Μια απίστευτη ιστορία ήρθε πρόσφατα στο φως με την κυκλοφορία του βιβλίου «Black Magic and Bogeymen: Fear, Rumour and Popular Belief in the North of Ireland 1972-74» από τις εκδόσεις του πανεπιστημίου του Κορκ. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Ρίτσαρντ Τζένκινς, καθηγητής του πανεπιστημίου του Σέφιλντ, ο οποίος, στο πλαίσιο των μελετών του, θέλησε να ρίξει μια πιο κοντινή ματιά στην αιματοβαμμένη δεκαετία του ’70 στη Βόρεια Ιρλανδία. Μιλάμε για τα χρόνια που οι συγκρούσεις μεταξύ καθολικών και προτεσταντών στο Μπέλφαστ και στα πέριξ απέκτησαν πολεμικό χαρακτήρα και όπου o καθημερινός απολογισμός των νεκρών ξεπερνούσε και εκείνον στα «συμβατικά» πολεμικά μέτωπα.
Η ιστορία που ανέσκαψε ο κύριος καθηγητής έχει ως εξής: Κάποια στιγμή και ενώ τα πνεύματα των αντιμαχόμενων πλευρών βρίσκονταν σε έξαψη, ο λοχαγός Κόλιν Γουάλας, αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών του βρετανικού στρατού στη Βόρεια Ιρλανδία συνέλαβε ένα μακιαβελικό σχέδιο. Για να εξουδετερώσει την επιρροή των παραστρατιωτικών οργανώσεων -των καθολικών κυρίως- στον πληθυσμό, αποφάσισε να εμφυσήσει στους ανθρώπους τον φόβο… του Σατανά.
Η ιδέα φαίνεται παράλογη σήμερα. Όμως, οι συνθήκες της εποχής την ευνοούσαν. Η θρησκευτική πίστη αφενός και, αφετέρου, ο φόβος που είχε εμπνεύσει ο «Εξορκιστής» σε πολύ κόσμο είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την διασπορά των πλέον παράλογων φημών.
Η εκστρατεία που οργάνωσε ο Γουάλας είχε δύο σκέλη. Το πρώτο αφορούσε στην δημιουργία «πειστηρίων». Για την επίτευξη του σκοπού, οι πράκτορές του επιδόθηκαν σε ένα σαφάρι για την ανακάλυψη άδειων σπιτιών και μισογκρεμισμένων κτιρίων σε επίκαιρα σημεία, στα προπύργια των διαφόρων οργανώσεων και εκεί που οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έδιναν και έπαιρναν. Στη συνέχεια τοποθέτησαν εκεί μαύρα κεριά, αναποδογυρισμένους σταυρούς κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να εξάψει τη φαντασία των θεοσεβούμενων.
Το δεύτερο σκέλος αφορούσε στην διασπορά των «σωστών» ειδήσεων. Οι εφημερίδες πλημμύρισαν ξαφνικά με δημοσιεύματα για επεισόδια μαύρης μαγείας και σατανιστικές τελετές. Και, φυσικά, οι σχετικές αποκαλύψεις συνδέονταν πάντα εντέχνως με τη δράση των διαφόρων οργανώσεων. Τα δημοσιεύματα ήταν, όπως αντιλαμβάνεστε, καθοδηγούμενα και τα γεγονότα αποκυήματα της φαντασίας του Γουάλας.
Στόχος της άσκησης ήταν η δημιουργία κλίματος φόβου. Φόβου απέναντι στους οργανωμένους μαχητές οι οποίοι φέρονταν ως οι «δράστες» των όσων ακατονόμαστων συνέβαιναν στους «ναούς» του Σατανά, αλλά και φόβου γενικευμένου ότι η δράση των οργανώσεων έχει απελευθερώσει τις δυνάμεις του Κακού.
Ο Γουάλας ήξερε τι έκανε. Οι Ιρλανδοί και των δύο δογμάτων ήταν δεισιδαίμονες και, ούτως ή άλλως, οι αγριότητες που διαπράττονταν ένθεν και ένθεν ήταν τόσο εξωφρενικές, ώστε η ιδέα ότι επρόκειτο περί μαύρης μαγείας γίνονταν εύκολα πιστευτή. Μάλιστα, οι ακραίοι προτεστάντες είχαν επιδοθεί εκείνη την εποχή σε ένα μπαράζ τελετουργικών δολοφονιών καθολικών και πολιτικών αντιπάλων τους γενικότερα, το οποίο εξυπηρετούσε απόλυτα τους σκοπούς του.
Τα αποτελέσματα της δράσης του Γουάλας δεν μπορούν να εκτιμηθούν ακριβώς –ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε αν ο πολυμήχανος λοχαγός δεν έβαζε στο παιχνίδι τον Σατανά και τους πιστούς του; Όμως, οι αποκαλύψεις του στον Ρίτσαρντ Τζένκινς είναι ανεκτίμητης αξίας. Αν μη τι άλλο, επειδή είναι η πρώτη φορά που η δημόσια διοίκηση προσφεύγει επιβεβαιωμένα στην βοήθεια του Σατανά για να περισωθεί –και τελικά τα καταφέρνει.