…μια ερώτηση έκανα  σε έναν αγαπημένο μόλις έφτασα στην πόλη:

“Yπάρχουν ακόμα οι  άγγελοι του Βέντερς από “Tα Φτερά του Έρωτα” να κοιτάζουν από ψηλά αυτή την πόλη και να ψιθυρίζουν στις ψυχές των ανθρώπων; H πρώτη μου εικόνα φέτος ήταν ακόμα ένα τερατικό εμπορικό κέντρο 5 ορόφων στην Potsdamer Platz. Mε πείραξε, με πειράζει να βλέπω το Βερολίνο να προσπαθεί να μετατραπεί σε κοσμοπολίτ αλά αμερικέν και να χάνει τη δική του αύρα. Καταλήγω λίγο μετά τις 12 το βράδυ σε έναν μπαρ που το έχουν Έλληνες, το ανακάλυψα πέρσι και μου μαλακώνει από τότε τα αγριεμένα μου. Το “Misirlou” στo Prenzlauer Berg. Έχω ξαναγράψει την αγάπη  μου για αυτό το μαγαζί και δεν θέλω πάλι, θα είναι σαν να εκθέτω την ομορφιά του σε σκληρό ήλιο.

Η πρώτη μου εικόνα χτες μόλις μπήκα ήταν μια διακριτική οθόνη από pc, αυτό που χρησιμοποιούν τα μαγαζιά για να γράφουν τις παραγγελίες και τα τραπέζια στημένη στον τοίχο πίσω από το μπαρ. Όταν δεν είχε αριθμούς με τραπέζια και παραγγελίες, έδειχνε εικόνες και “μυθολογίες”. Με το που μπαίνω με κοιτάζει με το πάντα ανεξερεύνητο βλέμμα της από την οθόνη η Έλενα Ναθαναήλ. Λίγο μετά ο Βέγγος. Ανάμεσα στον Μάρλο Μπράντο και σε άλλους. Αμέσως·μετά, χωρίς λόγια, χωρίς να πούμε γεια, μια μεγάλη αγκαλιά με τον Νικόλα που είχα να τον δω ένα χρόνο. Μπερλινολόγιό μου, σχεδόν δάκρυσα, πραγματικά. Κι όλο το βράδυ, μέχρι την έβδομη βότκα, τα μάτια μου ήταν σχεδόν συνέχεια υγρά, εκεί σε αυτό το περίεργο όριο που το δάκρυ σε βασανίζει όχι για να κυλήσει από τα μάτια σου, αλλά για να μείνει εκεί και να τα καθαρίσει σαν κολλύριο φτιαγμένο από έναν μυστικό δρυίδη. Πολύ αγάπη, σαν απελευθερωτική χαρμολύπη, σαν την ατάκα της Έλενας από το “Eπιχείρηση Απόλλων” όταν τη ρωτάνε οι τουρίστες “τι εννοείται με τη λέξη κέφι οι Έλληνες δεσποινίς;” Kι εκείνη απαντάει με βραχνή φωνή, “να κάνεις τον πόνο σου τραγούδι, χαρά, γιορτή”. Kαι μετά κατεβαίνουν όλοι μαζί το Λυκαβηττό χορεύοντας συρτάκι.

 

Ναι, παρασύρομαι Μπερλινολόγιο μου και μπορεί να δίνω και λάθος εντυπώσεις. Γιατί το “Misirlou” δεν έχει τίποτα  από την προκάτ φολκλόρ νοσταλγία ενός μπαρ Ελλήνων στο εξωτερικό. Είναι από τα όλο και λιγότερα καταφύγια αυτού που κάποτε ήταν το Βερολίνο. Της χαράς της ανακάλυψης και της αγωνίας της. Της περιπέτειας του “υπάρχω μέσα από τη μουσική, την απλότητα, και την αποκήρυξη κάθε δηθενιάς”. Την αποκήρυξη των περιττών λέξεων που απλά τρέφουν το εγώ σου. Την εστία στο βλέμμα και την επανεφεύρεση της παρέας, όπως αυτή που έκανα με μια γλύκα σκέτη, τη μαυρούλα Μάρτα την ηθοποιό.

Που κάποια στιγμή ξεφύγαμε και πήγαμε από τη λέσχη Βίντελμπεργκ στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, την Ατλαντίδα, τις θεωρίες συνομωσίες, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τα σκουπιδοχώρια που ανακυκλώνουμε οι δυτικοί τα ηλεκτρονικά μας στην Κίνα.  Αυτό είναι το “Misirlou” και ο κόσμος του και η υπέροχη μουσική του μέσα κι έξω από τα ηχεία. Όπως ο Χαρούλης με το καινούργιο του μουστάκι που τον κάνει να είναι έτοιμος να ανοίξει παιδική χαρά και παίζουμε πινγκ πονγκ ατάκας με το Νικόλα να σημειώνει σκορ (υποψιάζομαι ότι με αφήνουν να κερδίζω γιατί με συμπαθούν). Και ας μου χάλαγε τον ειρμό ο Αποστόλης λέγοντας μου, “ρε άστα αυτά, τον Βαρουφάκη θα μας τον φέρεις από εδώ;

Διαστημικός τύπος κι αυτός, του  ψιθύρισαν ότι ο Βαρούφ μοιάζει με τον Σποκ από το ‘’Star Trek’’, είναι και στη Γερμανία σήμερα σου λέει, ταιριάζει με το μαγαζί. Γιατί μπορεί η Μπερλινάλε φέτος να μην έχει ελληνικό ενδιαφέρον, αλλά έφερε την πατρίδα ο  Βαρουφάκης. Και τον φόβο η Τζιχάντ. Δεν το περίμενα, δεν το είχα σκεφτεί, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται σοβαρά αύριο να μην πάνε στην πρωινή προβολή της νέας ταινίας του Τζαφάρ Παναχί “Taxi” για  πιθανά επεισόδια από φανατικούς. Toυ Ιρανού σκηνοθέτη που του έχει απαγορευτεί να σκηνοθετεί αλλά αυτός πάντα βρίσκει έναν τρόπο να ξεφεύγει και να στέλνει κρυφά ταινίες γυρισμένες είτε μέσα στο σπίτι του όπου κρατείται υπό περιορισμό είτε μέσα σε ένα ταξί όπως αυτήν. Στην οποία ο Παναχί δεν ξέρω με ποιον τρόπο έγινε οδηγός ενός ταξί για μια μέρα και με την κάμερα του κατέγραφε την πραγματικότητα στους δρόμους της.

 

 

Φλυαρώ γιατί στην πραγματικότητα το 65ο Φεστιβάλ Βερολίνου ανοίγει τις πόρτες του, το κόκκινο χαλί του δηλαδή, σήμερα 20.45 ώρα Ελλάδας με την ταινία της Ιζαμπέλ Κοϊξέ “Nobody Wants The Night”. Δεν έχω να σου πω κάτι για την ταινία Μπερλινολόγιό μου γιατί, αν και ξύπνησα στην ώρα μου, πράγμα για το οποίο δεν φημίζομαι, σε δύο αίθουσες πήγα κι από τις δύο έφαγα πόρτα γιατί είχαν φουλάρει. Δεν το ‘ξερα να περιμένω και μισή ώρα στην ουρά πριν για τη χάρη της.  Αρκούμαι στην πάντα αιθέρια ομορφιά μοναδικής εύθραυστης ισορροπίας της Ζιλιέτ Μπινός στο photo call. Ούτως ή άλλως αύριο όλοι θα γράψουν κάτι γι αυτή, θα κάνω ένα ρεζουμέ σύνθεσης αποσύνθεσης των κειμένων που θα διαβάσω και θα καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Οπότε μην περιμένεις στο σημερινό κείμενο φωτό γκλαμουριάς. Από αύριο αυτά. Σήμερα λιτά και δωρικά όπως συμφωνήσαμε με το Νικόλα ότι πρέπει να μιλάνε και να γράφουν οι άνθρωποι όταν συνεννοούνται με τα μάτια.

Αν και για να είμαι ειλικρινής  αυτό το με τα μάτια, δεν πιάνει με όλους, ειδικά όταν καμακώνεις επαρχιωτάκι έλληνα στο αεροπλάνο που δεν σπαρταράει κι από εξυπνάδα το μάτι του και πάει να πιάσει δουλειά σαν οικοδόμος στη Λειψία. Μια το ότι διάβαζε κάτι άρθρα για βιασμούς και παρτούζες σε κίτρινη ελληνική  εφημερίδα, μια το ότι έκανε το σταυρό του κάθε φορά που η αεροσυνοδός μας έφερνε σάντουιτς, μια το ότι αυτό το μάτι της αρσενικής αυταρέσκειας, χωρίς εγκεφαλικό βοήθημα από κάτω, μού προκαλεί τα πιο ταπεινά σεξουαλικά ένστικτά μου, μια τα χοντροκομμένα υπονοούμενα του όταν, αφού μου τα έπρηξε με τον πισινό της αεροσυνοδού, άρχισα εγώ να του  λέω τα αδελφίστικα δικά μου, ρόμπα πήγαμε να γίνουμε. Να κάθεται δύο σειρές μπροστά ο Λιλίτος, να με ακούει να λέω “α ρε Βάγγο” στον τύπο και να είναι έτοιμος να πνιγεί από το γέλιο. Το βλέπω το “α ρε Βάγγο” να γίνεται η φετινή ατάκα της ντροπής στην ελληνική κοινότητα του φεστιβάλ.

Το ότι όλα τα παραπάνω τα γράφω ακούγοντας διασκευές ξένων πάνω σε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη είναι μια άλλη ιστορία που δεν μπορώ να την εξηγήσω, ίσως οφείλεται στο ότι ξεκίνησα ομοιοπαθητική. Ίσως και στο ότι απόψε ένα γλυκό κορίτσι, η τραγουδίστρια Ελίνα Σκαρπαθιώτη, που δίνει την ψυχή της στο πολιτικό τραγούδι, χαρίζοντας  εσωτερικότητα στην επαναστατικότητα, δίνει συναυλία στο “Terzo Mondo” ακροβατώντας ανάμεσα στους ήχους και την ποίηση, τον αγώνα, την αγωνία και την πάλη του λαού της Ελλάδας με αυτή που δίνουν οι “παρίες” την Λατινικής Αμερικής και δεν ξέρω αν θα προλάβω να τη δω.

 

 

Όλα  συνδέονται μαγικά με έναν τρόπο σε αυτή την πρώτη μου νύχτα μέρα στο Βερολίνο, Μπερλινολόγιο μου. Ο πόνος και η απελευθέρωση από αυτόν. Η πολιτική εγρήγορση με την ερωτική επιθυμία. Η ντροπή και η συγχώρεση. Η αγάπη με τον τρόμο που σου  προκαλούν τα εμπορικά κέντρα. Το βράδυ, ξημερώνοντας δηλαδή, ένας αγαπημένος  μου έστειλε ένα μήνυμα στο κινητό. “Aπόψε ίσως ξαναπέρασε από την πόλη μας ένας από τους αγγέλους του Βέντερς. Κι ας είχε σπασμένα φτερά”. Έπεσα στο κρεβάτι και ξέσπασα σε κλάματα, δεν ξέρω να χειρίζομαι αλλιώς τη χαρά όταν είναι τόσο αγνή και ορμητική. Στο μουγκό τους λίγο τα κλάματα γιατί δίπλα κοιμάται ο Προβατάκος που μένουμε συχνά σε φεστιβάλ μαζί και του κάνω πάντα τον ύπνο μαρτύριο. Ειδικά όταν μαγειρεύω ριζότο μεθυσμένος 5 το πρωί και ξυπνάει βρίσκοντας με να κοιμάμαι στο πάτωμα με το πιάτο.

Η ομορφιά  είναι εκεί έξω Μπερλινολόγιο μου. Κι όσα εμπορικά κέντρα κι αν ορθώσουν τον τερατικό τους όγκο, εμείς θα τα κοιτάμε κοροϊδευτικά, βρίσκοντας τον άξονα του δικού μας όγκου, μέσα μας. Της δικής μας επιθυμίας, μυθολογίας. Είτε αυτή στήθηκε στους Δελφούς, είτε  στις  ψεύτικες βλεφαρίδες πάνω στα μελαγχολικά μάτια της Ναθαναήλ, είτε στον ευγενικό παραμορφωτικό καθρέφτη του “Misirlou” που μετατρέπει το οικείο σε υπερβατικό, είτε μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Γιατί να θυμάσαι Μπερλινολόγιο μου, υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι. Αυτοί που βλέπουν σινεμά για να χαζέψουν από την κλειδαρότρυπα ότι δεν τους άφησε να κάνουν πραγματικότητα η συναισθηματική τους αναπηρία, κι αυτοί που το αγαπούν γιατί βλέπουν στην οθόνη την ιστορία της ζωής τους. Αυτής που έζησαν ή που θα τολμήσουν να ζήσουν.