Για τη νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, “Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς” τα έχει γράψει όπως πρέπει ο σύντροφος Γεροντόπουλος. Η “Ωραία Ελένη” του γαμωκαταπληκτικού αυτού φιλμ, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη Βίκυ Παπαδοπούλου. Βρήκαμε αφορμή λοιπόν, να τη συναντήσουμε στο Θέατρο Άνεσις, το οποίο οφείλουμε να ευχαριστήσουμε για τη φιλοξενία, στα παρασκήνια της παράστασης “Μέθοδος Γκρόνχολμ“. Mάθαμε λοιπόν, ότι λατρεύει να δουλεύει με τον Γιάννη Οικονομίδη κι ας μην της αρέσουν τόσο οι μπαλάντες, μιας και είναι της σχολής του Μπάμπη Παπαδόπουλου. Έπρεπε να το περιμένουμε ωστόσο, από κάποια που μικρή ήθελε να γίνει καντηλανάφτισσα και τώρα ελπίζει μεγαλώνοντας να γίνει σινεμά!
Μικρή τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; Και τι θες τώρα;
“Πολύ μικρή ήθελα να γίνω, καντηλανάφτισσα. Μου άρεσε η λέξη. Όταν έμαθα τι ακριβώς κάνει μάλιστα, είπα γιατί όχι; Τώρα θέλω να γίνω σινεμά!“.
Θέατρο, σινεμά και τηλεόραση στην Ελλάδα; Ήσουν τυχερή ή άτυχη που μπόρεσες να δουλέψεις και στα 3;
“Ήμουν εξαιρετικά τυχερή. Και από τα 3, αποκόμισα και κέρδισα κάτι σίγουρα. Εξελίχθηκα καλλιτεχνικά σαν ηθοποιός, αλλά και προσωπικά. Άλλη η διαδικασία της τηλεόρασης, άλλη του σινεμά, άλλη του θεάτρου. Ο λόγος ωστόσο που πήγα στη σχολή, ήταν η αγάπη μου για τον κινηματογράφο. Μπαίνοντας στη σχολή κι ας ήμουν πολύ μικρή, μόλις 17 μισό, γιατί είχα κερδίσει χρονιά, έβλεπα συνέχεια θέατρο. Φυσικό επόμενο, να το ερωτευτώ κι αυτό και να πω, πως θα μείνω εδώ όσο με αντέχει κι όσο το αντέχω. Ήμουν τυχερή που έκανα και σινεμά όπως προείπα και τηλεόραση αντίστοιχα. Και τα τρία τα αγαπώ εξίσου. Δεν υποτιμώ κάποιο“.
Πως είναι να δουλεύεις με τον Γιάννη Οικονομίδη; Όλοι οι ηθοποιοί που έχουν κατά καιρούς συνεργαστεί μαζί του, έχουν σταθεί στον ιδιαίτερο τρόπο καθοδήγησης τους από εκείνον και της συμμετοχής τους, στο έργο του. Κάτι παραπάνω μπορείς να πεις πια, στη δεύτερη συνεργασία σας.
“Το ταλέντο είναι ένα μπουκέτο πραγμάτων. Κι ο Γιάννης έχει πολύ ταλέντο. Πέρα από το γεγονός ότι είναι ένας εξαιρετικός κινηματογραφιστής για μένα, όπως και storyteller, έχει μία ικανότητα να βγάζει από τους ηθοποιούς του, ερασιτέχνες και μη, δηλαδή επαγγελματίες, την πάσα αλήθεια. Είναι ένας άνθρωπος ευφυέστατος, που σημαίνει ότι ακόμη κι η συζήτηση μαζί του, είναι κερδοφόρα, για τον συνομιλητή του. Είναι επίσης ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος που αγαπάει πολύ τους ηθοποιούς του, πράγμα που φαίνεται από τον τρόπο, που τους κινηματογραφεί. Τώρα ως προς τη διαδικασία να δουλεύεις μαζί του. Ο Γιάννης, δεν είναι ένας σκηνοθέτης που σου δίνει το σενάριο και πας στο γύρισμα, λέγοντας απλά τα λόγια σου. Κάναμε έξι μήνες πρόβα, στους οποίους παρότι σε κάθε σκηνή υπήρχε ένας σεναριακός σκελετός, ο Γιάννης σου έλεγε: “τώρα το πετάμε όλο αυτό και πάμε να δουλέψουμε το σενάριο μαζί”. Αισθάνεσαι λοιπόν συνδημιουργός, ότι είσαι κοινωνός σε κάτι κι όχι ένα εκτελεστικό όργανο. Εκτός αυτών, ο Γιάννης καταλαβαίνει την αλήθεια σου. Γνωρίζει λοιπόν, αν είσαι ψεύτικος. Το επαναλαμβάνω, κάναμε έξι μήνες εντατικά πρόβα, συζητώντας τους ρόλους μας, τις σκηνές μας, τις καταστάσεις, Δουλεύοντας με αυτόν τον τρόπο σε μαθαίνει και καταφέρνει να σου βγάλει αυτό που θέλει. Γιατί, είναι ένας πολύ καλός μαέστρος. Γνωρίζεται τόσο καλά με τους ανθρώπους που συνεργάζεται πια, που πλέον συνεννοείται με τα μάτια. Κι είναι όλα πολύ ήσυχα. Βλέπεις έτσι οξύμωρα, ένα σκηνοθέτη να κάνει ταινίες που μιλάνε για τη βία, δεν είναι βίαιες να το ξεκαθαρίσω αυτό και μετά τη λήψη το γύρισμα είναι εκκλησία“.
Σε διαλέγουν οι καλές ταινίες ή έχεις το κρυφό χάρισμα και τις διαλέγεις εσύ; (“Τανγκό των Χριστουγέννων”, “Republic“, “Το Μικρό Ψάρι“, Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, “Αναζητώντας τον Χέντριξ“)
“Και τις διάλεξα και με διαλέξανε νομίζω. Ταιριάζει πολύ μια φράση εδώ. Θα την πω κι ας μην θυμάμαι ποιος την έχει πει. Η προετοιμασία συναντά την ευκαιρία. Όπου ευκαιρία, μπορείς να βάλεις ένα καλό σενάριο, ή μια καλή συνεργασία, την αρπάζεις. Ωστόσο συνέβησαν και τα δύο. Και ήμουν τυχερή που με βρήκαν οι καλές ταινίες και τις βρήκα”.
Στην ταινία ένας βασικότατος ήρωας είναι κι η ελληνική επαρχία; Δεν ξέρω αν είσαι από χωρίο;
“Είμαι από την Κορώνη και την Πάτμο“.
Πόσο ρεαλιστική είναι η απεικόνιση της μικρής κοινωνίας της ελληνικής επαρχίας λοιπόν;
“Κοίταξε, νομίζω ότι δεν υπάρχει μόνο στην ελληνική επαρχία όλο αυτό, αλλά και στην Αθήνα. Ωστόσο, ίσως δεν είναι τόσο ορατό. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν παντού. Ο Γιάννης δεν σχολιάζει την επαρχία. Σχολιάζει γενικά τον Έλληνα. Απλά στην επαρχία τα πράγματα έρχονται γρήγορα στην επιφάνεια. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Κατάλαβες; Για αυτό τον λόγο ακριβώς μπορώ να το αναγνωρίσω“.
Τι μπορεί να αποδειχθεί πιο δυσβάστακτο; Μια τρύπια καρδιά πονεμένη από την καψούρα, ή τα απλήρωτα χρέη που σε βαραίνουν και σε κυνηγάνε παντού;
“Δύσκολη ερώτηση“.
Δεν κάνουμε εύκολες!
“Μου βάζεις ένα δίλημμα που αντιμετωπίζεται διαφορετικά, ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκεσαι. Εντάξει ο πόνος της προδοσίας ή της ερωτικής απογοήτευσης, είναι σίγουρα τεράστιος. Αλλά η πίεση του να χρωστάς κι αυτή είναι δυσβάστακτη. Είναι διαφορετικά πράγματα και δεν μπορώ να τα συγκρίνω. Απλά ξέρεις τι, ίσως ο πόνος ενός μεγάλου έρωτα με δουλειά ξεπερνιέται. Τα χρέη, δεν ξέρω πως σβήνονται από τη μια στιγμή στην άλλη“.
Θεωρείς, το μπινελίκι ίδιον του λαού μας σε τέτοιο βαθμό;
“Ξεκάθαρα. Ωστόσο ξέρεις κάτι, ο Γιάννης το σχολιάζει αυτό. Δεν λέει όμως ότι όλοι έτσι μιλάμε. Αλλά να σε ρωτήσω κάτι; Βγαίνεις εσύ με το αυτοκίνητο στον δρόμο και σου λέει κάποιος “άντε γαμήσου ρε παλιομάλακα” ε, θα τον βρίσεις κι εσύ πίσω. Θέλω να πω ότι οι Έλληνες βρίζουμε. Είναι ένας τρόπος έκφρασης, όταν θυμώνουμε, νευριάζουμε, πολλές φορές ακόμη κι όταν χαιρόμαστε. Είναι μέσα στη ζωή μας, το μπινελίκι, καλώς ή κακώς τι να κάνουμε“.
Τι σε ιντριγκάρει περισσότερο; Καλλιτεχνική σεζόν στον Κροκόδειλο ή time travel στην εποχή του “Τανγκό των Χριστουγέννων”;
“Κοίταξε το Τανγκό είναι πιο κοντά σε μένα. Μπορώ να το φανταστώ με κάποιο τρόπο και να στείλω το μυαλό μου εκεί, ενώ ο Κροκόδειλος είναι κάτι έξω από μένα, θα ήθελα να δω πως θα ήταν κάτι τέτοιο“.
Είσαι της μπαλάντας, τύπου Scorpions/ Πυξ Λαξ ή της σερφ ροκ εκδοχής που έκανε στον “Καραγκιόζη” ο Μπάμπης Παπαδόπουλος;
“Το δεύτερο!”.
Υπάρχει συνέντευξη που να μην σε έχουν ρωτήσει για τον Παπακαλιάτη;
“Ναι καλέ. Πολλές!“.
5 ταινίες που σε έκαναν να δεις το ελληνικό σινεμά με άλλο μάτι;
“Σίγουρα θα πω το “Σπιρτόκουτο” και τον “Μαχαιροβγάλτη” του Γιάννη, το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” του Τσιώλη, ο “Κυνόδοντας” σίγουρα κι η “Στρέλλα” του Πάνου Κούτρα“.
Για κάποιον που βλέπει απ’ έξω τη ζωή ενός ηθοποιού, φαντάζει υπέροχη. Γεννιέται και πεθαίνει πολλές φορές, ερωτεύεται, σκοτώνει, σκοτώνεται. Κάνει συνεντεύξεις, εξώφυλλα, φωτογραφήσεις, δίνει αυτόγραφα, παίρνει βραβεία κι έχει υψηλά κασέ. Για κάποιον που τη ζει πως είναι;
“Κοίταξε, σίγουρα έχει τη μαγεία αυτή που περιγράφεις. Έχει ωστόσο τρελό τρέξιμο, τρελή κούραση, τρομερή ανασφάλεια, γιατί ψάχνεις συνέχεια για δουλειά, αναμονή στα γυρίσματα, επανάληψη στο θέατρο, που είναι κι αυτή μια πρόκληση. Είναι όμως φοβέρα δημιουργική. Παρόλα αυτά υπάρχει κι η απόλυτη έκθεση. “Ξεβρακώνεσαι”, μπροστά στον καθένα. Επίσης αν είμαι πολύ χαρούμενη και παίζω έναν δραματικό ρόλο, το να διαχειριστώ το συναίσθημά μου είναι μια διαδικασία, κόντρα στο πραγματικό μου συναίσθημα. Ακούγεται ενδιαφέρον, αλλά ενέχει μια δυσκολία“.
Έχεις δηλώσει πως βρίσκεσαι σε μόνιμη αναζήτηση κι ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία εξελίσσεσαι. Θεωρείς πως συμβαίνει το ίδιο και με την κοινωνία γύρω μας;
“Μπορώ να πω, πως βλέπω τους ανθρώπους από όταν η ψυχολογία, μπήκε σαν θέμα συζήτησης στις παρέες, να αναλύουν τα πράγματα λίγο περισσότερο. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε τα σκοτάδια μας κι όλοι μας τα πολεμάμε όσο καλύτερα μπορούμε. Το βλέπω γύρω μου πιο συχνά πια“.
Τι παίζει άραγε με αυτή την περιβόητη “Μέθοδο Γκρόνχολμ”;
“Αυτή είναι μια παράσταση που σκηνοθέτησε ο Διαγόρας Χρονόπουλος στο θέατρο Τέχνης και παίχτηκε για 6 σεζόν. Όχι ολόκληρες. Ο Πέτρος Λαγούτης κι ο Χρήστος Σαπουντζής είχαν πει τότε πως ο κύκλος της παράστασης που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, δεν είχε κλείσει. Κάπως έτσι με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι ήρθε και πάλι η στιγμή της “Μεθόδου”. Έκανε λοιπόν τη σκηνοθετική αναβίωση ο Γιάννης Μόσχος, κρατώντας τη ματιά του Διαγόρα. Κι αν το έργο τότε ήταν μπροστά, τώρα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Για αυτό είμαστε πολύ χαρούμενοι με τη φετινή της επιτυχία, γιατί την αγαπάμε πολύ, αυτή την παράσταση“.