*Στη φωτό απεικονίζεται χαρούμενο κορίτσι που μόλις την προσκάλεσαν για πάρτι στο Γκάζι
Το ξεκαθαρίζω προκαταβολικά για να μην ακούσω πάλι μπινελίκια ότι είμαι ξιπασμένος και τέτοια Κανένα πρόβλημα δεν έχω με το Μπουρνάζι και σέβομαι τρομερά τη “λαική” καβλωτική αυθεντικότητά του. Με το Γκάζι τα έχω Που δεν πήρε κανένα μάθημα από την κατάντια του κάποτε “hot” Ψυρρή κι ακολούθησε με τον ίδιο και χειρότερο τρόπο την παρακμή του. Από εκλεκτικό αλλά φιλικό, φτηνό και ανοιχτό σε όλους, ειδικά καλοκαιρινό πάρκο διασκέδασης, μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε ένα πανάκριβο σουβλατζίδικο – σκυλάδικο με το τουπέ μπαρ ταράτσας σε πεντάστερο ξενοδοχείο.
Δεν είναι τυχαίο ότι για να μου βγει το άρθρο τώρα που το γράφω έχω βάλει στην τηλεόραση κανάλι με βιντεοκλίπ ελληνικά χιτάκια – ξεκωλάκια. Το κάνω για να μπω στο κλίμα και να εμπνευστώ από αυτό που βλέπω και ακούω όταν κατεβαίνω από το χλιδάτο σταθμό του μετρό με το όνομα “Κεραμεικός”. Το να ονομάσουν το σταθμό “Γκάζι” μάλλον τους χάλαγε ως λαϊκάντζα. Και πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο. Μια περιοχή που ήταν στην ανάπτυξη της, όαση διασκέδασης για όσους ήθελαν ασυμβίβαστες ηδονές και νύχτες, να ξιπαστεί και να νοιώσει κεραμικό διακοσμητικό.
Σαν κάτι προσόψεις που βλέπω σε μπαράκια ελληνάδικα που έχουν γεμίσει πλέον την πλατεία της περιοχής κι ο αρχιτέκτονάς τους έχει εμπνευστεί από ένα όνειρο που είδε να βιάζουν τς Καρυάτιδες τουρκομπαρόκ πειρατές. Τις φτηνές μουσικές από το ένα μπαρ δίπλα στο άλλο να μπλέκονται στα αυτιά σου με τον παράδοξο ηχητικό συνδυασμό χάιτεκ ψηφιακό ραδιοφωνικό παράσιτο από τρανζίστορ του 60. Τα κρεατάδικα και τα σουβλατζίδικα να κάνουν ότι μπορούν για να είναι κυριολεκτική η φράση “αυτή η πλατεία έχει τη δική της μυρωδιά”. Και μια ορδή κακόγουστα φωνακλάδικης πιτσιρικαρίας και όχι μόνο, να γεμίζουν την πλατεία. Όχι με τη ροκιά της μπύρας στο χέρι από περίπτερο που την πίναμε Αύγουστο κάποτε στη Μαβίλη. Αλλά με την ξιπασιά του “ήμουν κι εγώ εκεί”.
Σόρι κουκλίτσα μου, αλλά εκεί που ήσουνα είναι εκεί ακριβώς που εγώ δεν θέλω να είμαι πια. Μπορεί να γέρασα αλλά δε νομίζω ότι φταίει αυτό γιατί συνεχίζω να βγαίνω. Σε μέρη που ευτυχώς δε θα σε συναντήσω. Με ασυγκράτητη χαρά, ενοχλητική ενίοτε τρέλα, κι ερωτική διάθεση. Σαν αυτή που είχα όταν πήγα πρώτη φορά στο Γκάζι για το “Sodade”. Σαν τα πρώτα δείπνα μου στο “Mamacas”. Tη θρυλική τότε, ελληνική ταβέρνα με αισθητική άποψη, σούπερ μαμαδίστικο φαγητό, αιγαιοπελαγίτικη αισθητική, κούκλους σερβιτόρους και συνδυασμό καθημερινής οικειότητας, glamour, επώνυμων πελατών και φιλικής διάθεσης απέναντι σε όλους.
Κάπου εκεί είναι επίσης που άρχισαν να χαλάνε τα πράγματα. To “Sodade” που συνεχίζει να θριαμβεύει, έβγαλε κάτι κόμπλες απέναντι σε οδηγούς πόλης που το όριζαν ως gay bar. Και το “Mamacas” άνοιξε ένα υπέροχο κλαμπάκι δίπλα στο εστιατόριο, που παρά την υπέροχη μουσική και τα πάρτι του, το παραξήλωσε λιγάκι στην πόρτα με το στιλάκι “είμαστε πριβέ”. Το Γκάζι όμως είχε πάρει τα πάνω του και η από στόμα σε στόμα διαφήμιση άρχισε να γίνεται χοντρή μπίζνα. Δυστυχώς όταν η μπίζνα παχαίνει, η ποιότητα αδυνατίζει. Σε όλα τα επίπεδα.
Με συνοπτικές διαδικασίες τα μαγαζιά άρχισαν να φυτρώνουν το ένα πίσω από το άλλο. Και το χαλαρό καλοκαιρινό ξημέρωμα στο Γκάζι, έγινε λαϊφσταϊλάδικος ψυχαναγκασμός. Όλων των ειδών τα μαγαζιά, με προτεραιότητα στην gay μπίζνα που μας έκανε προς στιγμή να πιστέψουμε ότι το γκαζοχώρι είναι επιτέλους το πρώτο gay village της Ελλάδας. Που ίσως και να είναι δεν αντιλέγω, εφ’ όσον σε καμία άλλη περιοχή δεν είναι μαζεμένα τόσα gay μαγαζιά. Που είναι το πρόβλημα; Ότι σχεδόν όλα τους κάνουν το Factory της δεκαετίας του 90 να μοιάζει με πρωτοποριακή σύλληψη από κάποιον που ονειρεύτηκε πως θα είναι η ζωή το 2100. Και ταυτόχρονα, μέρη ορόσημα της περιοχής να ανεβάζουν κατακόρυφα τιμές και να ρίχνουν επίσης κατακόρυφα την ποιότητα (όπως το “Mamacas”).
Ενδιάμεσα υπήρξαν πολλές όμορφες, απλές, ακραία ψυχαγωγικές και τυπάδικες προτάσεις. Όπως πχ το στιλάτο εστιατόριο “Πρόσωπα” στις γραμμές του τρένου. Αισθητική, καμία προσποίηση, πεντανόστιμα πιάτα και ατμόσφαιρα ευρωπαϊκής πλατείας. Το gay cafe bar “Βlue Train” για αυτούς που ήθελαν να ξεκινήσουν το πάρτι πιο νωρίς. Με ένα club από πάνω (δε μου έρχεται το όνομά του τώρα, σόρι) που το καλοκαίρι έχει μια θεϊκή ταράτσα. Το εστιατόριο bar “Micrasia” με ανατολίτικη ψιχάλα στην ατμόσφαιρα, (όχι αυτό το βαρύ το αβάσταχτο), gay friendly διάθεση και επίσης μαγική ταράτσα. Το “Almodobar”, η “αλήτικη” ροκ εναλλακτική νότα της περιοχής για να γίνεις λιώμα με στιλ σαν πρωταγωνιστής ταινίας του Πέντρο.
Και φυσικά το θρυλικό, βερολινέζικου στιλ “Hoxton”. Εκεί που σχεδόν κανείς μας δεν θυμάται τι κάναμε γιατί αυτός ήταν και ο λόγος να βρεθούμε εκεί βράδυ καλοκαιριού κλέβοντας ο ένας τα ποτά και τους αναπτήρες του άλλου. Και μάλλον εκεί βρίσκεται η απάντηση στο τι συμβαίνει σήμερα και το Γκάζι δεν είναι αυτό που αγαπήσαμε. Στο Γκάζι πηγαίναμε για να πιούμε, να γελάσουμε, να πηδηχτούμε, να ερωτευτούμε και να μην έχουμε καμία ενοχή αν το επόμενο πρωί δεν θυμόμαστε τίποτα από όλα αυτά. Μέχρι τη στιγμή που το Γκάζι απέκτησε ενοχή. Την μετέφεραν σαν φορείς ιού οι μοδάτοι. Έτοιμοι να κρίνουν τα πάντα. Από το ντύσιμο σου, μέχρι τη συμπεριφορά σου, την ηλικία σου και το μέγεθος του μπράτσου σου αν είχες την ατυχία να φοράς κοντομάνικο και να μην έχεις περάσει όλη τη μέρα στο γυμναστήριο.
Το παραδεισένιο εναλλακτικό και gay χωριό ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε πασαρέλα επίδεξης και μεθυσμένης απαξίωσης. Με καλλιτεχνικό άλλοθι τον Τεχνοχώρο και μερικά άλλα μέρη και κοσμικό άλλοθι το αξιοπρεπέστατο, πανέμορφο και κεφάτο “Shamone” του Φώτη Σεργουλόπουλου. Την Ελληνική Ταινιοθήκη να δίνει μια αίγλη τέχνης δίπλα από τη σάουνα “Αlexander” που δίνει ένα απολαυστικότατο σαν στήσιμο και λειτουργία, άλλοθι γαμησιού (όπως και τα dark rooms του “FCUK”). Κι ανάμεσα τους ένα πλήθος μαγαζιών, gay και straight, χωρίς καμία έμπνευση. Με τον dj να κάνει δεξιοτεχνικές αλλαγές μουσικής ανάμεσα στην Άντζελα Δημητρίου και τη Μπιγιονσέ.
Τους χρυσαυγίτες να βαράνε πούστηδες έξω από μαγαζιά χωρίς κανείς να επεμβαίνει. Τις επίδοξες Μαντόνες από τις Δραπετσώνες να κουνάνε το κωλαράκι τους με σούπερ μίνι βρακί για να ερεθίσουν τον κάγκουρα. Τον κάγκουρα να τις λέει πουτάνες αλλά μετά να τις πηδάει αφού δεν έχει άλλη προοπτική. Τους gay στα bar να υποφέρουν από το σύνδρομο της Κοντσίτα, δηλαδή ξυρισμένη παντού και με τουαλέτα αλλά το μούσι μούσι. Τους μπάρμεν και τις σερβιτόρες να νομίζουν ότι είναι διευθύντριες σε κατάστημα της Louis Vitton. Kαι τη χαρά να έχει αντικατασταθεί από την απελπισία του χωριάτικου νυφοπάζαρου. Ποιος θα μας δει, ποιος θα μας πηδήξει και αν μας πηδήξει θα μας παντρευτεί;
Το καλοκαιρινό Γκάζι των νεανικών μου χρόνων είχε μια πρωτόγνωρη, απελευθερωτική αθωότητα. Το Γκάζι του σήμερα, μοιάζει με τα τόσο πλέον ξεπερασμένα video της Madonna που στα 50τόσα της, τουρλώνει τον κώλο σαν παιδούλα λες κι απέναντι από την κάμερα βλέπει σουβλατζίδικα και την ερεθίζει η ιδέα. Που στο Γκάζι πλέον έχει πολλά σουβλατζίδικα. Ακόμα κι αν επιμένουν να ονομάζονται club bar.