Μπορεί να αποτελεί μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες φωνές στη χώρας μας, μπορεί να μην έχει υπάρξει ούτε ένας από εμάς που να μην έχει τραγουδήσει κάποιο από τα άσματά της, ωστόσο για έναν περίεργο λόγο δεν ήταν γραφτό για τη συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα να μείνει γνωστή με το πραγματικό της επώνυμο.
Κι όλο αυτό οφείλεται σε μια παρανόηση. Και συγκεκριμένα, στην λανθασμένη αντίληψη του αθηναϊκού κοινού, το οποίο όταν άρχισε να ανατέλλει το άστρο της στις αθηναϊκές σκηνές, παράκουγε το όνομά της κι από “Μπέμπου” την… μετάλλαξε σε “Βέμπο”.
Από το μεσοπόλεμο ήδη, είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Η κοσμική Αθήνα συνέρρε μαζικά στα κέντρα όπου τραγουδούσε, αλλά και στα θέατρα όπου εμφανιζόταν.
Χαρακτηριστικό της τεράστιας επιτυχίας της ήταν το γεγονός ότι, ενώ στην εποχή της άπαντες οι τραγουδιστές πληρώνονταν με μεροκάματο, αυτή υπήρξε η πρώτη που υπέγραψε συμβόλαιο με δισκογραφική και απολάμβανε μέσω αυτού μερίδιο (10%) από την πώληση κάθε δίσκου.
Παράλληλα, το καλοκαίρι του 1938, τότε δηλαδή που εγκαταστάθηκε ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο, τα τραγούδια της Βέμπο ήταν αυτά που επιλέχθηκαν για την πρώτη πειραματική μετάδοση.
Στην ήδη υπάρχουσα αυτή δημοφιλία της, ο πόλεμος του 1940 ήρθε να χτίσει -ανάμεσα στους πάμπολλους άλλους- και το μύθο της Σοφίας Βέμπο: Της τραγουδίστριας της Νίκης, η οποία μέσα από τα πατριωτικά και σατυρικά της τραγούδια, ανέβαζε το ηθικό των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο. Παράλληλα, πρωταγωνίστησε σε διάφορες επιθεωρήσεις των οποίων η θεματολογία προσαρμόζονταν στην πολεμική επικαιρότητα.
Όταν μπήκαν οι ναζί στην Αθήνα, φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Συνέχισε, δοξασμένη, την μεταπολεμική της καριέρα τόσο στο θέατρο όσο και στο τραγούδι, ενώ άρχισε να αποσύρεται σιγά-σιγά από το προσκήνιο από τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Αξίζει να σημειωθεί, πως η Σοφία Βέμπο, κατά τη διάρκεια της Χούντας, εκεί δηλαδή, στη δύση της ζωής της, συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο πως η ταύτιση της χαρακτηριστικής της φωνής με το αίτημα της λευτεριάς, δεν ήταν ούτε ευκαιριακός, ούτε πρόσκαιρος, ούτε συγκυριακός…