Μας στάθηκαν στο δημοτικό. Στο γυμνάσιο. Στο λύκειο. Στη σχολή. Και γενικότερα, στη ζωή! Μιλάμε, ουσιαστικά, για το θείο δώρο του θεού στον άνθρωπο και αυτό δεν είναι άλλο απ’ τα μακαρόνια Misko, διάολε. Κάθε μέρα μαζί τους είναι χαρά.
Τα μακαρόνια δεν είναι απλά ένα φαγητό. Είναι μυρωδιές, συναισθήματα… είναι αναμνήσεις μωρέ!
Γι’ αυτό και τέσσερις Προβοκάτορες “χτυπούν” τα πληκτρολόγιά τους με σκοπό να μας φέρουν στο πιάτο σου βιωματικές τους ιστορίες που ‘χουν σαν θέμα, τι άλλο; Τα μακαρόνια.
Ακάκιε ακούς;
Ξεκινάμε.
Ο Ηλίας ο Γεροντόπουλος
Ξέρεις τι είναι τα μακαρόνια “μπλουμ”; Λογικό, κανείς δεν ξέρει! Αλλά φίλε μου προβοκάτορα, φιλενάδα μου προβοκατόρισσα, παρόλο που αξίζει να το ξέρουμε λίγοι και καλοί, εγώ τ’ αποφάσισα σήμερα να μοιραστώ μαζί σου το μυστικό των καλοφαγάδων. Και θα το μοιραστώ με μια ιστορία που ξεκινάει σ’ ένα γεροντοπουλόσπιτο, σ’ ένα χωριό, μια βροχερή χειμωνιάτικη νύχτα. Ήμουνα πιτσιρίκος κι η αδερφή μου σπόρος. Η τηλεόραση είχε ελληνική ταινία, εμείς είχαμε πείνα κι η γιαγιά μπήκε στην κουζίνα. Κατσαρόλα στη φωτιά, νερό μπόλικο “με το μάτι”, και μόλις βράσει… πελτές ντομάτας! Πελτές, λάδι, αλάτι, πολύ πιπέρι και ρίγανη. (Έχεις κρασί; Βάλε και κρασί). Κι αφού μαγειρεύτηκε όλο αυτό κι έγινε σάλτσα, ρίχνει μέσα η γιαγιά κοφτό μακαρόνι και το αφήνει να βράσει στη σάλτσα του! Κι εκείνο έβρασε, κι η γιαγιά το άφησε να ρουφήξει κι άλλη σάλτσα, πήρε βαθύ πιάτο, το ‘ριξε μέσα χωρίς σουρωτήρια κι αηδίες, κι από πάνω μισό κιλό φέτα. Αυτό το φαγητό λοιπόν (μ’ ελληνική ταινία!) κερδάει τις καρμπονάρες όλης της Ιταλίας. Και θα συμφωνούσανε μαζί μου από τον Πίρλο και τον Ουμπέρτο Έκο, ως τον Τζενάρο το μάγειρα! Δοκίμασε και δεσμεύομαι: κι εσύ θα συμφωνήσεις (άμα ξέρεις να φας).
Ο Νίκος ο Ράπτης
Όπως αυτός που σέβεται το ρομαντικό ποδόσφαιρο οφείλει να ξέρει απ’ έξω τις ενδεκάδες της Ρίβερ και της Μπόκα, αυτός που σέβεται τη μουσική οφείλει να ξέρει όλους τους μπασίστες απ’ τα αγαπημένα του συγκροτήματα, έτσι και αυτός που σέβεται τα μακαρόνια με κιμά οφείλει να τα τρώει με μακαρόνι νούμερο 2. Τι; Αυτά είναι για το παστίτσιο; Πλάκα μου κάνεις φίλε, έτσι δεν είναι; Προτιμώ να φάω το παστίτσιο με το 10αρι (όχι τον Φορτούνη), παρά τα μακαρόνια με κιμά. Είναι γεννημένα για να τρώγονται έτσι και αυτό δεν μου το έμαθαν στο σχολείο που πήγα, αλλά στο σχολείο της ζωής δίπλα στον Στρατή (τον πατέρα μου!) που τα καταβρόχδιζε με την ταχύτητα του Καμπαμαρού (x2). Μάθετε μπαλίτσα από τον άρχοντα μωρέ…
Ο Τίμος ο Κουρεμένος
Η μακαρονάδα είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε κάποιον! “Μακαρονάδα”, έλεγε ο Καμπαμαρού που τον έβλεπα όταν ήμουν μικρός να κατεβάζει τα μπολ με μανία και τεράστιο στόμα. Εκείνος νομίζω ήταν που με έκανε να αγαπήσω τα μακαρόνια. Μακαρόνια με κάθε πιθανό υλικό. Με τυρί, με κόκκινη σάλτσα, με κιμά, αλά κρεμ, με τόνο, με τέσσερα τυριά, με λάδι και σκόρδο, με πέστο… Όποιος συνδυασμός και να ήταν, η απόλαυση και η χαρά ήταν πάντα τεράστια.
Τις Κυριακές μάλιστα στο σπίτι μαζευόμασταν όλη η οικογένεια, θείοι θείες, γιαγιάδες, παππούδες και τρώγαμε μακαρόνια με κοτόπουλο κοκκινιστό! Ένα μικρό έπος!
Μικρός βέβαια δεν εκτιμούσα αυτή την συνήθεια που είχαμε, τώρα όμως που το σκέφτομαι, θα ήθελα να ξαναπάω σε ένα τέτοιο τραπέζι και να γευτώ αυτές τις υπέροχες γεύσεις!
Κάθε φορά που φτιάχνω μακαρόνια (νούμερο 6 και όχι και πολύ βρασμένα, να κάνει κρατς δηλαδή) και τα βάζω παρέα με ένα κοκκινιστό κοτόπουλο όπως το έφτιαχνε ο παππούς, ταξιδεύω πίσω σε αυτές τις ωραίες αναμνήσεις της Κυριακής στο σπίτι.
O Σταύρος ο Βούλγαρης
Νέτα σκέτα, μακαρονάδα με κεφτεδάκια. Άκου όμως τη φάση. Πρώτη φορά την είδα στη Λαίδη και τον Αλήτη. Όμως αν ήσουν αγοράκι στο δημοτικό, στα τέλη του ’90, δεν μπορούσε να σ’ αρέσει η Λαίδη κι ο Αλήτης. Ήταν για κορίτσια! Οπότε δεν μπορούσε να μ’ αρέσει ούτε κι η μακαρονάδα με τους κιοφτέδες. Ύστερα όμως, ένα βράδυ οι γονείς μου έλειπαν κι είχα πάει να μείνω στα ξαδέρφια μου. Ο μεγάλος μου ξάδερφος έβλεπε μια ταινία. “Γιάννη, να δω κι εγώ;” του κάνω. Σκέφτεται μαφία, σκέφτεται πυροβολισμούς, αλλά… “Ντάξει” μου λέει τελικά, αλλά μην το πεις στη μάνα σου. Ήταν ο Νονός. Κι έτρωγε… μακαρόνια με κεφτέδες! “Κάθε άντρας πρέπει ν’ αγαπάει την οικογένειά του κι αυτή τη μακαρονάδα” είπε ο σοφός ξάδερφος Γιάννης (16 ετών). Κι ο μικρός Σταύρος, την επόμενη κιόλας μέρα (ήταν Σάββατο), έκατσε στο τραπέζι του πρωινού και έκανε μερικές πολύ σημαντικές δηλώσεις: “Μαμά, μπαμπά, έχω να σας πω δύο πράγματα. Πρώτον, σας αγαπώ πολύ. Δεύτερον, θέλω μακαρόνια με κεφτέδες!”. Από τότε, δεν έπαψα μέρα ν’ αγαπάω τους γονείς μου, κι αυτή τη μαγική μακαρονάδα! (Αλήτη, πατώνεις;)