Κραυγές αγωνίας από ερείπια που κάποτε ήταν άνθρωποι δεν ακούγονται πια στα βάθη της Τουρκίας. Το εξπρές του μεσονυχτίου για τους Ελληνοκύπριους αγνοούμενους έχει τελειώσει εδώ και χρόνια για όλους -αν και οι συγγενείς τους διαφωνούν- σύμφωνα με τα όσα βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας εκτός από έναν. Τον Χρηστάκη Λοΐζου, που όταν εξαφανίστηκε κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής ήταν πέντε χρονών και αν ζει σήμερα είναι ένας άνδρας σαράντα έξι ετών. Στις 17 Αυγούστου του 1974 τον είδε για τελευταία φορά η μητέρα του, που εδώ και σαράντα χρόνια δεν έχει πάψει να ελπίζει, όπως και όλοι οι άλλοι συγγενείς των ελληνοκυπρίων αγνοουμένων. Ο Αλέξης Τσίπρας που συναντήθηκε πριν μια εβδομάδα με κάποιους από αυτούς, άκουσε τις ιστορίες τους και έζησε έστω και για λίγο την αγωνία δεκαετιών για τους ανθρώπους τους και για το αν είναι ζωντανοί-νεκροί, χαμένοι κάπου στα βάθη της Ανατολίας.
Το story του εντοπισμού τους που ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά το τέλος του «Αττίλα» στην μαρτυρική μεγαλόνησο, είναι ένα κατασκοπευτικό θρίλερ και το ξετύλιγμα του κουβαριού αυτής της υπόθεσης τα έχει όλα: Μυστικές αποστολές ελλήνων πρακτόρων της ΕΥΠ που όργωσαν την Τουρκία ψάχνοντας να βρουν βασανισμένες ψυχές μέσα σε φυλακές και στρατόπεδα, «μαύρα κονδύλια» που «φαγώθηκαν» από κάποιους επιτήδειους καρεκλοκένταυρους της τότε ΚΥΠ και ελπίδες που έσβηναν μετά από κάθε επιχείρηση στα βάθη της Ανατολίας. Εκεί όπου μαρτύρησαν σαν αιχμάλωτοι πολέμου Έλληνες που αντιμετωπίστηκαν πολλές φορές σαν πρόβατα για σφαγή…
Οι ομαδικοί τάφοι και οι απόρρητες επιχειρήσεις.
Μια ιστορία που κυκλοφόρησε πριν από δεκαετίες στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως των ελληνικών ειδικών δυνάμεων στη Ρεντίνα είναι χαρακτηριστικά ανατριχιαστική για την μοίρα ορισμένων ελληνοκύπριων αγνοουμένων. Σύμφωνα με αυτή, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κάποιους από αυτούς σε ένα μακάβριο κυνήγι κεφαλών, όπου το υποψήφιο θύμα αφηνόταν -τρόπος του λέγειν- ελεύθερο μέσα σε ένα δάσος. Μετά από λίγη ώρα, πίσω του ένοιωθε τις ανάσες των Τούρκων καταδρομέων που τον κυνηγούσαν μέχρι να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν. Μια τακτική που ακολουθούσαν οι «γείτονες» σε κάθε νέα σειρά εκπαιδευόμενων κομάντο τους.
Η ιστορία αυτή είχε γίνει γνωστή μέσα από τις δεκάδες αποστολές ελλήνων αξιωματικών που είχαν αποσπαστεί στην τότε ΚΥΠ, στην αχανή ενδοχώρα της Τουρκίας. Ένας από αυτούς ήταν ο αντισυνταγματάρχης την δεκαετία του ’90 Λοϊζος Δερμετζόγλου, που αποδείχτηκε ένας από τους καλύτερους επιχειρησιακούς πράκτορες της υπηρεσίας. Καλυμμένος πίσω από ιδιότητες όπως αυτή του κηπουρού ή του πλανόδιου έμπορα, ο έλληνας αξιωματικός συλλέγει μέσα από ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών, την είδηση ότι στην ευρύτερη περιοχή των Αδάνων υπάρχει ομαδικός τάφος δολοφονημένων αγνοουμένων. Θα τον εντοπίσει νύχτα και θα επιστρέψει ξανά και ξανά προκειμένου να συλλέξει τα οστά και τα κρανία, που θα πάρουν το δρόμο τους για ειδικό ερευνητικό κέντρο της Αυστρίας, προκειμένου να διαπιστωθεί ο ακριβής χρόνος θανάτου των θυμάτων.
Στις απόρρητες επιχειρήσεις για το θέμα των αγνοουμένων πρωτοστάτησαν την δεκαετία του ’90 ο στρατηγός ε.α. Βασίλης Γιαννόπουλος και ο πιο διάσημος ίσως έλληνας πράκτορας -από την εμπλοκή του στην υπόθεση Οτσαλάν- Σάββας Καλεντερίδης.
Οι μυστικές έρευνες του ιχθυέμπορα.
Ακόμα και σήμερα που έχει αποστρατευθεί, ο στρατηγός Γιαννόπουλος θεωρείται αυθεντία σε ότι έχει να κάνει με τα ελληνοτουρκικά, αφού ήταν αποσπασμένος στην ΕΥΠ για οχτώ περίπου χρόνια, αριθμός ρεκόρ για αξιωματικό. Αποσπάστηκε στην υπηρεσία το 1987, αφού ήταν άριστος γνώστης της τουρκικής γλώσσας ενώ είχε εκπαιδευτεί σε σχολές συλλογής πληροφοριών, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων.
Η δράση του στην Τουρκία θα αποδειχτεί καταλυτική, αφού όπως και οι προκάτοχοί του, ο Γιαννόπουλος έχει πάντα στο μυαλό του εκτός από την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, το θέμα των αγνοουμένων.
Κυκλοφορούσε σαν ιχθυέμπορας, είχε την κοψιά του Ανατολίτη και μια φοβερή αντίληψη των καταστάσεων και των συνθηκών, αφού για πέντε περίπου χρόνια δρούσε ανενόχλητος κυριολεκτικά μέσα στο στόμα του λύκου.
Οι πληροφορίες για τους αγνοούμενους ήταν πάρα πολλές και ο Γιαννόπουλος άρχισε να αναζητά στην ενδοχώρα της Τουρκίας σημάδια ζωής των ανθρώπων που πλήρωσαν με την αιχμαλωσία τους την εισβολή του «Αττίλα». Μπήκε νύχτα στις φυλακές της Αμάσειας ψάχνοντας βασανισμένες υπάρξεις που εικάζονταν ότι κρατούνταν εκεί, ενώ στα χρόνια της δράση του έστησε ένα εξαιρετικό δίκτυο με πληροφοριοδότες που κυκλοφορούσαν παντού, επιστρατεύοντας ακόμα και αντικαθεστωτικούς κρατούμενους.
Σε μια από τις πλέον παράτολμες επιχειρήσεις του θα φτάσει διακόσια χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Άγκυρας, στην επίλεκτη ταξιαρχία των καταδρομέων που εδρεύει στο Μπολού. Θα καταφέρει να διεισδύσει μέσα δύο φορές, την πρώτη νύχτα και την δεύτερη μέρα, χωρίς όμως να βρει κανέναν έλληνα, παρά το γεγονός ότι η πληροφορίες έκαναν λόγο για τρεις. Ο ένας ήταν ο μικρός Χρηστάκης Λοΐζου, ο άλλος ο αντισυνταγματάρχης Θαλής Κουρούπης και ο τρίτος κάποιος Νίκος, αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Ο Γιαννόπουλος θα φύγει από το Μπολού και θα συνεχίσει την αέναη αναζήτηση των αγνοουμένων φτάνοντας μέχρι το Ντενιζλί στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Λίγο πιο έξω από την πολύβουη αγορά της πόλης και απέναντι ακριβώς από τον σιδηροδρομικό σταθμό οχυρωμένο μέσα σε έναν περίβολο βρίσκεται ένα στρατόπεδο, όπου τα μέτρα ασφαλείας είναι δρακόντεια. Ο έλληνας πράκτορας θα μπει μέσα αναζητώντας τους έλληνες που του είχαν πει ότι κρατούνταν εκεί και θα φύγει για άλλη μια φορά άπραγος, κρατώντας ερμητικά κλειστό το στόμα του για όσα είχε κάνει.
Θα μιλήσει για το θέμα μετά από δύο και πλέον δεκαετίες, διαψεύδοντας την μοναδική συνάντηση που φέρεται να είχε έλληνας πράκτορας με ελληνοκύπριους αιχμαλώτους. «Δεν θα γυρνούσα πίσω χωρίς αυτούς» έχει πει. Αν τους έβρισκα δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσω εκεί. Θα έδινα και την ζωή μου ακόμα και αυτό δεν το λέω απλώς για το πω». Όταν ζήτησε να αποδεσμευτεί μετά από πέντε χρόνια, ένας άλλος αξιωματικός, ο Σάββας Καλεντερίδης ετοίμαζε τις βαλίτσες του για την Τουρκία…
Ο Σάββας, οι Κούρδοι και τα μαύρα κονδύλια.
Ο «διάδοχος» του Γιαννόπουλου στην Τουρκία μπλέχτηκε και αυτός στο θρίλερ των αγνοουμένων, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν.
Σε μια απόρρητη επιχείρηση που κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, ο Καλεντερίδης προσπάθησε να βρει την άκρη του δαιδαλώδους νήματος με τους ελληνοκύπριους αιχμαλώτους. Εντόπισε και συνομίλησε με δεκάδες Κούρδους που είχαν πολεμήσει με τον τουρκικό στρατό κατά την διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο, πολλοί από τους οποίους είχαν έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τους αγνοούμενους. Χρησιμοποιώντας την μέθοδο της βιντεοσκόπησης και της ηχογράφησης των καταθέσεων ο Καλεντερίδης ήρθε αντιμέτωπος με συγκλονιστικές αποκαλύψεις για την τύχη αυτών των ανθρώπων.
Έχοντας τον τρόπο να «μαγεύει» τους συνομιλητές του και την κοψιά του Ανατολίτη, ο έλληνας πράκτορας μαζεύει πληροφορίες από παντού, ακόμα και από μια φαινομενικά αδιάφορη συζήτηση στο καφενείο ενός χωριού, στην οποία ακούγεται η λέξη yunan (σ.σ. έλληνας στα τούρκικα).
Μέσω Κούρδων φυλακισμένων αναζητάει τους χαμένους στα βάθη της Τουρκίας Έλληνες και όπως θα δηλώσει πολύ αργότερα «έγιναν διάφορες ενέργειες για να διαπιστωθεί το δρομολόγιο των αιχμαλώτων, δηλαδή ποιες μονάδες των Τούρκων τους συνέλαβαν και τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι. Διαπιστώθηκε ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός από τους αγνοούμενους εκτελέστηκαν και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις εντοπίστηκε και ο τόπος που θάφτηκαν, τις περισσότερες φορές μέσα σε ομαδικούς τάφους».
Τόσο ο Καλεντερίδης όσο και ο Γιαννόπουλος στις αποστολές τους απέδειξαν ότι όλες αυτές οι πληροφορίες που έκαναν λόγο για την ύπαρξη ζωντανών αγνοουμένων δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. «Ερευνήθηκαν όλες οι πληροφορίες σε όλο τον γεωγραφικό χώρο της Τουρκίας. Δυστυχώς όταν φτάναμε στο τέλος βλέπαμε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα», θα πει ο στρατηγός Γιαννόπουλος.
Την ώρα πάντως που κάποιοι ρίσκαραν την ζωή τους, κάποιοι άλλοι φρόντισαν να εκμεταλλευτούν δεόντως το θέμα και τα περίφημα «μαύρα κονδύλια» που διαχειρίζεται η ΕΥΠ. Πρόκειται για λεφτά που χρησιμοποιούνται σε απόρρητες αποστολές και επιχειρήσεις εντός και εκτός συνόρων από την υπηρεσία προκειμένου να πληρωθούν πληροφοριοδότες ή να νοικιαστούν αυτοκίνητα και «ασφαλή σπίτια» όποτε αυτό κριθεί αναγκαίο από έναν επιχειρησιακό πράκτορα. Ποσά δεκάδων εκατομμυρίων δαπανήθηκαν για την υπόθεση σύμφωνα με παλιά στελέχη της υπηρεσίας και το σίγουρο λένε κάποιοι είναι πως δεν πήγαν όλα «υπέρ πίστεως και πατρίδας», αλλά κατέληξαν στις τσέπες κάποιων επιτήδειων που βρήκαν τρόπο να βολευτούν με κρατικό αφορολόγητο χρήμα, την στιγμή που οι συγγενείς των αγνοουμένων εξακολουθούν να ελπίζουν.
Η ελπίδα άλλωστε πεθαίνει πάντα τελευταία…