Η ομορφιά της μικρής Σλοβενίας είναι δυσανάλογη του μεγέθους της κι εγώ πήρα μια πρώτη εικόνα, ακολουθώντας την παράλληλη διαδρομή του τρένου με το μεγαλύτερο παραπόταμο του Δούναβη, τον Σάβα, από το Ζάγκρεμπ μέχρι την πρωτεύουσά της, Λιουμπλιάνα. Το πράσινο και τα γραφικά χωριά συνόδευαν την πορεία των πεντακάθαρων νερών του μέχρι το μικρό σιδηροδρομικό σταθμό της Λουμπλιάνας, από όπου πήρα το λεωφορείο για να φτάσω στη λίμνη Μπλεντ.
Το μικρό χωριό είναι χτισμένο κοιτάζοντας το μόνο αξιοθέατό του, τη λίμνη, μέσα στην οποία βρίσκεται και το μοναδικό νησί της Σλοβενίας. Μία καθολική εκκλησία και ένα ζαχαροπλαστείο είναι οι φύλακες του νησιού, που βρίσκεται στην άκρη της λίμνης, ενώ στην κορυφή του στον απέναντι βράχου, βρίσκεται το κάστρο του χωριού.
Ντόπιοι και επισκέπτες που φτάνουν συνεχώς με τα λεωφορεία περπατούν περιμετρικά της λίμνης, μην ξέροντας ποια είναι η καλύτερη γωνία για να φωτογραφίσουν, αφού σε κάθε βήμα δείχνει πιο παραμυθένια. Ανεβαίνοντας στο ύψωμα Ojtrica μου κόπηκε η ανάσα. Το σκηνικό είναι σαν βγαλμένο από ταινία, ενώ τα χρώματα δίνουν μια ψεύτικη διάσταση σε ό,τι από κάτω θα μπορούσε να πλησιάσει την πραγματικότητα.
Φεύγοντας από το μαγικό τοπίο προς τη Λιουμπλιάνα, θεώρησα ότι θα επιστρέψω σε κάποιο κοινό αστικό περιβάλλον. Όμως όχι. Η μικρή πρωτεύουσα της Σλοβενίας, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αν και πολύβουη, είναι χαλαρωτική.
Η θέα από το επιβλητικό της κάστρο αποτυπώνει και το μικρό μέγεθός της. Όμως η πόλη που μπορείς να την περπατήσεις από τη μία ως την άλλη άκρη της σταυρωτά σε 15 λεπτά – προσέχοντας τα ποδήλατα που διαρκώς κινούνται στο κέντρο της – έχει ζωντάνια και κυρίως έχει χαρακτήρα.
Το άγαλμα του εθνικού ποιητή των Σλοβένων, του Πρεζερέν, κοσμεί την κεντρική πλατεία, και δίπλα του οι τρεις γέφυρες αποτελούν ένα από τα περάσματα πάνω από τον ποταμό Λιουμπλιάνικα προς την άλλη μεριά του κέντρου της πόλης, το οποίο είναι αποκλειστικά για πεζούς και ποδήλατα, αφού απαγορεύονται τα αυτοκίνητα.
Καφετέριες και εστιατόρια απλώνονται δεξιά και αριστερά του ποταμού, ενώ στη μία του άκρη στήνεται καθημερινά η αγορά τροφίμων, κάτι σαν τη δική μας λαϊκή. Από τα μέσα Μαρτίου μέχρι και τον Οκτώβριο, εκεί όπου τελειώνει η υπαίθρια αγορά, στήνεται η αγορά φαγητού, με σεφ από όλη τη Σλοβενία να σερβίρουν τα ευφάνταστα και νόστιμα φαγητά τους και τα πλήθη να συρρέουν αψηφώντας τον καιρό για να τα δοκιμάσουν, θαυμάζοντας παράλληλα τα απίστευτης αρχιτεκτονικής κτίσματα που βρίσκονται γύρω τους.
Δε γίνεται να μην αναρωτηθεί κανείς γιατί μια τόσο κοσμοπολίτικη στο μάτι πόλη έχει για έμβλημά της ένα δράκο και η απάντηση σύμφωνα με το μύθο, είναι ότι πρόκειται για το δράκο που σκότωσε ο Ιάσωνας, επιστρέφοντας με το χρυσόμαλλο δέρας.
Παράλληλα με τον παραποτάμιο πεζόδρομο δύο άλλοι φιλοξενούν μικρά εμπορικά μαγαζιά, με τις καλόγουστα στολισμένες βιτρίνες που γεμίζουν ευχάριστα το μάτι, αλλά και κάποια ακόμα μπαράκια και μικρά εστιατόρια για γρήγορο φαγητό.
Κι αν το κέντρο της Λιουμπλιάνας έχει μια αρχιτεκτονική που αποπνέει αρχοντιά, λίγο πιο έξω, σε μικρή απόσταση από το σταθμό του τρένου και των λεωφορείων, ένα κατειλημμένο στρατόπεδο από την άλλοτε εποχή της Γιουγκοσλαβίας, η Μετέλκοβα, δίνει μια εντελώς αντιφατική της πρώην ιδιότητάς του αίσθηση: αυτή της ελευθερίας.
Φοιτητές, αναρχικοί, αντιφασίστες και κάθε ελεύθερο πνεύμα χωράει σε αυτόν το μοναδικό χώρο, όπου κάτω από τα παλιά κτίσματα που είναι καλυμμένα με γκράφιτι κρύβει καφετέριες, μπαρ, συναυλιακούς χώρους, τόπους πνευματικών συναντήσεων, αλλά και γκαλερί με έργα τέχνης, τα οποία στη Νέα Υόρκη θα μπορούσαν ίσως να πωληθούν για μια περιουσία.
Μπήκα διστακτικά στο χώρο, στο κέντρο του οποίου μια παρέα έπαιζε ποδόσφαιρο και ακόμα πιο διστακτικά σε κάτι που έμοιαζε με καφετέρια. Και ήταν. Είχε μπαρ και ένα τραπέζι, ενώ στη μέση της κάτι πιτσιρίκια με εμφάνιση άλλη από αυτήν που έβλεπα μέχρι τότε στο δρόμο, τζάμαραν με τα ντραμς, το μπάσο και την κιθάρα τους.
Ο ένας από αυτούς με σέρβιρε, ξεκαθαρίζοντάς μου ότι απαγορεύεται το κάπνισμα μέσα, ενώ όσο κάθισα εκεί, μία 70 περίπου ετών κυρία, ήπιε το τσάι της, ένας πατέρας με τη 10χρονη κόρη του χάζεψαν τους επίδοξους μουσικούς, ένας Γάλλος τουρίστας τους χάρισε την πέννα του κι ένας μεθυσμένος Σλοβένος έψαχνε κάποιον συντοπίτη του για να πουν μια κουβέντα.
Αυτό το μωσαϊκό των ανθρώπων είναι ανάλογο και των χρωμάτων της Λιουμπλιάνας. Με το πράσινο να κυριαρχεί, ακόμα και στο κέντρο της πόλης, τις αμέτρητες αποχρώσεις που δίνει ο ήλιος ή η απουσία του στο ποτάμι που κυλά στο κέντρο της, τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει το κάστρο που δεσπόζει από πάνω της συντίθεται η εικόνα της. Ο ήχος της, απουσία των αυτοκίνητων, είναι αυτός του κόσμου, δηλαδή της ζωής.
Οι Σλοβένοι δεν ξεχωρίζουν ανάμεσα στους επισκέπτες της πόλης, αφού έχουν εξίσου καλή και χαλαρή διάθεση, σαν να μην τους απασχολούν τα υπαρκτά οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά τους προβλήματα. Είναι ανοιχτοί και χαμογελαστοί, πρόθυμοι να σου αποκαλύψουν τα μυστικά της πόλης τους. Η μόνη στιγμή που κάποιοι μπορεί να χαμηλώσουν το βλέμμα ή και την ένταση της φωνής τους είναι όταν αναφέρουν την πιο γνωστή από τα δύο εκατομμύρια Σλοβένων, την Μελάνια Τραμπ, για την οποία – απουσία Αμερικανών- θα σου πουν ότι δεν είναι και πολύ περήφανοι…
* Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι της Μαρίνας Σπύρου.