Η Κατερίνα Στανίση, παιδί μεταναστών, της εργατιάς, που έπαιρνε ένα κασετόφωνο και πήγαινε στα μεγάλα δάση, έξω απ την γερμανική εργατούπολη που έμενε και τραγούδαγε δυνατά Καζαντζίδη για να της φύγει με το τραγούδι ο καημός, έπαθε αμετροέπεια.

Η Κατερίνα Στανίση, που δούλευε βάρδια στο εργοστάσιο ή καθαριότητα σε σπίτια ή στη λάντζα στα μεγάλα φαγάδικα, αυτή που από 7 χρονών έμαθε την ξενιτιά, το να μη χωράς πουθενά, το να δουλεύεις για το μεροκάματο με όλες σου τις δυνάμεις, αλλιώς φεύγεις και τι θα γίνει μετά και που παρηγοριά ήταν μόνο τα τραγούδια της μακρινής πατρίδας που σε διώχνει, που δε σε ταΐζει, που δε σε χαϊδεύει, αλλά σου λέει και εκείνη, «εσύ δε χωράς» και ας είσαι να, ένα μικρό παιδάκι.

Η Κατερίνα Στανίση που λίγο χώρο έπιανε στη ζωή, εκεί στην Γερμανία, είχε μια φωνή που δε χώραγε, όταν στέναζε τον στίχο σε όλη την μεγάλη, την πλούσια χώρα των ξανθών. Ένας, λέει, γνωστός μάνατζερ θα την ακούσει, τυχαία κάποιο βράδυ. 16 ετών! Θα την πείσει να γυρίσει στην Ελλάδα και να γίνει τραγουδίστρια.

Λάρισα. Περιφέρεια, πλούσιος κάμπος, μια πιτσιρίκα με φωνή μεγάλου ανθρώπου. Κι άλλη περιφέρεια. Και κάποτε Ρίτα Σακελλαρίου, Τάκης Μουσαφίρης, μετά Στέλιος Καζαντζίδης –επιτέλους για εκείνη!- και τραγούδια μαζί του. Σε δίσκο του γράφει η Κατερίνα, μοναδικά, το «Αυτή η νύχτα μένει», με το δικό της τρόπο. «Αυτή η νύχτα μένει που θα ‘μαστε μαζί, θα φύγεις μακριά μου, πριν έρθει το πρωί, αυτή η νύχτα μένει…» και πέλαγος η φωνή του Καζαντζίδη, κύματα θεόρατα και τα λαϊκά τινάγματα στις αργόσυρτες ή ξαφνικές κορόνες της Κατερίνας. «Η Κατερίνα Στανίση και η Πίτσα Παπαδοπούλου, είναι οι αυθεντικότερες λαϊκές τραγουδίστριες της Ελλάδας» θα πει ο Καζαντζίδης.

 

 


Και μετά; Γιώργος Νταλάρας και θρυλικός «Ορφέας», Ολυμπιακό Στάδιο, παντού στο κόσμο και στα μεγάλα ξένα κράτη. Και ξανά Γερμανία. Αλλά με άλλο ρόλο, αλλιώς πια… Η συνεργασία με τον Νταλάρα ηχογραφήθηκε και ο δίσκος «Τα τραγούδια μου» παραμένει ο πιο εμπορικός live δίσκος της ιστορίας της ελληνικής μουσικής.   

 


Η Κατερίνα Στανίση της νύχτας, της πίστας, του κουρασμένου ξημερώματος, των κοιμισμένων πρωινών, της βραχνής, βαριάς φωνής που βογκάει βασανισμένα τον καημό, έπαθε… Άντζελα Γκερέκου. Η Κατερίνα Στανίση της αυθεντικότητας, του δικού της τρόπου και σ’ όποιον αρέσει, της ενοχοποιημένης καψούρας, της γυναικείας λατρείας για όποιον ιδιωτικό θεό, ανεβάζει σε αυτοσχέδιο, hand made βάθρο–βωμό, των δακρύων του χωρισμού, του μεθυσμένου τρίτου ρόλου στους έρωτες, έπαθε… Έλενα Κουντουρά! Η Κατερίνα Στανίση, που δούλεψε πάνω σε ψηλά τακούνια σαν δυο άντρες μαζί, που έζησε τον εαυτό της και την οικογένεια της, που δεν την «έφερε» σε συναδέλφους της και που σεβάστηκε τα «νυχτώματα» της με τους άρχοντες των υποφωτισμένων σκοταδιών, να την αποκαλούν κυρία και να το εννοούν σαν τίτλο τιμής, με βάρος σα δέκα δούκισσες, έπαθε… Παύλο Χαϊκάλη και από συμβατικό, κακομοιριασμένο μικροαστισμό σε «50–50». Η Κατερίνα Στανίση, που έκοψε τσιγάρο και αλκοόλ μαχαίρι, που δεν αφέθηκε, που ερωτεύτηκε παθιασμένα αλλά δεν εκχωρήθηκε για να χωρέσει σε ρόλους συμβίας στη σκιά υπερμεγεθών «εγώ» συζύγων-βεντετών, έπαθε… Θοδωρή Ζαγοράκη.    

 


Η Κατερίνα Στανίση δήλωσε στον Ελεύθερο Τύπο (σαν μια άλλη, όχι αυτή, μια με ταγιέρ και πληθυντικούς αριθμούς όταν μιλά σ’ έναν άνθρωπο μόνο), τις βλέψεις της για το Υπουργείο Πολιτισμού. «Μπορώ να ασχοληθώ», είπε, «γιατί γνωρίζω πολύ καλά αυτόν το χώρο (σ.σ. του Πολιτισμού, λέμε!). Τον έχω σπουδάσει, τον ξέρω, πλέον, έπειτα από τόσα χρόνια στη νύχτα… Ξέρω πού πονά η δουλειά. Να ανοιχτούν μαγαζιά, μουσικές σκηνές, να δουλέψουν οι άνθρωποι. Δεν θα ασχοληθώ με την οικονομία. Εκεί δεν μπορώ να σταθώ. Τα ανθρώπινα, τα καθημερινά με ενδιαφέρουν και εκεί μπορώ να βοηθήσω».

Κατερίνα μου ωραία -επίτρεψε μου πια, να σου απευθυνθώ, εσένα της ίδιας- επειδή τα ανθρώπινα και τα καθημερινά ναι, σε ενδιαφέρουν και τα ξέρεις και σε πόνεσαν και σε πονάνε, άσε τα υπουργεία κατά μέρους. Μη δίνεις πατήματα, σκαλιά για να πατήσουν να σε κρίνουν, να σου γράφουν, μετρώντας το ίδιο με εκείνους που εξαργυρώσανε την αναγνωσιμότητα με ποσοστά ψήφων σε αυλές κομμάτων. Να μη σου λένε για την μόρφωση σου, αυτοί που όλα τα ξέρουν για αυτό είναι εντελώς παραμορφωμένοι.

Και τι τα θες τα Υπουργεία; Εκεί συχνάζουν γραβάτες, κοστούμια και άνθρωποι που στις φράσεις βάζουν πολλές φιοριτούρες, δένουν πολλούς κόμπους με τις λέξεις και τα λόγια με ωραία άρθρωση, τα μασάνε σα καραμέλες. Εκεί τις χειραψίες, τους τις διδάσκουν επικοινωνιολόγοι και πώς να σταθούν και πώς να σου γελάσουν, τα μαθαίνουν με ιδιαίτερα.

Εσύ σφίγγεις τα χέρια, αγκαλιάζεις και όταν τραγουδάς κλείνεις τα μάτια σου και κάνεις εικόνες και φεύγεις και πάλι σε δικά σου δάση, όπως τότε, που ήσουν παιδί. Σφίγγεις χεριά ανθρώπων που έχουν ρόζους, χέρια δουλευμένα, κι όχι απ’ αυτά τα αντρικά που κάνουν μανικιούρ και βάζουν κρέμες. Μιλάς μ’ αυτούς που όπως εσύ είπες «ξέρουν πού πονά η δουλειά» και το τι ζόρι είναι αυτό το «να δουλέψουν οι άνθρωποι». Ξέρουν το μαράζι, τη ξενιτιά, τον αποχωρισμό, τη βάρδια και την ορθοστασία στο εργοστάσιο και τη μπέσα και τη λεβεντιά και που ακόμα ερωτεύονται και δε νοικιάζουν νύφες με τα πορτοφόλια.

Γιατί εσύ δε τάζεις, τραγουδάς. Με τη ψυχή και όχι με τη φωνή τραγουδάς. Για αυτό άσε τα υπουργεία στους εκπαιδευμένους που τα ‘χουν πάντα τόσο ωραία ταχτοποιημένα -βλέπεις;- και εκείνο το πολύπαθο το Πολιτισμού, που μόνο κάποτε ένας Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και μια Μελίνα, είχαν την έγνοια και την συμπόνια του, για τους άλλους.

Και τη γλύκα σου, άστη κι αυτή να γίνει ένα με τον ευρύτερο πολιτισμό της χώρας…

Κομματικές γνωριμίες, ταμπέλες και σα σε έρημο μέρα…

Και εσύ θα χεις πάντα πριβέ, κατάδική σου, αυτή τη νύχτα που μένει…     

 

https://www.youtube.com/watch?v=11bhaMq1-H8