Από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας μέχρι τον περιπτερά της γειτονιάς, μια λέξη μοιράζονται οι «νοικοκυραίοι» με συχνότητα, χαρά και περηφάνεια: «Απαγορεύται».
Κλείνουν μέσα της όλη τους τη μικρότητα και την ανάγκη τους να ξεχωρίσουν, ίσως και την αγωνία της επιβίωσης.
Και αρνούνται να σε ακούσουν όταν τους πεις ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων,απαγορεύεται να… απαγορεύσουν.
Τα πιο δημοφιλή «απαγορεύονται» που επιβάλλει η ξεχωριστή τάξη των «νοικοκυραίων», είναι τα εξής:
Οι διανομείς φυλλαδίων.
Οι ξεκλείδωτες πόρτες.
Τα μεταχειρισμένα ρούχα έξω από τον κάδο απορριμμάτων.
Τα πλαστικά και τα μπουκάλια μέσα στον κάδο ανακύκλωσης.
Το ποτό σε κλαμπ άνευ συνοδού (για τους κυρίους).
Οι άστεγοι στην πόρτα τους.
Οι άστεγοι στο παγκάκι της γειτονιάς τους.
Η είσοδος.
Το παρκάρισμα στην είσοδο του καταστήματος.
Τα ποδήλατα.
Οι μπάλες.
Τα παιδιά.
Τα σκυλιά.
Τα τελευταία χρόνια οι αστυνομικοί διευθυντές με περισσή άνεση απαγορεύουν τις συναθροίσεις των «νοικοκυραίων».
Εκπαιδευμένοι, πια, στις απαγορεύσεις, αφού και οι ίδιοι τις επιβάλλουν, τις αποδέχονται και μόνο βλαστημάνε μέσα στα, ακινητοποιημένα από την κίνηση, αυτοκίνητά τους πηγαίνοντας στη δουλειά. Και πάλι, δεν βλαστημάνε την απαγόρευση του κύριου αστυνόμου αλλά αυτούς που κάνουν πορείες!
Έτσι σηκώνουν ανάστημα οι μικροί άνθρωποι: απαγορεύοντας και βλαστημώντας.
Οι άλλοι το κάνουν αψηφώντας!