Στο Παρθενώνα, σκεπή και προστασία της Αθήνας, στο δυτικό αέτωμα, κάποτε, ο Φειδίας και οι σπουδαίοι μάστορες και καλλιτέχνες τους, φτιάχνανε τους θεούς πάνω στο μάρμαρο. Η θεά Αθηνά να μαλώνει με τον Ποσειδώνα για την Αττική γη! Γύρω τους, όλοι οι άλλοι, οι μικρότεροι, αλλά εξαίσια αγέρωχοι, έχοντας λύσει το παιχνίδι τους με το «για πάντα», θεοί των Αθηνών, κοιτάζουν τον αγώνα. Όμορφοι, παντοδύναμοι, αρχαίοι και αιώνιοι, πάνω σ’ άλογα νεαρά και όλο ορμή ή σ’ άρματα πολυτελή, με ιπποκόμους και υπηρέτες θεϊκούς ή ξαπλωμένοι με την αλαζονεία της υπέρτατης γοητείας και αφημένης απραξίας.
Ο Ποσειδώνας, με την φοβική τρίαινά του, χτυπά τη γη και φτιάχνει μια κρυστάλλινη πηγή. Καταδέχονται οι μικρότεροι θεοί να θαυμάσουν με μικρές συσπάσεις των περήφανων φρυδιών τους. Η Αθηνά με το αιματηρό της δόρυ, τρυπά το χώμα και ανορθώνει ένα δέντρο. Η ιερή χρυσοπράσινη ελιά. Το σύμβολο μιας πόλης που θα την έλεγαν όσο υπάρχει χρόνος Αθήνα και το δέντρο το ευλογημένο της τροφής, της γιατρειάς, της νίκης, της τιμής. Ο Παυσανίας γραφεί για τα αετώματα στον Παρθενώνα. Στο μέσω, μέσω του, όπως κοιτάς, είναι η ελιά! Ταπεινή στην όψη, μικρή, θηλυκιά, καθόλου τραχιά, γαλήνια και συνάμα και θεϊκή όσο η ζωή και η ύπαρξη αυτού του τόπου.
Το αέτωμα ακόμα δείχνει τον Ποσειδώνα να οπισθοχωρεί έντρομος, απελπισμένος απ’ τη νίκη και πίσω από την Αθηνά τα άλογα στα δυο πόδια, αφρισμένα, αφηνιασμένα από την αποτρόπαια για θνητά όντα, δύναμη της διαμάχης των θεών. Η ηνίοχος κομψή Νίκη, ο μπλαζέ Ερμής και ο Κέκρωπας και την οικογένειά του, κοιτάνε. Στο άρμα του Ποσειδώνα, πλάι, η θαλάσσια πανώρια η Αμφιτρίτη και οι νεράιδες των κυμάτων, οι Νηρηίδες, η Λευκοθέα και ο γιος της, η εξαίσια Αφροδίτη, θηλυκή σαγήνη, με τον Έρωτα στην αγκαλιά. Υπεροχές υπάρξεις φτιαγμένες όχι από μάρμαρο αλλά από θαύμα και σύννεφο… Και στα άκρα του αετώματος; ο Κηφισός, η Καλλιρρόη, Ιλισός. Θεοί και ποταμοί. Τοποθετημένοι σύμφωνα με τη γεωγραφική τους θέση. Εκεί, στον όλο δέος μεταφυσικό και για αποπλάνηση του νου, όμορφο τους ίσκιο, εκεί, έλεγαν οι πιστοί, πως οι αόρατοι θεοί, καταδέχονταν να βγάλουν ανάσες ευχαρίστησης όσο γίνονταν οι θυσίες των ταπεινών, φθαρτών, μικρούληδων, εμάς, των Αθηναίων!
Κάτω απ’ το σώμα του Ιλισού, ο ιερέας στέκονταν, σαν έβγαινε απ’ το ναό της υπέρτατης Παλλάδας και η πρώτη ιέρεια της, η πιο αγαπημένη έψαλε την μεγάλη προσευχή της Αθηνάς, πάντα στο όνομα του λαού και αμήν να λέμε, σήμερα… Και πάνω απ’ τις τελετουργίες, ο Ιλισός, ή Ιλισσός, ή Ειλισσός, ξαπλωμένος ηδονικά, με όλο νιότη και υγεία σμιλεμένους μυς, γυμνός ο μισός και ο υπόλοιπος μέσα σε υφάσματα σα να ρέουν, κοίτες μαζί, στολίδια και ντυσίματα. Ατένιζε από κει, τόσο θεϊκός άρα σίγουρος, τον υδάτινο εαυτό του, κάτω στην πόλη, να πηγάζει απ’ τις βορειοδυτικές πλαγιές του Υμηττού και απ’ την άκρη των σπιτιών, όλο άκρη, να φτάνει στο Φαληρικό όρμο. Βαριεστημένα κοίταζε τις θυσίες και τη ζωή των θνητών, τόσο αναλώσιμων ανθρώπων. Σίγουρος αφέτης κάθε μικρότητας, αγάπης, γενναιοψυχίας, μυστικού, ανθρωπίλας, εκεί κάτω, κάτω απ’ το μαρμάρινο και θεϊκό του σώμα, συντροφιά με τους άλλους θεούς – αιωνίους και σίγουρους συντρόφους.
Ο Ιλισός ήταν της πόλης της αρχαίας και αλαζονικά παντοδύναμης ιερός ποταμός. Έλεγαν πως στις όχθες του και μόνο, ζούσαν οι Μούσες. Χωρίς αυτήν ποια έμπνευση να κατοικήσει στις ανθρώπινες ψυχές, ε; Προς τιμή τους, στις όχθες του, είχαν βωμό οι όλοι οι ποιητές, οι γλύπτες, οι ζωγράφοι, οι αρχιτέκτονες και οι μίμοι, τον «βωμό των Ιλισιάδων». Εκεί παρακαλούσαν για έμπνευση, νίκη στους αγώνες, θαυμασμό, δόξα, αιωνιότητα σαν τον θεό και ποτάμι που γουργούριζε πράσινος, γαλήνιος, σοφός στα πόδια τους. Εκεί, στον βωμό, στο πλάι, υπήρχε, λέει, ένα παλιός, τόσο ροζιασμένος και μεγάλος πλάτανος, που αγάπαγε τον ίσκιο του ο Σωκράτης και εκεί έπιανε τις μεγάλες ιδέες και τις πανανθρώπινες κουβέντες με τους μαθητές του. Στις όχθες του, λέει, ερωτεύτηκε ο άνεμος Βορέας την όμορφη κόρη του Ερεχθέα, την Ωρείθυια και τόσο την πόθησε, που την άρπαξε στις μεγάλες φτερούγες και την πήγε, μόνο δικιά του, πια, στο Σαρπηδόνιο ακρωτήριο της Θράκης. Εκεί, στην άκρη του ποταμού σκότωσαν με την θέληση του, θυσία εκούσια, οι Δωριείς, τον βασιλέα της Αθήνας, τον Κόδρο.
Και ήρθε ο καιρός και ο Ιλισός, μπαζώθηκε και τίποτα απ την ομορφιά εκείνη την αρχαία της φύσης, δεν μένει. Και ήρθε ο καιρός και η τελειότητα του αγάλματος, με την ακίνητη βεβαιότητα της αιωνιότητας του βεβηλώθηκε. Ξεκαρφώθηκε ο ξαπλωμένος θεός ποταμός απ’ το αέτωμα, έγινε «ελγίνεια μάρμαρα» και αντί να κοιτά την Αθήνα από ψηλά, είναι στις αίθουσες του Λονδίνου, στο Μουσείο των αρπαγών, ξένος αυτός στην συννεφιά, δίπλα απ’ τις αίθουσες επίσης κλεμμένων, αμήχανων στο να μη ταιριάζουν στο «για πάντα» Φαραώ. Τον ακέφαλο –πια- ταλαιπωρημένο θεό Ιλισό, τον δάνεισε η Βρετανία στη Ρωσία για να εκτεθεί στο μουσείο της Αγίας Πετρούπολης, για να γιορτασθούν τα 250 χρόνια του. «Το καθήκον των διαχειριστών είναι να επιτρέπουν στους πολίτες όσο το δυνατόν περισσότερων χωρών να μοιράζονται την κοινή κληρονομιά τους», δήλωσε ο πρόεδρος των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου σερ Ρίτσαρντ Λάμπερτ, μεγαλόκαρδος και γενναιόδωρος σαν πλούσιος κλεπταποδόχος. «Οι διαχειριστές είναι ενθουσιασμένοι από το γεγονός ότι οι Ρώσοι πολίτες θα απολαύσουν σύντομα αυτό το ωραίο αντικείμενο». Και πάει ο θεός… λογίζεται ως αντικείμενο… για απόλαυση και τέρψη εκτός των Αθηναίων, περιοδεύει σαν ροκ σταρ, εκεί, που δεν ήταν φτιαγμένος να βρεθεί.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, Αντώνης Σαμαράς δείχνοντας μια πολιτική, κυρίως, ευαισθησία, έκανε λόγο σωστό για πρόκληση. «Το τελευταίο μέχρι σήμερα Βρετανικό δόγμα περί ‘αμετακίνητων’ γλυπτών του Παρθενώνα παύει να ισχύει. Όπως καταρρίφθηκε με τη λειτουργία του Μουσείου της Ακρόπολης και το άλλο ‘επιχείρημά’ τους, αυτό της έλλειψης ανάλογου χώρου που θα μπορούσε να τα φιλοξενήσει. Ο Παρθενώνας και τα γλυπτά του υπήρξαν αντικείμενο λεηλασίας. Η αξία των γλυπτών είναι ανεκτίμητη. Οι Έλληνες είμαστε ταυτισμένοι με την Ιστορία και τον πολιτισμό μας! Τα οποία δεν τεμαχίζονται, δεν δανείζονται και δεν παραχωρούνται!».
Από την πλευρά του Βρετανικού Μουσείου ο Neil MacGregor μιλώντας στο BBC μας υπέβαλλε, ξετσίπωτα, συναισθήματα, λέγοντας πως «η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι σήμερα ενθουσιασμένη που ένα από Ελγίνεια Γλυπτά θα εκτεθεί στο Ερμιτάζ» και πρόσθεσε: «Ελπίζω ότι οι Έλληνες θα χαρούν που ένα πολύ μεγάλο κοινό θα μπορέσει να δει τα μεγάλα δημιουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας. Άνθρωποι που δεν θα μπορέσουν ποτέ να ταξιδέψουν στην Αθήνα ή το Λονδίνο θα μπορούν τώρα στη Ρωσία να καταλάβουν και να δουν το μεγαλείο αυτών των αγαλμάτων». Σε ερώτηση του ραδιοφώνου του BBC για το αν θα δάνειζε το συγκεκριμένο άγαλμα σε ελληνικό μουσείο απάντησε: «Έχουμε ξεκαθαρίσει ότι είμαστε διατεθειμένοι να δανείσουμε τα Ελγίνεια, φτάνει να είναι εφικτή η μεταφορά τους, να υπάρχει σοβαρός λόγος για να εκτεθούν κάπου αλλού και εκεί που θα πάνε να είναι ασφαλή και να υπάρχουν εγγυήσεις για την επιστροφή τους στο Βρετανικό Μουσείο» λέγοντας πως η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να δανειστεί τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Αυτή είναι η ιστορία και ο μύθος, σε παλιά και νέα εξέλιξη, ενός Θεού, ενός όμορφου ποταμιού, ενός αγάλματος σπουδαίας τέχνης, μεγάλης πίστης, αρμονίας, κλεψιάς, αρπαγής, ανατροπής. Για εκείνα τα ιερά που φτιαχτήκαν με την βεβαιότητα του αιωνίου μεγαλείου για να γίνουν «αντικείμενα» μεταφερόμενα, αποσπώμενα, ιδιοκτησιακά. Και όπως χαιρέταγαν ζευγάρια στην Κίχλη του Σεφέρη:
«Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο. Καληνύχτα.
-…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς.
Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά… καληνύχτα».
… ή μάλλον good evening and good night!