Κάπου στα 1971. Θα ‘μουν – δε θα ‘μουν 3-4 χρονών. Ήμουν με τους γονείς μου στο Όσκαρ, μια γνωστή καφετέρια στην οδό Αχαρνών στα Κάτω Πατήσια.
Σε μια στιγμή, για κάποιο, λόγο έβαλα τα κλάματα, τσιριχτά.
Οι θαμώνες ταράχτηκαν. Όλοι πίστεψαν ότι είναι… σειρήνα της αστυνομίας!
Κατά σύμπτωση, εκείνη την ώρα πέρασε ένα στρατιωτικό τζιπ. Όλα τα τραπέζια πάγωσαν. Οι ΕΣΑτζήδες πέρασαν, έφυγαν. Ο τρόμος στα μάτια των πελατών, μου έμεινε χαραγμένος μέχρι σήμερα.
Βράδυ Νοέμβρη, 1973. Πλατεία Κολιάτσου.
Στο δωμάτιο με τους γονείς μου. Ακούμε από μακριά πυροβολισμούς.
Φοβάμαι. «Τι είναι αυτά μαμά;».
«Σσσσ, κάτσε ν’ ακούσουμε» μου λέει και ανοίγει το ραδιοφωνάκι. Μια φωνή σπάραζε: «Εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοσταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Αδέλφια μας στρατιώτες, αδέλφια μας στρατιώτες, μην πυροβολείτε, είμαστε άοπλοι».
«Οι φοιτητές είναι κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο και οι στρατιώτες ετοιμάζονται να τους βγάλουν» με ενημερώνει η μάνα μου.
Κοιμόμαστε φοβισμένοι.
Ξημέρωσε Σάββατο. Τότε τα σχολεία ήταν 6ήμερα. Ο αδελφός μου έπρεπε να πάει σχολείο.
Η μάνα μου, μου έδωσε σαφή εντολή: «Μείνε εδώ με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς και επιστρέφω».
Σιγά που θα καθόμουν. Μόλις ξεμάκρυνε λίγο, έτρεξα πίσω της. «Που πας; Είσαι τρελός; Γύρνα πίσω! Πυροβολούν!» μου φώναξαν οι φίλοι μου.
Δεν απάντησα, ήταν η πρώτη «τρέλα» μου. Έτρεξα έφτασα τη μάνα μου και τον αδελφό μου. Η μάνα μου δάγκωσε απειλητικά τη γροθιά της, που την παράκουσα, αλλά δεν είπε τίποτα.
Προσπαθούσε κι αυτή να δείξει ψύχραιμη. Στην Πατησίων, άκουγα ριπές αυτομάτων. Φτάσαμε στο σχολείο. Δάσκαλοι και μαθητές ανάστατοι. «Δεν θα γίνει μάθημα σήμερα παιδιά» ανακοίνωσαν λυπημένα. Επιστρέψαμε σπίτι. Η γειτονιά στο πόδι, ανάστατη. Από παντού εισέπραττες παγωμάρα.
Απόγευμα Νοέμβρη 1974. Με τη μάνα μου είμαστε έξω από το Πολυτεχνείο.
Πρώτη επέτειος. Ασφυξία από το πλήθος. Ο κόσμος έχει κουραστεί, είναι με τις ώρες στο δρόμο. Οι φοιτητές, μέσα, φέρνουν ποτήρια με νερό.
Τα παιδικά μου χέρια χωρούν ανάμεσα απ” τα κάγκελα και μοιράζω το νερό σε όσους το ζητούν. Νιώθω περήφανος. Κυρίως, όμως, δεν φοβάμαι. Βλέπω γύρω μου πρόσωπα γελαστά, άφοβα.
Ο αέρας μυρίζει ελευθερία. Ελπίδα.
Μερικά χρόνια αργότερα, Πρωτομαγιά του 1976.
Ξεκινάω με τους γονείς μου για εκδρομή στην Πάρνηθα.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο θυρωρός μας ενημερώνει: «Δολοφόνησαν τον Παναγούλη». Πάγωσα. Ένιωσα σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι φοβίες επέστρεψαν. Ένιωσα φόβο αλλά -ίσως για πρώτη φορά- και οργή.
Τέσσερις σκηνές που αποτυπώνουν, ελάχιστα και επιδερμικά, πως βιώνει ένα παιδί μια δικτατορία και την αυγή μιας δημοκρατίας.
Για όσους νοσταλγούν τη μαύρη περίοδο της χούντας.
Αλλά και για όσους απαξιώνουν, τόσο ισοπεδωτικά, την Μεταπολίτευση.
Υ.Γ.: Το κείμενο αυτό το έγραψα πριν μερικούς μήνες. Θυμάμαι ότι άρεσε στον αξέχαστο Βασίλη μου. Αφιερωμένο στον @starvpan.