Η Χριστίνα Μουστακλή, ήρθε κρατώντας μια ανθοδέσμη με ήλιους. Με μια λευκή κορδέλα τους έδεσε δίπλα στα τριαντάφυλλα που είχε κρεμάσει λίγες μέρες πριν, στην προτομή του Σπύρου Μουστακλή. “Δεν θέλω να νιώθει μόνος”, είπε και μου άπλωσε το χέρι. Απομακρυνθήκαμε κάμποσο από τα κελιά των βασανιστηρίων του ΕΑΤ-ΕΣΑ και έτσι, κρατώντας σφιχτά το χέρι, μου έδειξε μέχρι που εκτείνονταν τότε τα κολαστήρια. “47 μέρες. Κάθε μέρα. Έφτανα σε μια πύλη που γκρεμίστηκε πια και τους ζητούσα τον άντρα μου, ένα σημάδι ότι είναι ζωντανός. Κάθε μέρα μου έλεγαν πως δεν έχουν ιδέα, μέχρι που μου τον παρέδωσαν σαν ένα κομμάτι συκώτι”.
Σκύβει και μαζεύει σομόν φύλλα. “Ο Σπύρος Μουστακλής” μου λέει “Ήταν πάντα ελεύθερος”. Η φιγούρα της μικραίνει καθώς απομακρύνεται και ο αέρας τρεμοπαίζει σαν σε εμβατήριο τους ήλιους στο μάρμαρο. Πριν αφήσει τα χέρια μου, το καταπράσινο βλέμμα της άφησε μια γρατζουνιά μνήμης.
“Σ’ευχαριστώ κορίτσι μου. Όλα τα παιδιά που θυμάστε τον Σπύρο, σας ευχαριστώ”.
Η δικτατορία ήταν ένα ολοκαύτωμα, που άφησε πίσω της επιζώντες να εξιστορούν την κόλαση που έφτιαξε ο άνθρωπος για τον άνθρωπο. Μια τέτοια ιστορία μου είπε η Χριστίνα. Για μια γυναίκα που θα παντρευόταν ξανά τον ίδιο άντρα, ακόμη και αν γνώριζε τι θα ακολουθούσε. Ένα βουνό πόνου, για ένα βλέμμα λευτεριάς.