Επιμέλεια: Βίκυ Καλοφωτιά

ΜονρόβιαΠερισσότεροι από 2400 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την ασθένεια του ιού Έμπολα σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, στη Δυτική Αφρική. Με αυτά τα νέα στοιχεία που προστέθηκαν στη μακρά λίστα των ανθρώπων που υπέκυψαν μέχρι στιγμής στην εν λόγω ασθένεια, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων εκτιμάται ότι ανέρχεται σχεδόν στους 4800.

Είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί και πόσα ακόμη δεινά προκάλεσε η θανατηφόρα αυτή επιδημία.

Ωστόσο, έρχεται στη δημοσιότητα η γραπτή αναφορά ενός Βέλγου γιατρού, του Pierre Trbovic, ο οποίος βρίσκεται από τα τέλη Αυγούστου στην εστία εκδήλωσης του Έμπολα, την πρωτεύουσα της Λιβερίας, Μονροβία, όπου προσφέρει τις υπηρεσίες του μέσω της διεθνούς, ανεξάρτητης, ιατρικής ανθρωπιστικής οργάνωσης, “Γιατροί χωρίς Σύνορα”.

Το κέντρο θεραπείας του Έμπολα είναι υπερπλήρες και το προσωπικό είναι υπερφορτωμένο. Παρ’όλα αυτά, οι ασθενείς κάνουν ουρές έξω από το κέντρο για να γίνει δεκτή η εισαγωγή τους.

Ο Trbovic ανέλαβε με πόνο καρδιάς το καθήκον να διώξει πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους.

 

Η γραπτή μαρτυρία του Trbovic

Με το που έφτασα στη Μονροβία, ήταν ξεκάθαρο για εμένα ότι οι άνδρες και οι γυναίκες συνάδελφοί μου ήταν παραφορτωμένοι και εξουθενωμένοι. Το κέντρο θεραπείας μας – το οποίο είναι το μεγαλύτερο που έχει χτιστεί μέχρι τώρα από τους “Γιατρούς χωρίς Σύνορα”- ήταν γεμάτο και ο συντονιστής της προσπάθειάς μας, ο Stefan, στεκόταν στην είσοδο και δυστυχώς αναγκαζόταν να διώχνει κόσμο, επειδή δεν υπήρχε άλλη κενή θέση.

Σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης επιβάλλεται να είναι κανείς ευέλικτος και καταστάσεις σαν την προαναφερθείσα δεν ήταν κάτι που μπορούσαμε να προβλέψουμε εκ των προτέρων, οπότε ανέλαβα εθελοντικά το πόστο που κατείχε πριν ο Stefan.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών, που στεκόμουν στην πόρτα, έβρεχε καταρρακτωδώς. Οι άνθρωποι ήταν μούσκεμα από τη βροχή κι όμως εξακολουθούσαν να περιμένουν από έξω.

Ο πρώτος, τον οποίο έπρεπε να διώξω, ήταν ένα πατέρας που έφερε την κόρη του σε εμάς μεταφέροντάς την στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Ήταν ένας μορφωμένος άνδρας και με ικέτεψε να δεχτούμε την έφηβη κόρη του. Ήταν για εκείνον σαφές ότι δεν θα μπορούσαμε να σώσουμε τη ζωή της κόρης του στην κατάσταση που βρισκόταν, μας είπε, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσαμε να συμβάλουμε στην προστασία της υπόλοιπης οικογένειας από το ενδεχόμενο της μετάδοσης του ιού.

Εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσα να κρατηθώ και κατευθύνθηκα πίσω από μια σκηνή, που είχαμε στήσει πρόχειρα, για να κλάψω. Δεν ένιωθα ντροπή για τα δάκρυά μου, όμως γνώριζα ότι έπρεπε να φανώ δυνατός για τους συναδέλφους μου. Αν αρχίζαμε να κλαίμε όλοι, τότε θα γίνονταν όλα ακόμη δυσκολότερα.

Άλλες οικογένειες έρχονταν με τα αυτοκίνητά τους, άφηναν τους ασθενείς από έξω και έφευγαν ξανά κατευθείαν.

Μια μητέρα προσπάθησε να αφήσει το μωρό της σε μια καρέκλα και μετά να φύγει, κυριευμένη από την ελπίδα ότι μετά θα το φροντίζαμε”.

 

Δεν μπορούσαμε να τους στείλουμε πουθενά

“Έπρεπε, επίσης να διώξω ένα ζευγάρι, το οποίο μας έφερε την κόρη του. Το κορίτσι πέθανε δυο ώρες αργότερα μπροστά από την είσοδο του κέντρου. Παρέμεινε ξαπλωμένη εκεί μέχρι την ώρα που ήρθε και την πήρε η υπεύθυνη ομάδα για την μεταφορά των πτωμάτων.

Ασθενοφόρα από άλλες εγκαταστάσεις υγείας έφερναν καθημερινά σε εμάς ύποπτες περιπτώσεις μολυσμένων ανθρώπων από τον ιό Έμπολα, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούσαμε να τους στείλουμε και πουθενά αλλού – όλα ήταν υπερπλήρη και εξακολουθούν να είναι.

Αφότου πάτησα για πρώτη φορά στο χώρο των ασθενών υψηλού κινδύνου, κατάλαβα, γιατί δεν μπορούσαμε να δεχτούμε περισσότερους ασθενείς: όλοι ήταν υπερβολικά φορτωμένοι με κάθε λογής αρμοδιότητα.

Σε έναν χώρο θεραπείας ασθενών του Έμπολα πρέπει να τηρηθούν συγκεκριμένα μέτρα ασφαλείας, όπως επίσης και μια σειρά από τις απαιτούμενες διαδικασίες για να μπορέσει να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των συνεργατών. Όταν, λοιπόν οι άνθρωποι δεν διαθέτουν αρκετό χρόνο να ακολουθήσουν αυτές τις διαδικασίες, τότε ξεκινούν να κάνουν λάθη.

Οι ασθενείς βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση και χρειάζεται πολλή δουλειά και μόχθος για να κρατηθούν καθαρές οι σκηνές, όπου αυτοί βρίσκονται. Περιττώματα, αίμα, εμετός και τα πτώματα πρέπει να απομακρύνονται εγκαίρως.

Είναι εντελώς αδύνατο να γίνουν δεκτοί και άλλοι ασθενείς χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο οι συνεργάτες και η συνολική δουλειά μας, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που μας εκλιπαρούν να δεχτούμε και τους δικούς τους ανθρώπους ακόμη κι αν τους λέμε ότι πολύ σύντομα θα επεκτείνουμε το κέντρο αποκατάστασης.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε σε αυτή την περίπτωση, είναι να τους δώσουμε για το σπίτι, δέματα προστασίας με ειδικά γάντια, ρόμπες και μάσκες για να μπορούν να περιθάλπουν τα μέλη της οικογένειάς τους, που νοσούν από το συγκεκριμένο ιό”.

 

Ο γιος φοβόταν να πλησιάσει τον πατέρα

“Μετά τη βροχή, ήρθε η αφόρητη ζέστη. Μια μέρα, ένας ηλικιωμένος άνδρας περίμενε πέντε ώρες έξω από την αίθουσα θεραπείας. Μια χαλασμένη ομπρέλα ήταν η μοναδική του προστασία από τον ήλιο. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ωρών, το μόνο που μου είπε, ήταν: “Πολύς ήλιος”. Ήταν εξουθενωτικό για εκείνον.

Ο γιος του ήταν κοντά του, αλλά φοβόταν να τον πλησιάσει για να τον παρηγορήσει. Όταν επιτέλους μπορέσαμε να τον δεχτούμε για εισαγωγή, ήρθε ο γιος του και με ευχαρίστησε με δάκρυα στα μάτια.

Όσο καιρό ήμουν στην πόρτα, ήρθαν και άνθρωποι που δεν ήταν άρρωστοι, αλλά από φόβο μήπως έχουν κολλήσει τον ιό, δεν μπορούσαν να φάνε και να κοιμηθούν. Ήθελαν μόνο ένα τεστ. Ωστόσο, τη στιγμή που πρέπει να διώξουμε ακόμη και ασθενείς πώς θα μπορέσουμε να δεχτούμε υγιείς ανθρώπους;

Επίσης, ήρθαν και άλλοι.

Άνθρωποι που χρειάζονταν επειγόντως δουλειά και οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε ακόμη κι αν αυτό ήταν η μεταφορά πτωμάτων“.

 

Μια γιορτή για ασθενείς που αναρρώνουν

“Όταν οι νοσοκόμες ξεκίνησαν να συμπάσχουν με τα όσα με έβλεπαν να βιώνω και μου είπαν ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά μου, έγινε κατανοητό σε εμένα ότι η συγκεκριμένη δουλειά ήταν τελικά πολύ δυσκολότερη από όσο είχα αρχικά φανταστεί.

Μετά από μία εβδομάδα, οι συνάδελφοί μου μου είπαν ότι είχε έρθει η στιγμή να σταματήσω βλέποντας τις άσχημες ψυχικές επιδράσεις που είχε πλέον πάνω μου αυτή η δουλειά.

Το ίδιο απόγευμα ένας συνάδελφός μου με πλησίασε λέγοντάς μου ότι ήθελε κάτι να μου δείξει.

Όταν οι ασθενείς που μέχρι πρότινος νοσούσαν από τον ιό Έμπολα, γίνονται καλά, τότε διοργανώνεται μια μικρή γιορτή αφιερωμένη σε εκείνους.

Αυτό ήταν που ήθελε να μου δείξει ο συνάδελφος: Είδα τον τρόπο με τον οποίο οι συνεργάτες μου γιόρτασαν αυτή την εξαιρετική στιγμή και άκουσα τα λόγια ευχαριστίας, των ασθενών μας που θα έπαιρναν εξιτήριο εντός των επομένων λεπτών“.

ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΕΔΩ.

Όλοι οι συνάδελφοί μου κι εγώ, είχαμε δάκρυα στα μάτια.

Τελικά, μερικές φορές υπάρχει και ένας καλός λόγος για να κλάψει κανείς.

 

Πηγή: Γερμανικό περιοδικό “Der Spiegel”