Εκείνη την Τετάρτη το βράδυ -ήταν μέσα περίπου του Οκτώβρη πριν από τρία χρόνια- ο Νίκος Γιγουρτάκης μπήκε σχετικά κουρασμένος στην εντυπωσιακή μεζονέτα που διατηρούσε στην Γλυφάδα. Από το πρωί είχε ακολουθήσει το συνηθισμένο του πρόγραμμα και λίγο μετά τα μεσάνυχτα έκλεισε τα μάτια του. Ήταν σχεδόν όλη την ημέρα μαζί με τον πατέρα του Τάκη και ταλαιπωριόταν από μια ιγμορίτιδα που δεν έλεγε να περάσει, παρά τα αντισταμινικά φάρμακα που έπαιρνε.

Αυτή έμελλε να είναι η τελευταία νύχτα της ζωής ενός παιδιού, που κατά καιρούς άκουσε πολλά για τον χαρακτήρα του και τις πλάκες που κατά καιρούς έστηνε με φίλους του. Ήταν μια από τις εμμονές του, την οποία είχε εγκαταλείψει κάπως τα τελευταία χρόνια.

Αυτό που δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ ο «Γίγου», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ήταν το να αποκτήσει και να διατηρεί πάντοτε το τέλειο σώμα. Έτρωγε πάντα εφτά γεύματα την ημέρα, γυμναζόταν τρεις με τέσσερις ώρες κάθε απόγευμα και το βράδυ έβγαινε στην Αθήνα, γράφοντας την δικιά του προσωπική ιστορία που τα είχε όλα.

Πλάκες, καυγάδες, κόντρες με αυτοκίνητα στην παραλιακή, πολλές γυναίκες, αλλά λίγους πραγματικούς έρωτες και ένα απρόσμενο τέλος.
 


 

Το τελευταίο τηλέφωνο

Στα τριάντα του μόλις χρόνια ο Νίκος Γιγουρτάκης είχε ζήσει πρόσωπα και καταστάσεις που άλλοι δε ζουν μια ολόκληρη ζωή. Η φράση κολλητού του φίλου «μπορεί να έφυγε άδικα, αλλά έφυγε χορτασμένος» αντικατοπτρίζει τέλεια τον έλληνα Μπέκαμ και περιζήτητο εργένη, αυτόν που μεγαλώνοντας τόλμησε να κάνει πολλά, αδιαφορώντας ενίοτε για τους χαρακτηρισμούς.

Τους τελευταίους δύο μήνες παραπονιόταν σε φίλους και γνωστούς για κάποιους έντονους πόνους στο στήθος του, αρνιόταν όμως να κάνει κάποιες εξετάσεις και απέδιδε τους πόνους στα βάρη που σήκωνε στο γυμναστήριο.

Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει εκείνη την Τετάρτη τα ξημερώματα -ο ιατροδικαστής κ. Φίλιππος Κουτσάφτης διέγνωσε τότε γενικευμένη σπλαχνική συμφόρηση που σημαίνει συσσώρευση αίματος στα σπλάχνα- ενώ στο Ασκληπιείο Βούλας όπου μεταφέρθηκε εσπευσμένα, οι γιατροί διαπίστωσαν απλά τον θάνατό του.

Μόλις ένοιωσε άσχημα πρόλαβε να πάρει τηλέφωνο την τελευταία αγαπημένη του, Ιρένε Λάσπα για να της ζητήσει να τον πάει στο νοσοκομείο. Αυτή η κοπέλα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που άκουσε τη φωνή του Νίκου.
 


 

Λίγες ώρες αργότερα, ο εφοπλιστής Χάρης Βαφειάς -ίσως ο πιο κολλητός του φίλος- ξύπνησε στο Λονδίνο από ένα μήνυμα που τον ενημέρωνε ότι ο Νίκος είχε πεθάνει. Το πήρε για πλάκα στην αρχή, μια πλάκα από τις δεκάδες που είχε κάνει ο Νίκος στην ζωή του, την γεμάτη από άγριες νύχτες που αργούσαν να ξημερώσουν, όμορφες γυναίκες τις οποίες άλλαζε σαν τα πουκάμισα και περιστατικά που έμειναν αλησμόνητα στην κοσμική Αθήνα.

 

«Είμαι ο διοικητής Νίκος Γιγουρτάκης».

Μεγαλωμένος από μικρό παιδί σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που δεν του έλειπε τίποτε, με μια υπερ-προστατευτική μητέρα και έναν πατέρα που λάτρεψε τον πρωτότοκο γιο του, ο Νίκος, λένε αυτοί που τον ξέρουν καλά, έμαθε από μικρός ότι μπορούσε να έχει ότι επιθυμούσε.

Η αδυναμία που του είχε ο πατέρας του Τάκης λένε κάποιοι, έκανε τον Νίκο να νοιώθει μοναδικός όσο μεγάλωνε, πηγαίνοντας σχολείο σε πανάκριβο ιδιωτικό κολέγιο αρχικά και στο Λονδίνο αργότερα για να σπουδάσει μάρκετινγκ και διοίκηση επιχειρήσεων.

Κανείς δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αρχικά τις πλάκες που ξεκίνησε με την παρέα του στα Νότια κυρίως προάστια, οι οποίες είχαν σαν πρωταγωνιστές πυροσβεστήρες, με τους οποίους ο Γίγου και οι φίλοι του έμπαιναν απροειδοποίητα σε μαγαζιά και τους άδειαζαν παντού! Πελάτες και μαγαζιά κολυμπούσαν κυριολεκτικά στον αφρό των πυροσβεστήρων, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο, από φωνές, βρισιές και γέλια του «κακού» παιδιού και των φίλων του που έφευγαν τρέχοντας μετά από κάθε έφοδο.

Αργότερα προχώρησε ακόμα περισσότερο. Δεν δίσταζε να μιλήσει άσχημα ακόμα και σε επικίνδυνους ανθρώπους της νύχτας ή να τα βάλει με μεγάλους επιχειρηματίες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο κ. Τάκης Γιγουρτάκης δεν άργησε καθόλου να πληροφορηθεί τα νέα για τα κατορθώματα του Νίκου, όμως παρόλο που τον μάλωνε και του έβαζε τις φωνές, εκείνος συνέχισε τις ιδιότυπες αυτές επιδρομές.

Μαζί με τους φίλους του «χτύπησε» περίπου είκοσι μαγαζιά με αφρό πριν συλληφθεί ένα βράδυ από αστυνομικούς, σε μια επιχείρηση που οδήγησε τον νεαρό στο κρατητήριο, κάτι πάντως που δεν τον πτόησε καθόλου. Οι αστυνομικοί μπορεί να του πήραν το ένα κινητό που είχε πάνω του, δεν βρήκαν όμως τα άλλα δύο που είχε κρυμμένα, οπότε το σόου άρχισε με τον Γίγου να παραγγέλνει αρχικά πίτσες για όλους. Έδωσε τη διεύθυνση του αστυνομικού τμήματος και όταν του ζήτησαν κάποιο όνομα για την παράδοση είπε ο πιτσαδόρος να ζητήσει τον διοικητή Νίκο Γιγουρτάκη, ατάκα που προκάλεσε ξέφρενα γέλια σε όλους, εκτός από έναν αστυνομικό που άκουσε τη συνομιλία.

Το όργανο ζήτησε από το νεαρό Γιγουρτάκη το δεύτερο κινητό, το πήρε, έφυγε και ο νεαρός απλά έβγαλε το τρίτο τηλέφωνο και συνέχισε την πλάκα, παίρνοντας αυτή την φορά έναν κλειδαρά. «Ελάτε στο αστυνομικό τμήμα Γλυφάδας σας παρακαλώ» του είπε. «Είμαι ο διοικητής του τμήματος Νίκος Γιγουρτάκης και κάποιοι Αλβανοί μας κλείδωσαν στο κρατητήριο, πήραν τα κλειδιά και έφυγαν». Περιττό να ειπωθεί το τι έγινε μόλις ο κλειδαράς έφτασε στο τμήμα και οι αστυνομικοί τον άκουσαν να αναζητάει τον διοικητή Νίκο Γιγουρτάκη!

 

Οι άγριες νύχτες ενός «κακού» παιδιού.

Αυτή όμως ήταν μόνο η μια πλευρά του νεαρού που του άρεσε να αλλάζει στυλ στα μαλλιά του σχεδόν κάθε μήνα, και να γυμνάζεται στρατιωτικά κάθε μέρα για τρεις ή τέσσερις ώρες.

Οι κολλητοί του αλλά και οι φίλες του ακόμα θυμούνται ότι όποτε τον χρειάστηκαν δίπλα τους ήταν πάντα εκεί. «Ακόμα και στις δύο το πρωί αν τον έπαιρνες και του έλεγες ότι τσακώθηκες με την γκόμενα και δεν είσαι καλά, ερχόταν να σε βρει», έλεγε τότε στον γράφοντα ο Τζίμης Σταθοκωστόπουλος. «Καθόταν μαζί σου μέχρι να βεβαιωθεί ότι είσαι καλά και μετά έφευγε» συμπληρώνει, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που λένε ότι τα έδινε όλα για τους φίλους του.

Ο έντονος χαρακτήρας του, τον έφερε πολλές φορές σε έντονες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με μπράβους της νύχτας, ακόμα και επιχειρηματίες χωρίς να υπολογίζει τις όποιες συνέπειες.

Οι κόντρες με αυτοκίνητα στην παραλιακή ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο με τσίτα τα γκάζια και επικίνδυνους ελιγμούς. Ακούστηκαν πάρα πολλές φορές ιστορίες για επεισόδια που κατέληγαν σε ξύλο μέσα σε μαγαζιά, επίθεση σε αγνώστους, και επικίνδυνες φάρσες που του έδωσαν το όνομα του «κακού» παιδιού της νύχτας.

Η υβριστική φρασεολογία με παρέες που οδηγούσε συνήθως σε ξυλοδαρμούς και μετά σε νοσοκομεία κοσμούν σύμφωνα με τα όσα έχουν ακουστεί το θυελλώδες παρελθόν του επιχειρηματία.

Ο ίδιος δεν μου είχε αρνηθεί όταν συναντηθήκαμε τυχαία στο αγαπημένο του Villa Mercedes, παρουσία κάποιων φίλων του, όταν είχα γράψει ένα story για την εκρηκτική ζωή του. «Ότι έγραψες για μένα είναι αλήθεια», μου είχε πει πριν από δυο χρόνια. «Αυτός είμαι» συμπλήρωσε χαμογελώντας αινιγματικά, κρατώντας το αγαπημένο του πούρο στο χέρι.

Σύμφωνα με τα όσα ακούγονταν ο τριαντάχρονος επιχειρηματίας είχε ορκισμένους εχθρούς και λίγους πολύ καλούς φίλους αφού έχοντας υπάρξει πολύ άτακτο παιδί και ακόμα πιο οργισμένος έφηβος ο Νίκος Γιγουρτάκης άνοιξε μέτωπα τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

 

Από τη Γλυφάδα στη Σίφνο και το Μπαλί.

Η εντυπωσιακή μονοκατοικία στην Γλυφάδα, έχει ζήσει μεγάλες στιγμές την τελευταία δεκαετία, με πάρτι και συγκεντρώσεις φίλων, που απολάμβαναν την φιλοξενία του οικοδεσπότη.

Ήταν πολύ φιλόξενος, κάτι που κατάλαβαν και όσοι είχαν την τύχη να μείνουν στην εκπληκτική εξοχική κατοικία της οικογένειας Γιγουρτάκη στην Σίφνο, ένα σπίτι το οποίο είχε γίνει εξώφυλλο στο έγκριτο περιοδικό Architectural Digest, με φόντο την πισίνα του, που μοιάζει να χάνεται μέσα στη θάλασσα.

Πολλοί θυμούνται την αγαπημένη πλάκα του Νίκου, που ανέβαινε αθόρυβα πάνω στην ταράτσα του σπιτιού, έπαιρνε φόρα και προσγειωνόταν με παφλασμό μέσα στην πισίνα, εκτοξεύοντας το νερό συνήθως στην άτυχη καλλονή που απολάμβανε τον ήλιο στην ξαπλώστρα!

Πολλές ήταν οι εντυπωσιακές κούκλες που φιλοξενήθηκαν σε αυτό το σπίτι, πέρασαν από τη ζωή του για λίγο ή για πολύ και όλες μα όλες είχαν να λένε για το πόσο ανοιχτοχέρης ήταν. Έκανε πάντα ακριβά δώρα στις εκάστοτε φίλες του, αφού δεν δίσταζε να αγοράσει συνολάκια των τριών χιλιάδων ευρώ, παπούτσια ή κοσμήματα και να τις πηγαίνει ταξίδια σε Λονδίνο και Μιλάνο.

Σχεδόν όλες οι γυναίκες που συνδέθηκαν μαζί του πετάχτηκαν μέχρι το Μπαλί, εκεί που η οικογένεια διατηρεί κάποιες εκπληκτικές βίλες, τις οποίες νοικιάζει. Με αυτό το project ασχολιόταν καθημερινά σχεδόν ο Νίκος μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Γιώργο, στο γραφείο που διατηρούν στη Γλυφάδα.

Εκτός από τις γυναίκες, η άλλη του μεγάλη αγάπη ήταν τα τατουάζ. Είχε χτυπήσει πάρα πολλά, αλλά το πρώτο ήταν για μια από τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, Το χτύπησε κάτω από τον αφαλό του και ήταν το όνομα Άσπα. Αφορούσε στη νεαρή γόνο της οικογένειας Μεταξά, τον πρώτο του μεγάλο έρωτα σε ηλικία δεκαεννέα ετών.

Έκτοτε ακολούθησαν και άλλα, που ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο το στυλ του έλληνα Μπέκαμ, που κυκλοφορούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια με ένα θηριώδες ασημένιο Hummer. Τον τελευταίο χρόνο πάντως είχε επιλέξει ένα Smart Brabus για τις μετακινήσεις του, το πιο ακριβό μοντέλο του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, με το οποίο έτρεχε πολύ.

 

Οι κολλητοί και οι γυναίκες.

Κολλητοί φίλοι του Νίκου ήταν ο εφοπλιστής Χάρης Βαφειάς, ο επιχειρηματίας Τζίμης Σταθοκωστόπουλος και ο Γιώργος Μαυρούλιας μεταξύ άλλων, ενώ παλιά ήταν στενός φίλος και με τον Χρήστο Δεληλάμπρο.

Κουβαλούσε όπλο σχεδόν πάντα μαζί του, όχι πάντως για να κάνει show off με αυτό, αλλά για να προστατευτεί από τους εχθρούς που δεν είχαν ξεχάσει. 

Μετά την Άσπα ο μεγάλος του έρωτας ήταν η Χριστίνα Κολέτσα, με την οποία κόλλησε για πολλούς μήνες. Κάποια αυθόρμητα φωτογραφικά ενσταντανέ, δείχνουν πόση τρυφερότητα έδειχνε ο Νίκος Γιγουρτάκης για τη νεαρή τραγουδίστρια, όταν την αγκαλιάζει και γέρνει πάνω της.
 

 

Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι που η τραγουδίστρια εμφανιζόταν στο Romeo -η άλλη μεγάλη επιχειρηματική αγάπη του Νίκου- λίγο καιρό μετά τον επεισοδιακό χωρισμό της από επιχειρηματία. Έγιναν ζευγάρι πολύ γρήγορα ενώ ένας αστικός μύθος θέλει τον πρώην της Χριστίνας να πιάνει την τραγουδίστρια και τον έλληνα Μπέκαμ να ερωτοτροπούν. Η έντονη σχέση τους είχε πολλά σκαμπανεβάσματα, αρκετούς χωρισμούς και επανασυνδέσεις χωρίς να έχει τελικά αίσιο τέλος. Το ζευγάρι αφού «χτύπησε» τατού ο ένας το όνομα του άλλου, έκανε μια τελευταία απόπειρα να τα ξαναβρεί κάνοντας ένα ταξίδι στο Λονδίνο μετά από προτροπή του Νίκου. Λίγες εβδομάδες μετά όμως χώρισαν οριστικά.

Η Τζούλια Αλεξανδράτου ήταν απλά περαστική, πριν εντρυφήσει στην βιομηχανία του πορνό, όπως και πολλές άλλες που απλά πέρασαν αλλά δεν ακούμπησαν.

 

Μέρες του Νίκου

Εκτός από τα τατουάζ, είχε μεγάλη τρέλα με τα gadget και τεράστια αδυναμία με τα ηλεκτρονικά καλούδια, τα οποία άλλαζε πολύ συχνά, αφού ενθουσιαζόταν με κάθε καινούρια κυκλοφορία, ειδικά αν είχε να κάνει με Mac

Μια τυπική μέρα στην ζωή του Νίκου Γιγουρτάκη ή Mr Romeo όπως τον έλεγαν κάποιοι, ξεκίναγε από το Rich, στο οποίο πήγαινε το μεσημέρι, φεύγοντας από κάποιο επαγγελματικό ραντεβού ή από το Monte Carlo, το μαγαζί που στήθηκε στο παλιό Mezzo-Mezzo της Συγγρού και σήμερα δεν υπάρχει πια. Εκεί πήγαινε καθημερινά, αφού το έτρεχε ο ίδιος ενώ κάποιες φορές πήγαινε και ο πατέρας του για να τα πούνε.

Μετά το φαγητό -το φιλέτο ήταν σχεδόν πάντα η επιλογή του- ακολουθούσε η γυμναστική και η προετοιμασία για κάποια βραδινή έξοδο. Αγαπημένο του στέκι ήταν το Villa Mercedes στο οποίο πήγαινε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα. Ήταν πάντα σε ένα από τα κεντρικά μπροστινά τραπέζια, κάπνιζε το πούρο του και έπινε μόνο red bull, χωρίς να βάζει αλκοόλ στο στόμα του.
 


 

Τα τελευταία χρόνια είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου την διεύθυνση του Romeo, και είχε κατεβάσει τους τόνους έχοντας κάπως τιθασεύσει τον εκρηκτικό χαρακτήρα του.

Ο Νικόλας που είχε ηρεμήσει ταξίδευε συχνά με την μητέρα του την οποία λάτρευε, στην Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Εκείνος επέστρεφε έχοντας αγοράσει πολλά από τα αγαπημένα του t-shirt, τα στολισμένα με Swarofski και τζιν Dsquared.

Το τελευταίο του καλοκαίρι το πέρασε στα Χανιά της Κρήτης, όπου η οικογένεια διαθέτει μεγάλες ακίνητες εκτάσεις, και μια ολόκληρη πλαγιά στην παραλία Φαλάσαρνα. 

Ο περιζήτητος εργένης, ο ακραίος για πολλούς χαρακτήρας, ο γαλαντόμος, και άστατος ερωτικά Νίκος Γιγουρτάκης εδώ και τρία χρόνια δεν είναι πια εδώ. Σύμφωνα με τους φίλους του που ανέβασαν ένα μικρό βίντεο αφιερωμένο σ’ αυτόν εκείνες τις ημέρες του Οκτώβρη, ο δικός τους Νίκος τραγουδάει πλέον ένα κομμάτι που ίσως ήταν το αγαπημένο του:

«Μια μέρα θα πετάξω στ’ αστέρια

πίσω μου φωνές και κραυγές,

θα λυθούνε τα χέρια θα ελευθερωθώ…»