Υπάρχει ένα κουδούνι στην οδό Ασκληπιού, που το κουδούνι γράφει με εφάνταστα γράμματα “Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ”. Στο γραφείο της, αφήνει τον γαλλικό καφέ να γεμίζει τα φλυτζάνια, δίπλα σε μικρά σαν πετράδια σοκολατάκια. “Πάντα μου άρεσε το ποτό, παρόλα αυτά τρία χρόνια έχω να το βάλω στο στόμα μου. Οι γιατροί βλέπεις… Τώρα τρώω μόνο σοκολατάκια”.
Φωτογραφίες καρφωμένες στον τοίχο. Ο “Σπάγκι”, ο αγαπημένος της σκύλος και εκείνη χρόνια πριν μαζί με τον σύντροφο της. Μοιάζει να ευχαριστιέται να μιλάει για το πώς γνωρίστηκαν: “Ήμασταν και οι δύο στα 24. Γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε μέσα σε τρεις εβδομάδες. Πρωτοσυναντηθήκαμε σε μια ταβέρνα, τη “Λεύκα”, εκεί όπου έγιναν και όλα τα ραντεβού μας. Ένα βράδυ είχαμε πιει πολύ. Συζητούσαμε διάφορα περί ζωής και γάμου. Τότε, έβγαζα το πρώτο μου βιβλίο. Γύρισα λοιπόν, και του είπα πως αυτόν τον καιρό είμαι απόλυτα αφοσιωμένη στην ποίηση και έχω πολύ πιο ενδιαφέρουσες δουλειές να κάνω από έναν γάμο. Σοβάρεψε απότομα και με ρώτησε τι θα του απαντούσα αν με ζητούσε σε γάμο. “Δεν θα μπορούσα να σου αρνηθώ”, του αποκρίθηκα. “Άρα, μόλις δέχτηκες”, μου είπε πιάνοντας το χέρι. Έκτοτε, μείναμε μαζί, για 43 ολόκληρα χρόνια. Εγγλέζος, με φοβερή μόρφωση. Ο τέλειος σύντροφος. Τον έχω χάσει εδώ και δώδεκα χρόνια”.
Άραγε, οι έρωτες των ποιημάτων της, είναι στη σφαίρα της φαντασίας ή περιγράφουν τη σχέση με τον Ρόντνεϊ Ρουκ; “Δεν θυμάμαι να έχω γράψει ποτέ για έναν φανταστικό έρωτα, μιας και ήμουν πολύ ενεργή βιωματικά. Κάθε φορά στόλιζα τον υπάρχοντα προσωρινό, με αυτόν που με ενέπνεε. Δεν ήταν λοιπόν, όλοι οι έρωτες των ποιημάτων μου για τον σύζυγό μου. Έρωτες στη ζωή μου είχα αρκετούς. Ακόμη και όταν ήμουν παντρεμένη με τον Ρουκ. Εκείνος το ήξερε, καταλάβαινε τα πάντα δεν είχε όμως, πρόβλημα. Θυμάμαι κατά τη διάρκεια του γάμου μας είχα έναν πιο σοβαρό έρωτα. Εγγλέζος και αυτός. Μια μέρα μου λέει: “Xώρισε με τον Ρουκ και έλα να ζήσουμε μαζί την ιστορία μας”. “Εγώ να αφήσω τον Ρουκ; Δεν είσαι καλά!”, του απάντησα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να διανοηθώ ότι θα εγκατέλειπα τον άνδρα μου. Είχαμε κάτι βαθύ μεταξύ μας. Και δεν είναι ότι είχα την ανάγκη ενός παράλληλου έρωτα. Απλά ήθελα να ζήσω έντονα“.
Καθώς μιλάμε, το ερώτημα που γεννάται, είναι αν τελικά ο έρωτας το πιο δύσκολο είδος ποίησης: “Δεν γράφω πλέον ερωτική ποίηση, διότι ο έρωτας είναι δεμένος με τα νιάτα. Τελειώνει μαζί τους ή αν έχει σωστές βάσεις μετατρέπεται σε αγάπη. Γράφω όμως, ακόμη στο χαρτί και αυτό με ευχαριστεί πολύ”.
Ποια ώρα αλήθεια γράφουν οι ποιητές; “Γράφω πάντα πρωί, ενώ το βράδυ κάνω τις διορθώσεις. Επίσης, γράφω πάντα λυπημένη. Αισθάνομαι ένα κενό και αυτόματα έρχεται το ποίημα, σαν φάρμακο. Γράφω πάντα με το χέρι. Λόγω της αναπηρίας μου, δεν χρησιμοποίησα ποτέ μου γραφομηχανή”.
Την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, δεν την παίδεψαν ποτέ οι λέξεις, είχε πάντα απόλυτη πίστη σε αυτές. “Πάντα έχω μια ελαφριά αίσθηση του τι θέλω να γράψω, ποια θα είναι η επόμενη λέξη. Η μία λέξη γεννά την άλλη. Πολλές φορές, πρώτα έρχονται αυτές και μετά συλλαμβάνω τι ήθελα να πω. Ιδίως η ποίηση είναι απόλυτα εξαρτώμενη από τη γλώσσα. Γιατί αυτή εμπνέει τις συγγένειες των ιδεών. Και η γλώσσα οδηγεί από τη μία ιδέα στην άλλη. Όσο γερνάω, τόσο περισσότερη θρησκευτική λατρεία έχω στις λέξεις“.
Δεν υπάρχει καμία συνταγή για την ποίηση όπως η ίδια ομολογεί, κάποια στάδια μόνο. “Πρώτο στάδιο: Πρέπει να έχεις κάτι ποιητικό μέσα σου, το οποίο μπορεί να έχει γεννηθεί από κάτι που συνέβη στη ζωή σου. Δεύτερον και πολύ σημαντικό, να έχεις ένα περιβάλλον που βοηθάει. Εγώ, είχα την τύχη να μεγαλώσω με έναν πατέρα που ήταν πολύ μορφωμένος και μια μητέρα που λάτρευε τα γαλλικά και την ποίηση. Και φυσικά τον νονό μου, τον Νίκο Καζαντζάκη. Από εκεί και πέρα, το επόμενο βήμα είναι να βρεις τι είναι αυτό που σε εμπνέει”.
Έρωτας και σώμα! “Με απασχολούν βαθιά αυτά τα θέματα. Ίσως να δένουν με την αναπηρία που είχα από βρέφος, αντιμετωπίζοντας διάφορα κινητικά προβλήματα. Μάλλον υποσυνείδητα μου έμεινε αυτή η μανία με το σώμα. Το δικό μου σώμα ήταν ελλειπτικό και έτσι ήθελα από το σώμα να έρχεται η πηγή της έμπνευσής μου. Και βέβαια τι είναι απόλυτα δεμένο με το σώμα; Ο έρωτας. Και με τον έρωτα; Η φαντασία“.
Ο Εγγονόπουλος έλεγε πως “στα χρόνια τα σακάτικα είθισται να δολοφονούν τους ποιητές”. Σήμερα, ποιος οπλίζει και σκοτώνει την ποίηση; “Δεν ξέρω αν η δική μας εποχή είναι τόσο σακάτικη, όσο αυτή που έζησε και περιγράφει ο Εγγονόπουλος. Αυτό που εγώ βλέπω είναι πως σε μία εποχή τόσο αντιπνευματική, λαμβάνω τόσα αξιόλογα βιβλία από νέα παιδιά. Το λέω και το ξαναλέω. Όταν ήμουν εγώ στην ηλικία τους, δεν ήταν έτσι η ποίηση. Βέβαια, εμένα η εποχή μου ήταν δύσκολη. Μεγάλωσα τη δεκαετία του ΄60 και τότε έλαμπε το άστρο του Σεφέρη και του Ελύτη. Άντε με τέτοια μεγέθη να γράψεις ποίηση. Το επίπεδο των σημερινών νέων που γράφουν ποίηση είναι πολύ καλό. Με κάνει έξαλλη όμως, που βιάζονται να αναγνωριστούν. Βρε παιδάκι μου έχεις αυτό το θείο δώρο που θα σε βοηθήσει σε όλη τη ζωή σου και σε ενδιαφέρει η αναγνώριση;”.
Τι πληγώνει τόσο το σήμερα; “Πρέπει να βγούμε από όλο αυτό το πνεύμα υλισμού, να πάψουμε να αναζητούμε το χρήμα και να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες μας. Ούτε προφήτης είμαι, ούτε ιστορικός αλλά διαβλέπω δύο άκρα. Από τη μία την παντοδυναμία του χρήματος και από την άλλη αρχίζουν ξανά κάτι παλαιά θρησκευτικά πάθη. Είναι τραγικό να σκοτώνονται σήμερα οι άνθρωποι στο πεζοδρόμιο για τη θρησκεία“.
Υπάρχει μια αίσθηση ότι το να βγάλεις χρήματα από την ποίηση φαντάζει απίθανο. “Από τις μεταφράσεις έβγαλα κάποια χρήματα. Από τα ποιήματα, όχι. Ζω με δυσκολία. Η σύνταξή μου μειώθηκε από τα 700 στα 500 ευρώ και περιμένω πόσο καιρό να πάρω την αναπηρική σύνταξη. Πληρώνω ενοίκιο, δεν έχω δικό μου διαμέρισμα αλλά από την άλλη, δεν έχω και πολλές ανάγκες. Είμαι αντιχρηματική. Κανέναν σεβασμό δεν έδειχνα στο χρήμα. Ό,τι είχα το μοιραζόμουν”.
Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, βγαίνει πλέον, ελάχιστα από το σπίτι. “Έχω συντροφιά μια καταπληκτική κοπέλα από την Αλβανία που μένει μαζί μου και με βοηθάει. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσα να ζήσω. Δεν είχα ποτέ παιδιά, ούτε αδέρφια. Συνηθίζω να λέω πως “δεν ζήλεψα ποτέ τις φιλενάδες μου που είχαν παιδιά. Αλλά τις ζηλεύω τώρα που έχουν εγγόνια”.
Πόσες χαρές να έκρυβε η ζωή για την Κατερίνα; “Συχνά λέω, ότι πλήρωσα λίγο ακριβά το εισιτήριο στη ζωή με την αναπηρία που είχα. Από εκεί και πέρα όμως, πήγαν όλα πολύ καλά στη ζωή μου. Είχα ιδανικούς γονείς και σύντροφο, το ιδανικό σπίτι στην Αίγινα. Κανένα παράπονο δεν έχω και νομίζω ότι αυτό είναι μεγάλος θησαυρός. Δεν αισθάνθηκα ότι κάτι μου οφειλόταν και δεν μου δόθηκε. Το ανάποδο μάλλον, θα έλεγα”.
Ο θάνατος είναι μια έννοια με την οποία αναρωτιέμαι πόσο έχει συμφιλιωθεί: “Δεν θέλω να συμφιλιωθώ, ούτε καν να τον φανταστώ. Αυτή είναι και η βασική πληγή μου. Όσο και αν πλησιάζω προς τα εκεί, η ιδέα του θανάτου με δηλητηριάζει. Δεν μπορώ να χαρώ ούτε την αναγνώριση, ούτε τίποτα. Είμαι 81 χρονών, έχει τελειώσει το τρίπρακτο. Δεν μπορώ να κινηθώ πλέον πολύ εύκολα αλλά ευτυχώς, δεν πονάω. Τα γηρατειά όμως, δεν μπορώ να τα καταπιώ. Με πληγώνουν πολύ“.