1η Σεπτεμβρίου 2006. Από τις λίγες φορές που η πρώτη (τυπικά έστω) ημέρα του φθινοπώρου δεν σε γεμίζει μελαγχολικές σκέψεις για το καλοκαίρι που φεύγει. Κανένα καλοκαίρι, καμία νοσταλγία, καμιά πρεμούρα για τα παρελθοντικά… Το μόνο που σε νοιάζει είναι το παιχνίδι που ξεκινά σε λίγο στην Σαϊτάμα της Ιαπωνίας.
Ένα παιχνίδι μπάσκετ απέναντι σε αυτούς που άπαντες θέλουν να νικήσουν και ουδείς (οκ, μόνο ελάχιστοι) μπορεί. Ένα παιχνίδι απέναντι στην Dream Team, την εθνική ομάδα μπάσκετ των ΗΠΑ. Ένα παιχνίδι ενάντια στους απόγονους του Τζόρνταν, του Μπερντ, του Τζόνσον… Ένα παιχνίδι που θα στείλει τον κερδισμένο στον μεγάλο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Μεσημεράκι, λοιπόν, και η παρέα στημένη στον μεγάλο καναπέ της καφετέριας-στέκι της εποχής εκείνης, δεν σηκώνει στιγμή το βλέμμα της από την γιγαντοοθόνη. Η παρέα του Παπαλουκά, του Σπανούλη, του Σχορτσιανίτη, του Διαμαντίδη,, του Φώτση, του Χατζηβρέτας, του Ντικούδη, του Τσαρτσαρή, του Κακιούζη, του Παπαδόπουλου. Άπαντες, ο καθένας με τον τρόπο του, μας αφήνουν με το στόμα ανοιχτό και υπό τις οδηγίες του εκπληκτικού Γιαννάκη ταπεινώνουν τον ΛεΜπρον, τον Ουέιντ, τον Καρμέλο και τον Χάουαρντ.
Καταπληκτικές άμυνες και ποσοστά ευστοχίας, φτάνουν τη διαφορά ακόμη και στο +14 για την εθνική μας. Και, ποιος μπορεί να ξεχάσει, τον εξωπραγματικό Σχορτσιανίτη που καρφώνει μέσα στα μούτρα των NBAers όποτε θέλει…
Τελικό σκορ 101-95 και όλη η υφήλιος παραμιλάει για την παρέα με τα γαλανόλευκα!
Μεθυσμένη από την τεράστια επιτυχία (δεν είναι και λίγο πράγμα να νικάς την Dream Team, η οποία παρεμπιπτόντως παραμένη αήττητη έκτοτε) η εθνική μας καλείται δύο ημέρες αργότερα να αντιμετωπίσει την Ισπανία με φόντο το πολυπόθητο χρυσό μετάλλιο.
Η συνέχεια γνωστή. Και πικρή…
Όπως και να ‘χει, όμως, η ιστορία έγραψε.
Έγραψε για εκείνη την τρελοπαρέα που ανάγκασε τα φιλαράκια μας τα Αμερικανάκια να φύγουν με σκυμμένο το κεφάλι από το παρκέ. Με μια 100άρα φορτωμένη στην πλάτη…