Καμιά φορά πας να γράψεις για κάποιους ανθρώπους και νιώθεις σαν να έχεις βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με αυτούς, λίγο πριν γίνετε εραστές. Τους έχεις φανταστεί, τους έχεις ακολουθήσει με το βλέμμα σου καθώς περπατούν. Έχεις περιεργαστεί τα ρούχα τους και έχεις ποντάρει στη μυρωδιά τους. Άνθρωποι που ερωτεύεσαι ανεξαρτήτως το φύλο τους, ενώνεσαι με την αύρα τους, χωρίς να ξέρεις πώς να τους ακουμπήσεις, πιο κουμπί της ψυχής τους να ανοίξεις πρώτο. Ένας τέτοιος άνθρωπος γεννήθηκε και πέθανε τον μήνα που καίει η άμμος και μαυρίζουν τα κορμιά, που πίνουμε φουμάροντας τα πάθη μας. Τον μήνα, που όλοι μοιάζουμε λίγο πιο αληθινοί. Γιατί η Σωτηρία Μπέλλου, ήταν σαν Αύγουστος…
Ήταν ο σπόρος που έπεσε το 1921, σε μια οικογένεια στην Οκτωνιά της Χαλκίδας. Ένας σπόρος που έμεινε απότιστος μην τυχόν και μεγαλώσει και όταν τελικά τα κατάφερε, ξεριζώθηκε βίαια από μια οικογένεια που το κορίτσι δεν μπορούσε να είναι και μάγκας.
Τη στεφάνωσαν με έναν από αυτούς τους τύπους που μπορούν να χτυπούν μεθυσμένοι, 17χρονα παιδιά. Να χαστουκίζουν, να κλωτσούν και να νιώθουν μοναδικά εναρμονισμένοι, με το πατριαρχικό προφίλ της ελληνικής κοινωνίας. Την χτύπησε τη Σωτηρία ο άντρας των εφιαλτών της, της πήρε με γροθιές το παιδί που είχε μέσα της. Μπήκε στη φυλακή, του έκαψε το πρόσωπο με το βιτριόλι που την πότιζε μερόνυχτα ολόκληρα. Βλέπεις, το τραύμα δεν χρειάζεται να υπάρχει, αρκεί απλά να φαίνεται…
Το 1940, μαζί με κάμποσους φαντάρους φεύγει για την Αθήνα. Το χωριό δεν συγχωρεί την βιτριολίστρια και η οικογένεια δεν είναι από αυτές που μπορούν να αγαπούν.
“Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή”.
Το απύλωτο στόμα της, βρίσκει φωνή στην Αθήνα της Κατοχής. Οργανώνεται στο ΕΑΜ, η επανάσταση ξεκινά κάθε μέρα στο αντάρτικο που σηκώνει το μυαλό της. Επιστρέφει στο κελί καθ’ υπόδειξη ενός αρουραίου που τρεφόταν στο αίμα όσο βασανίζονταν για ελευθερία. Ένα χρόνο στη φυλακή και μετά ξανά στις μάχες του ΕΛΑΣ, στην Καισαριανή. Παρέα της, ο αιώνιος φίλος της, ο Χαρίλαος Φλωράκης.
“Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές”.
Λες δεν μπορεί, θα σπάσει, θα λυγίσει. Ξανά φυλακή, ξανά ξύλο, πόσο τσαμπουκά να φτύσει στα φασιστόμουτρα μας; Εμφύλιος και νέος αγώνας για το αυτονόητο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του μυαλού. Όταν αφεθεί ελεύθερη από το υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου, θα τρυπώσει στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Εκεί, με μια κιθάρα θα γίνει η φωνή του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Ελλάδα, δίπλα στον Τσιτάνη. Μαρμάρινη φωνή, δεν υφίσταται τη φθορά του χρόνου.
Δεν χαμπάριαζε η Σωτηρία. Ούτε μπάτσους, ούτε θαμώνες, ούτε νταβατζίδες στη ζωή της. Τράβαγε χαστούκια πάνω στην πίστα σε όποιον έκανε να την διπλαρώσει. Η πίστα της, η αρένα της. Ένα βράδυ, μια παρέα με χίτες από αυτούς που αιματοκύλησαν οικογένειες ολόκληρες, μπαίνουν στο μαγαζί με μόνη τους δύναμη το αντριλίκι που τους δίνει το κομμάτι ύφασμα που λένε στολή και παραγγέλνουν το “Του αετού ο γιος” με μπόλικο φασισμό σε κοντό ποτήρι, όσο το μπόι των αξιών τους.
“Α πάενε ρε”.
Είπε, για να μετρήσουν πάνω της ξανά όλα τα απωθημένα τους άνθρωποι που πάσχιζαν για την ανελευθερία.
“Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί”.
Η εγγονή του παπά, η κόρη του εύπορου εμπόρου, η βιτριολίστρια, η ΕΑΜίτισσα, η ρεμπέτισσα που αναδείχτηκε από τον Τσιτσάνη, όλα είναι Σωτηρία. Ένα κράμα παθών, που χωρίς αυτά μάλλον η ζωή της δεν θα μπορούσε να συνεχίσει. Ζάρια βουτηγμένα στο αλκοόλ, λεφτά που φτερούγιζαν στο καπό ενός ταξί…
“Στη διάρκεια της νοσηλείας το σκάει από το νοσοκομείο, έρχεται με βρίσκει και μου ζητάει λεφτά. Την ακολούθησα να δω πού θα πάει και την βρήκα να παίζει ζάρια έξω από το νοσοκομείο της Βούλας, σε μια πιάτσα, στο καπό ενός ταξί” Κάππος
Η Μπέλλου αναμετρήθηκε με τον χρόνο και τις εποχές, κρατώντας πάντα τον άνεμο κόντρα. Βάδισε με τον λαό, τραγούδησε κάθε του αναστεναγμό. Δεν μας επιτρέπεται να καταλογίσουμε το παραμικρό λάθος σε έναν άνθρωπο που έδωσε αμέτρητες μάχες για την προσωπική ελευθερία. Και αν τα πάθη της, είναι οι δικοί μας κοινωνικά κατασκευάσματα;
Πότε ντόρτια, πότε εξάρες μέχρι το τέλος, για τη γυναίκα που έγραψε στα παντελόνια της όλους όσους τσακίστηκαν στην ηθική τους, δηλώνοντας ομοφυλόφιλη. Φρόντισε πριν φύγει νικημένη από το καρκίνο που της πήρε τη φωνή, να χάσει την περιουσία της. Μόνης της μέχρι το τέλος, με τον Χαρίλαο της. Πόση ελευθερία χρειάζεται αλήθεια να αντέχεις να πεθαίνεις μόνος;
Για όλους τους ανθρώπους που παλεύουν για την ελευθερία είναι αυτές οι αράδες. Για όσους σαπίζουν άδικα σε φυλακές και χάνονται σε λευκά κελιά ψυχιατρείων. Σε όσους χάνουν το μυαλό τους, σε όσους το βρίσκουν στο παρά πέντε. Σε όλους όσους κλαίνε και φοβούνται το σκοτάδι. Για εμάς και για μια Κυριακή…