Τα διαλυτήρια πλοίων Τσιταγκόνγκ στο Μπαγκλαντές, είναι από τα μεγαλύτερα -αν όχι το μεγαλύτερο- στον κόσμο. Η ιστορία τους άρχισε να γράφεται το 1960, όταν το ελληνικών συμφερόντων πλοίο “MD Alpine” έπεσε σε ισχυρό κυκλώνα με αποτέλεσμα να προσαράξει στις ακτές Sitakunda κοντά στο Τσιταγκόνγκ. Μετά από το ατύχημα, το πλοίο έχασε την αξιοπλοΐα του και δεν μπορούσε να επιπλεύσει με αποτέλεσμα να παραμείνει εκεί για αρκετά χρόνια.

Το 1965 η τοπική εταιρεία χάλυβα “Chittagong Steel House” το αγόρασε με σκοπό να το διαλύσει και να ανακυκλώσει τον χάλυβα από τον οποίο ήταν φτιαγμένο. Αυτή η διαδικασία ήταν η στιγμή γέννησης μιας βιομηχανικής λειτουργίας όπου έμελλε τα επόμενα χρόνια να γιγαντωθεί, να απασχολήσει εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους, αλλά δυστυχώς σε συνθήκες άθλιας υγιεινής, μεγάλου αριθμού εργατικών ατυχημάτων και τεράστιας περιβαλλοντολογικής επιβάρυνσης.
 

   

 

Κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του Μπαγκλαντές, το πακιστανικό πλοίο “Al Abas” καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. Μια ομάδα Σοβιετικών που εργάζονταν στο λιμάνι Τσιταγκόνγκ, κατάφεραν να το ρυμουλκήσουν στην παραλία Faujdarhat,. Το 1974 το αγόρασε η εταιρεία “Karnafully Metal Works Ltd” για σκραπ. Έτσι, αυτή τη χρονιά ξεκίνησε κι επίσημα η εμπορική εκμετάλλευση από την διάλυση πλοίων.
 


Η βιομηχανία αυτή γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη στη δεκαετία του ’80 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε φθάσει στη δεύτερη θέση παγκοσμίως από την άποψη εκτοπίσματος των διαλυθέντων πλοίων. Το 2008 υπήρχαν 26 διαλυτήρια στη χώρα και το 2009, 40.

Την περίοδο 2004-2008 το Μπαγκλαντές ήταν η νούμερο ένα χώρα σε “σπάσιμο” πλοίων. Μετά το 2012 υπήρξε κατρακύλισμα στο μισό του όγκου και στη συνέχεια στο ένα πέμπτο.

Το όλο θέαμα έφτασε να γίνει τουριστική ατραξιόν με αποτέλεσμα να συρρέουν στην περιοχή ορδές τουριστών. Λόγω όμως της σχεδόν παντελούς έλλειψης έστω και βασικών κανόνων ασφάλειας για τους εργαζομένους, οι τουρίστες γίνονταν μάρτυρες πολλών εργατικών ατυχημάτων, αρκετά από τα οποία ήταν θανατηφόρα.
 

 


Οι φοβερές συνθήκες εργασίας, τα δηλητηριώδη κατάλοιπα των πλοίων σε καύσιμα, αμίαντο, κατεστραμμένες μπαταρίες και πολλά ακόμα υλικά, η έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού, το ανασφάλιστο προσωπικό, ανάγκασαν την εταιρεία “Hapaq-Lloyd” να ακολουθήσει την προηγηθείσα απόφαση της εταιρείας “Maersk” και να σταματήσει να χρησιμοποιεί τα διαλυτήρια του Μπαγκλαντές και μεταφέρθηκε σε άλλα μέρη παρά το γεγονός ότι εκεί το κόστος ήταν μεγαλύτερο.