-Θέλω να πάω κι εγώ στο The Second Woman.
-Πάμε παρέα.
-Όχι, εγώ θέλω να παίξω.
-Όχι, μην, ό, τι και να κάνεις, στο τέλος θα σε χωρίσει.
Αυτή ήταν η συζήτηση με τον Πέτρο Δεμερτζή, όταν ανακοινώθηκε το project, The Second Woman, από τη «Στέγη», με τη Στεφανία Γουλιώτη να υποδύεται τη «Βιρτζίνια» επί 24 ώρες και να συναντιέται με 100 άντρες τους οποίους χωρίζει. Χωρίς πρόβα και με τη δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού, με τον αυθορμητισμό να το κάνει να ξεχωρίζει. Άρα είναι ένα κοινωνικό πείραμα.
Ένα κοινωνικό πείραμα που οι Αθηναίοι έσπευσαν να απολαύσουν, καθώς από το μεσημέρι του Σαββάτου εκείνοι που αντιλήφθηκαν πως θα παρακολουθήσουν κάτι πρωτόγνωρο, βρισκόντουσαν πέριξ του κτιρίου της «Στέγης».
The Second Woman, οι 24 ώρες
Η Στεφανία Γουλιώτη, οπλισμένη με θάρρος, κουράγιο και όλες τις πτυχές του πολύπλευρου ταλέντου της, τους περίμενε ως «Βιρτζίνια» στο κουτί φορώντας ένα κόκκινο φόρεμα, με την ξανθιά περούκα-σήμα κατατεθέν της Τζίνα Ρόουλαντ, έτοιμη να αντιμετωπίσει τους κάθε λογής άντρες, προετοιμασμένη να χορέψει μαζί τους το Taste of Love των AurA (σημαντικό όχημα για να προχωράει η κάθε συνάντηση), να επιστρατεύσει ουίσκι ή νουντλς, ενώ η παράσταση κινηματογραφούταν, με μια μεγάλη οθόνη να εστιάζει στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας.
Ο κόσμος, γεμάτος με περιέργεια, αλλά και θαυμασμό για αυτή τη διπλή αναμέτρηση της Στεφανίας Γουλιώτη: με τον εαυτό της και τις φυσικές αντοχές της, με το άγνωστο που θα σταθεί απέναντί της, όχι μία, αλλά εκατό φορές.
Κάθε «Μόρτι» που έμπαινε έβαζε καινούργια δεδομένα στη «Βιρτζίνια»: Αν και το κεντρικό σενάριο ήταν ίδιο, κάθε περίπτωση ήταν εντυπωσιακά διαφορετική, κάθε εκδοχή της «Βιρτζίνια» ήταν μοναδικά ξεχωριστή, εύπλαστη και ταυτόχρονα συγκροτημένη για κάθε «Μόρτι», που στεκόταν μπροστά της, είτε ήταν κάποιος άγνωστος, είτε ήταν ο Μάκης Παπαδημητρίου, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ο Πάνος Μουζουράκης… Είτε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης! Κρίμα δηλαδή που δεν ήταν και ο Δεμερτζής, αν και με τη φλυαρία του θα μπορούσε να «γονατίσει» τη Γουλιώτη.
Κι ενώ το κοινωνικό πείραμα ήταν σε εξέλιξη, οι θεατές που έβγαιναν ή περίμεναν να μπουν έξω από την αίθουσα, «έχτιζαν» μια θετική ατμόσφαιρα στο λόμπι, αλλά ακόμη κι έξω, με ένα bao bun στο χέρι. Οι συζητήσεις κινούνταν γύρω από το θέμα του χωρισμού, με εκείνους τους θεατές που έχουν βρεθεί στη θέση της Βιρτζίνια της «Βιρτζίνια» ή του «Μόρτι» πολλές φορές, να ταυτίζονται, να εξιστορούν την εμπειρία τους, να γελάνε ή και να συνειδητοποιούν εκείνη τη στιγμή το λάθος τους (ένας φίλος μου, δεν τον ξέρετε).
Με λίγα λόγια, όσοι δεν ζήσατε αυτή τη μετα-θεατρική εμπειρία, ναι, χάσατε!
Όσοι δεν είδατε τη Στεφανία Γουλιώτη να γράφει ιστορία, ναι, χάσατε!
The Second Woman – Σκηνοθετικό Σημείωμα
Το “The Second Woman” δεν μοιάζει με θεατρικό έργο ή αφηγηματική παραγωγή. Αν και το σενάριο βασίζεται σε μια αφηγηματική κατάσταση, η δραματουργία της σκηνής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πραγματική αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονται εκ των προτέρων. Το σενάριο λειτουργεί για να δημιουργήσει καταστάσεις μεταξύ του συμμετέχοντος και της ηθοποιού. Οι καταστάσεις αυτές παράγουν μια σειρά από σχέσεις/συναισθήματα: αμηχανία και άγχος, χαρά και σύνδεση, θυμό και απογοήτευση, ερωτική οικειότητα. Η πολιτική και συναισθηματική βαρύτητα του “The Second Woman” έγκειται στην ικανότητα της παράστασης να καταδεικνύει τους λεπτούς τρόπους με τους οποίους η εξουσία λειτουργεί στο επίπεδο της καθημερινής συναισθηματικής εμπειρίας και της τυπικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Το “The Second Woman” φέρνει στο προσκήνιο αυτό που η Kathleen Stewart, παραπέμποντας στη Sianne Ngai, περιγράφει ως «κακά παραδείγματα: όχι τέλειες αναπαραστάσεις μιας ιδεολογίας ή μιας δομής που λειτουργεί στον πραγματικό κόσμο, αλλά υπαρκτούς τόπους όπου έχουν συγκεντρωθεί δυνάμεις και έχουν φτάσει σε σημείο σύγκρουσης για να δώσουν υπόσταση σε κάτι».[1]
Το “The Second Woman” ξεκίνησε ως ένα μικρό αυτοχρηματοδοτούμενο πρότζεκτ. Ήταν ένα εγχείρημα υψηλού ρίσκου, καθώς, αν και μπορούσαμε να δοκιμάσουμε το έργο με πολλούς συμμετέχοντες, δεν μπορούσαμε να δοκιμάσουμε την πτυχή της χρονικής διάρκειάς του. Δεν υπάρχει τρόπος να κάνεις πρόβες για μια 24ωρη παραγωγή που βασίζεται στο κοινό και τους συμμετέχοντες. Με τόσο πολλές μεταβλητές και άγνωστους παράγοντες, πήγαμε στην πρώτη μας παράσταση με κάποιον βαθμό τρόμου.
Μετά από τρεις επαναλήψεις της παράστασης στην Αυστραλία, μας προσκάλεσαν να κάνουμε μια παράσταση στα εγκαίνια του Weiwuying (Εθνικό Κέντρο Τεχνών της Καοσιούνγκ, Ταϊβάν). Αυτό το εγχείρημα εισήγαγε ένα επιπλέον σύνολο μεταβλητών. Μας ήταν άγνωστο πώς οι Ταϊβανέζοι συμμετέχοντες θα αντιμετώπιζαν το υλικό και αν η μορφή της παράστασης θα άντεχε σε αυτό το πολύ διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο. Για αυτή την πρώτη διεθνή επανάληψη, υιοθετήσαμε την ιδέα της ανεύρεσης μιας εγχώριας ηθοποιού για κάθε διεθνή παρουσίαση. Η Zhu Zhi-Ying ήταν η ερμηνεύτρια, ενώ η A-Wing Hsu συνέβαλε ως συν-σκηνοθέτρια της παράστασης. Είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες στο Κέντρο Τεχνών Weiwuying –και συγκεκριμένα στην Emma Liao και την Kathy Hong– καθώς και στη Zhi-Ying που πήραν το ρίσκο να δημιουργήσουν μαζί μας μια έκδοση αυτού του έργου στα μανδαρινικά κινεζικά.
Αν και η μορφή της παράστασης είχε λειτουργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο στην αρχική εκδοχή, δεν είχαμε ιδέα πώς θα επηρέαζε το έργο μια αλλαγή στο πολιτισμικό πλαίσιο – στην προκειμένη περίπτωση, μια διαφορετική πόλη και φεστιβάλ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το “The Second Woman” δεν υπάρχει πριν από τη στιγμή της παρουσίασής του. Δημιουργείται κάθε φορά εξαρχής, κουβαλώντας μαζί μια σειρά από ενδεχόμενα στοιχεία, τα οποία μπορεί κανείς να επιμεληθεί και να διαχειριστεί, αλλά ποτέ να τα ελέγξει πλήρως.
Το “The Second Woman” είναι φτιαγμένο από ένα γυναικείο και μη δυαδικό επιτελείο ανθρώπων. Πίσω από τη σκηνή, έχουμε 4 άτομα στον χειρισμό κάμερας, 2 άτομα στην εναλλαγή οπτικής, 2 άτομα στον χειρισμό ήχου, 2 άτομα στη διεύθυνση σκηνής και 2 άτομα στον συντονισμό των συμμετεχόντων. Αν και κάνουμε εκπαίδευση και παρέχουμε κατευθυντήριες γραμμές πριν από την παράσταση, αυτό το επιτελείο εργάζεται για να λαμβάνει αναπαραστατικές αποφάσεις από στιγμή σε στιγμή. Αυτό διασφαλίζει ότι οι γυναικείοι και μη δυαδικοί τρόποι θέασης και οι αντίστοιχες συναισθηματικές λειτουργικές διατηρούν τον ειρμό της παράστασης.
-Nat Randall & Anna Breckon
[1] Kathleen Stewart, “The Perfectly Ordinary Life,” S&F Online 2, no. 1 (2003)