Σύμφωνα και με την ιστορικά καταγεγραμμένη (από τον Σουητώνιο) ρήση του Ρωμαίου αυτοκράτορος Βεσπασιανού: “Tο χρήμα δεν μυρίζει!”/
“Pecunia non olet
“. Αντιθέτως, πολλοί τριγύρω μας βρωμάνε και ζέχνουν, μάλιστα με την ιδιαίτερη κατουροσμή που τους προ(σ)δίδουν 
η ζηλοφθονία και η μωροματαιοδοξία!

‘Εχουνε δε τα παντελόνια -όταν δεν φοράνε σχεδόν προσκοπικά κοντοβράκια!- μόνο για να τους ζεσταίνουνε τα γόνατα, κουτσαβοκουραδόμαγκες και μόνο. Τσουτσέκια μεν, αλλά τόσο εγκεφαλοκαμμένοι… που νομίζουν ότι μπορούν να είναι τιμητές και τιμημένοι… Βλέπετε, πάντοτε ο άδειος (ν)τενεκές είναι εκείνος που βροντάει/κάνει θόρυβο, όχι το ατσάλι.

Κι όλος αυτός, ο εμετικός συρφετός των αυτοαρχιδοπιασμένων, είναι τόσο καρακομπλεξάρες που νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να λένε -ανωνύμως ως επί το πλείστον- κι από πάνω στους άλλους πώς πρέπει να ζήσουν τη ζωή τους. Βεβαίως, το ζήσαμε και αυτό, γιατί όχι; Άλλωστε ως γνωστόν, η καμήλα πάντα τη δική της καμπούρα δεν βλέπει! Επίσης τα γουρούνια, δεν μπορούν να κοιτάξουν ψηλά τον ουρανό…!
 


 

Αυτοί που πρωτοπροσκυνήσανε την ξεφτίλα, όντας ξεφτιλισμένοι οι ίδιοι, οι αργυρώνητοι και προσκυνημένοι οσφυοκάμπτες της απόλυτης παρακμής, οι σαλτιμπάγκοι του ανυπάρκτου τίποτα, που ηδονίζονται να…βουτάνε (σ)τα Βεσπασιανά μπακίρια, νομίζουν πως μπορούν να μας αναγκάσουν σε θέση άμυνας.

Σιγά τα αίματα ωρέ, «τιμητές» των «θανάσιμων αμαρτημάτων όλων των άλλων», εξαιρώντας φυσικά τους εαυτούς που εγκλωβισμένοι στο παραλήρημα του πρόσκαιρου μεγαλείου υπηρετούν το τίποτα, νοιώθοντας ότι μπορούν να καταφρονούν όλους τους άλλους, χωρίς να δέχονται κριτική και αμφισβήτηση απο κανέναν, ποτέ.