εκείνος μπορεί να ανακαλεί τις μνήμες της. Θα του το επέτρεπε και η ίδια.
«Εγώ σήμερα θα σας δείξω το κορίτσι των μαθητικών και νεανικών μου χρόνων, χρόνια πολλά πριν, σε μια άχαρη Χαλκίδα, όπου στα αβάσταχτα εφηβικά μας χρόνια αποτελούσε αντικείμενο λατρείας. Η Μαίρη Σακκά ή Μαλβίνα, ήταν η βασίλισσας της πόλης μας. Όταν τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της γέμιζαν λευκώματα με αποξηραμένα λουλούδια και καρδούλες, αυτή γρήγορα έχτιζε τον θρύλο της σε μια εποχή που αν συναντούσες στον δρόμο σου παπά και δεν έτρεχες να του φιλήσεις ευλαβικά το χέρι, αποτελούσε ύστατη βλασφημία. Ήταν η αποφράδα ημέρα στο διαγώνισμα της ζωγραφικής με θέμα «ελεύθερο σχέδιο» και τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα έστελνε στην κόλαση τη μισή πόλη.
Η καθηγήτρια μαζεύει τις κόλλες με τα μπουκέτα και τα ηλιοβασιλέματα και όταν παίρνει στα χέρια της το χαρτί της Μαλβίνας, σωριάζεται έντρομη. Η Αγία Παρασκευή, πολιούχος της πόλης -μεγάλη η Χάρη Της!- ζωγραφισμένη ολόγυμνη! Συγκαλείται έκτακτο συμβούλιο, το σχολείο αναστατώνεται, η ίδια αποβάλλεται «αυτό το κορίτσι έχει τον διάβολο μέσα του», αποφαίνονται οι παπάδες και ετοιμάζουν τον αφορισμό τους. Το γεγονός γίνεται πρώτο θέμα συζήτησης στο μεσημεριανό φαγητό και οι πρώτοι φαν αρχίζουν να προστίθενται μετά τη -μεγαλειώδη για μένα, επαίσχυντη για τους περισσότερους- πράξη από ένα κορίτσι που δεν ήταν 13 ετών…
…Περίπου στα 15 της γνωρίζει τον Βαγγέλη Κάραλη, έναν εκπληκτικό παιδί, ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου χαρτοπωλείου της οδού Αβάντων και φίλο του αδερφού μου. Μένει αμέσως έγκυος και τον παντρεύεται. Με την κοιλιά, ίσα μέχρι εκεί πάνω και την σχολική ποδιά 10 δάχτυλα πιο ψηλά από τις άλλες, συνεχίζει να ξαφνιάζει τους αυτόχθονες. Στην Αβάντων, τον πιο πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο σουλατσάρει όλη την ημέρα με στρατιωτικά, καυτά σορτς και κοθόρνους σπρώχνοντας ένα μαύρο καρότσι, στολισμένο με μαύρα μεταξωτά, με τη Μελίτα ως άλλο μωρό της Ρόζμαρι όπως έλεγε και η ίδια αργότερα, σατιρίζοντας τον εαυτό της. Βρίζει τους περαστικούς, διαπληκτίζεται με όσους τολμούν να την κοιτάξουν λίγο παραπάνω και καλεί επιτόπου το 100 όταν κάποιος νομίζει ότι είναι σε θέση να της κάνει σχόλια. Αυτό το υπέροχο πλάσμα που λάτρεψα στα μαθητικά μου χρόνια ήταν σίγουρα γεννημένη σταρ…
…Θυμάμαι τη Μελίτα στα πρώτα της χρόνια να παίζει με κάτι ξύλινα αλογάκια γιατί όπως έλεγε η ίδια η Μαλβίνα, αντί για παραμύθια και χαρούμενες ιστοριούλες εκείνη της έλεγε «Μελίτα; Αν δεις αστυνομικό να του φωνάξεις φασίστα, θα πεθάνεις». Μιλάμε για δικτατορία τώρα. Το μικρό προσπαθούσε αδέξια να αποστηθίσει, η μάνα μου σταυροκοπιόταν και εγώ υιοθετούσα ατάκες. 17 Νοέμβρη γεγονότα του Πολυτεχνείου και την επαύριον η Μαλβίνα ανεβαίνει στην ταράτσα με μαύρη σημαία και στη διαπασών το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» η πολυκατοικία αναστατώνεται, η ασφάλεια ειδοποιείται, κάτω από την Αβάντων γίνεται λαϊκό προσκύνημα. Τελικά η πράξη θεωρήθηκε ατόπημα μια νεαρής με «βεβαρημένο» παρελθόν και το γεγονός παραγράφηκε.
Κάποια στιγμή χωρίζει, φεύγει για το Παρίσι και πολύ αργότερα εγώ έρχομαι στην Αθήνα για σπουδές και συναντιόμαστε στο σπίτι της στην Πατησίων. Τώρα πλέον η Μαλβίνα μέσα από τα κείμενά της είναι μια πασίγνωστη δημοσιογράφος και καλόβολος όπως είμαι με τρέχει κα μένα στα ρεπορτάζ. Τι σε αδερφούς Μπαρμπούτσογλου με έτρεχε, τι σε τσοντάδικα, τι σε ακροάσεις τραγουδιστών, μέχρι και στα Bar της πλατείας Βάθη τη συνόδευσα, μεταμφιεσμένη σε κονσοματρίς για να κάνει το ρεπορτάζ της. Μέχρι και γριά με έντυσε γιατί δεν έβρισκε άνθρωπο για το ρεπορτάζ. Τα πρώτα τηλεοπτικά βήματα έγιναν στην κρατική τηλεόραση, κάπου το 1978, στην εκπομπή «Aγροτικοί Διάλογοι».
Στα χρόνια που πέρασαν η φήμη της που προοριζόταν κυρίως στους ανθρώπους του χώρου της, άρχισε να εξαπλώνεται. Η τηλεόραση δεν έκανε τίποτε παραπάνω από αυτό που ήταν προορισμένο για εκείνη: να γίνει διάσημη. Ο πολύς κόσμος ανακάλυψε στο Seven X ένα γλυκό κορίτσι με κοντά μαύρα μαλλιά και ωραίο χαμόγελο να μιλάει μπροστά στον καθρέφτη με την Πάολα για Μποντλέρ, με τον Χρονά για το μακιγιάζ της χήρας και με ένα νεκροθάφτη για το «πώς θα είσαι ένα ωραίο πτώμα».
Η υπέρβαση συνεχίζεται στον ίδιο σταθμό με την εκπομπή «Η πόλις εάλω». Εμένα με χρίζει διευθυντή παραγωγής, τι διευθυντής δηλαδή… Όλη ημέρα κουβαλούσα φώτα και κασέτες! Και η συνεργασία μας συνεχίζεται. Η Μαλβίνα σερβίρει πατσά στην κρεαταγορά, πουλάει λουλούδια στα μπουζουξίδικα, καθαρίζει τζάμια στα φανάρια, υποδύεται τη ρακοσυλλέκτρια. Η εμφάνισή της στον ΑΝΤ1 την καταξιώνει στο ευρύ κοινό. Κατάμαυρη μες στις ξανθές μπούκλες του καναλιού, χωρίς να δείχνει χρωματιστά χείλη και πόδια, εντελώς αντιτηλεοπτική, αλλά μάλλον κινηματογραφική φιγούρα. Η επόμενη συνεργασία μας ήταν στο «Όσο υπάρχουν Έλληνες». Η εκρηκτική επιτυχία της στο λαϊκό κοινό τη φοβίζει, σπάει το συμβόλαιο με ρήτρα εκατομμυρίων και προχωρεί στο Star με τους «Βίους άγιων». Αργότερα αρχίζουν τα ζωντανά ημίωρα, πρώτα στον ΣΚΑΪ και μετά στο Mega, όπου η Μαλβίνα αποκτά δύναμη και ισχύ με το μόνο πράγμα που ήξερε να διαχειρίζεται τόσο καλά: το κείμενο, τον λόγο.
Για μένα η καλύτερη στιγμή της ήταν στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, πριν ακόμη γίνει λαϊκό είδωλο. Αιρετική, σαρκαστική, ανατρεπτική! Ο σταθμός δέχεται κάθε μέρα εκατοντάδες τηλεφωνήματα από ακροατές που φωνάζουν «διώξτε τη τρελή». Τηλεφωνικές επικοινωνίες με σκυλάδικα της Ξάνθης και της Σπάρτης, αφιερώσεις σε στρατόπεδα, ναυτικές βάσεις, αεροπορίες και στους απανταχού ταξιτζήδες. «Πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου έπειτα από 10 χρόνια» τη ρώτησα. «Μια 50άρα με άσπρα άβαφτα μαλλιά, που θα γράφει βιβλία και θα φτιάχνει σπιτικές μαρμελάδες. Δεν έχω καμιά διάθεση να παίξω τη νεάζουσα. Άλλωστε η ηλικία, ό,τι και αν κάνεις δεν κρύβεται. Είναι μάταιο».
Έφυγε καλοκαίρι και μισούσαμε και οι δυο πολύ το καλοκαίρι. Ήταν και αυτός ένα λόγος που με αγαπούσε πολύ και μου το είχε πει: «Είσαι παιδί από τη δική μου πάστα. Δεν αγαπάς το καλοκαίρι, δεν σου αρέσουν οι διακοπές, δεν οδηγείς, και δεν έχεις κινητό». Έφυγε καλοκαίρι…».