Απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, εκεί όπου στεγάζεται τώρα ένα μοντέρνο ρακάδικο, ήταν πρώτα ένα καφενείο παλαιού τύπου. Ένα απομεινάρι άλλων εποχών, με θαμώνες γηραιούς και ταλαίπωρους. Εκεί λοιπόν, σε μια από τις κολώνες του καταστήματος, είχε μια ωραία φωτογραφία του Μίμη Δομάζου. Κι έγραφε από κάτω: “Κάθε εκατό χρόνια“.
Αυτό ακριβώς το πράγμα, αυτό το συναίσθημα μου βγαίνει κι εμένα τώρα που μαθαίνω ότι ετοιμάζονται να βγάλουν καινούριο δίσκο οι Pink Floyd. Τώρα που βγαίνουν στην επιφάνεια οι λεπτομέρειες του πρότζεκτ και μου τρέχει το σάλιο όπως στα μωρά. Δεν βλέπω την ώρα να το δω το δισκάκι σε κάποια προθήκη, να μπουκάρω στο μαγαζί, να πληρώσω το αντίτιμο και να το πάρω στα χέρια μου. Και να σπεύσω στην οικία μου για να το απολαύσω όπως του αρμόζει. Ή μάλλον ποια οικία, εδώ που το σκέπτομαι. Στο αμάξι θα το βάλω τσίτα και θα ξεκινήσω μια μεγάλη βόλτα.
Πρέπει να σας πω ότι τέτοια αγωνία έχω να νιώσω από τότε που κυκλοφόρησε ο Bowie το “Low”. Μόλις έβγαινα απ’ το αυγό εκείνο τον καιρό, ίσα ίσα είχα προλάβει ν’ ακούσω το “Strange Days” των Doors και τα “10 Χρόνια Κομμάτια” του Σαββόπουλου και όλη η μουσική των παιδικών μου χρόνων έμοιαζε ξαφνικά άνοστη και ψόφια. Μωρέ, ποια λαϊκά και δημοτικά και έντεχνα και τραλαλά; Δώσε ροκ στο παιδί, να μεγαλώσει και να βγάλει τρίχες στο στήθος. Δώσε του συγκίνηση, μαγκιά, τρέλα, απόγνωση ν’ ανοίξουν τα μάτια του.
Ίσα ίσα επίσης είχα προλάβει ν’ ακούσω το “Rebel Rebel“, το “Jean Genie“, το “Space Oddity” και βγήκε το “Low” μ’ εκείνη τη φάτσα του Bowie στο εξώφυλλο πιο παγερή κι από κάλτσα που βουτήχτηκε σε χιονόνερο. Και ενώσαμε τα χαρτζιλίκια μας με τον φίλο μου τον Βασίλη (καλός γιατρός και καλός οικογενειάρχης πλέον) και πήγαμε στο δισκάδικο της κυρίας Φωτεινής (εξαφανισμένο εδώ και πολλά έτη, όπως όλα σχεδόν τα δισκάδικα) και το πήραμε το άλμπουμ και τρέξαμε στο σπίτι του Βασίλη που είχε στέρεο με ραδιοενισχυτή Crown φουλ ποιότητα, να το ακούσουμε. Με το καρδιοχτύπι στη διαδρομή, να θυμίζει σιδηρόδρομο στην κατηφόρα.
Κάτι τέτοιο μου βγαίνει και τώρα. Τώρα που ανοίγω την έγκυρη μουσική επιθεώρηση “Uncut” και μαθαίνω τα πάντα για το “Endless River“. Τον καινούριο δίσκο των Pink Floyd, που τον δουλεύουνε χρόνια και ζαμάνια κι έχουν στο πλευρό τους τον Phil Manzanera και τον Youth και θα διαθέτει τέσσερις πλευρές (όπως παλιά με τα βινύλια!) και θα είναι όλος ορχηστρικός πλην ενός και μόνο τραγουδιού, του “Louder than words”, και θα τον αφιερώσουνε στον πρόωρα χαμένο Rick Wright. Όπως το “Wish You Were Here” το είχαν αφιερώσει στον Syd Barrett.
Υπό αυτή την έννοια ισχύει και το “κάθε εκατό χρόνια”. Κάθε αιώνα, να το πω λίγο καλύτερα, οπότε και οι Floyd αποφασίζουν να τιμήσουν ένα από τα πρώην μέλη τους. Και να μας ανοίξουν την πόρτα σε ένα ηχητικό τοπίο απρόσμενο, απαράμιλλο, μαγικό. Ναι, το ξέρω ότι είναι ηλικιωμένοι και κουρασμένοι. Ναι, το γνωρίζω ότι λείπει η ζοφερή ιδιοφυία του Roger Waters που τα βάζει όλα στη σειρά με το βλέμμα και μόνο. Ναι, το έχω υπόψη μου ότι άλλο οι αναμνήσεις και άλλο η πραγματικότητα. Αλλά έχω μάθει με τα χρόνια να εμπιστεύομαι τον David Gilmour και την γκάβλα του να παίξει μουσική.
Δεν είναι για τα λεφτά, δεν είναι για την αναγνώριση, δεν είναι για τα γκομενάκια. Είναι γιατί έτσι του γουστάρει. Κι αυτό εμένα μου είναι αρκετό. Άσε που η μία “πλευρά” του άλμπουμ, θα βασίζεται σε εικοσάλεπτο σολάρισμα του Rick Wright από τις πρόβες μιας συναυλίας τον Ιούνιο του 1969 στο Royal Albert Hall. Σε εικοσάλεπτο σολάρισμα στο εκκλησιαστικό όργανο! Και δώσε δουλειά στους σιελογόνους αδένες…
Συγγνώμη κύριε μήπως σας χρειάζεται μια σαλιάρα;