Λίγες ημέρες έμεναν για να γίνει είκοσι εννέα, όταν ο Ελύτης κατατάχθηκε στο στρατό και πήρε τον δρόμο για τα ελληνοαλβανικά σύνορα μαζί με χιλιάδες άλλους, μικρότερους σε ηλικία. Για την περίπτωση, εχρίσθη ανθυπολοχαγός. Η μακριά πορεία προς το μέτωπο τον έφερε στην πρώτη γραμμή, εκεί όπου οι συγκρούσεις μένονταν και οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν οι πιο βαριές.
Από εκεί άντλησε την έμπνευση για το «πρωτόλειο», σύμφωνα με τους μελετητές, ποίημά του, το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (εκδ. Ίκαρος).
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τα’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο αλβανικό μέωπο.
Όμως, σε αντίθεση με τον ανθυπολοχαγό του ποιήματος, ο Ελύτης επέστρεψε απλώς ημιθανής. Βαριά άρρωστος από τύφο θα μεταφερθεί στις 26 Φεβρουαρίου 1941 στο νοσοκομείο Ιωαννίνων για να καταλήξει μετά χιλίων κόπων και βασάνων στην Αθήνα μετά από την κατάρρευση του μετώπου. .
Σε μια συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» το 1965, που δημοσιεύτηκε με τίτλο «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας», διαβάζουμε:
«Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια κα με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
»Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
»Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
»Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα στούκας. Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελόντρια νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν ‘έζησα το θαύμα’ σώθηκα και από ένα θαύμα».
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
H εμπειρία του ποιητή από το ελληνοαλβανικό μέτωπο μετουσιώθηκε στο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε τα τελευταίο από τα έργα του που κάνουν αναφορά στον πόλεμο. Η «Αλβανιάδα», μια άλλη απόπειρά που έκανε ο Ελύτης να μιλήσει για τα γεγονότα, έμεινε μισή –ένα μέρος της μόνο δημοσιεύτηκε κι αυτό στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» σε εικονογράφηση Γιάννη Μόραλη. Στη θέση της γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».