Τούνελ της γέφυρας Pont d’Alma, στο Παρίσι, 31 Αυγούστου του 1997, λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Μια μαύρη Μερσεντές καταδιώκεται στην κυριολεξία από φωτορεπόρτερ πάνω σε μηχανές, που αδημονούν να καταφέρουν να τραβήξουν έστω και μία φωτογραφία των επιβατών του πίσω καθίσματος του αυτοκινήτου. Της Πριγκίπισσας της Ουαλίας, Νταϊάνα και του συντρόφου της, Ντόντι Αλ Φαγέντ, που το τελευταίο διάστημα έβλεπαν τον έρωτά τους σιγά-σιγά να ανθίζει και το χαμόγελο έδειχνε να έχει επιστρέψει στο πρόσωπο της γνωστής και ως “θλιμμένης Πριγκίπισσας”.
Το παραμύθι όμως, δυστυχώς δεν έληξε με το “και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, καθώς εκείνο το βράδυ, έπειτα από μια φρενήρη καταδίωξη, όπου το αυτοκίνητο έκανε συνεχώς επικίνδυνους ελιγμούς, δεν άργησε η στιγμή που προσέκρουσε με δύναμη στα τοιχώματα του τούνελ της Pont d’Alma ρίχνοντας την αυλαία στο όνειρο και στην πολυπόθητη ευτυχία, η οποία “άργησε μια μέρα”…
Ο Ντόντι Αλ Φαγέντ, όπως και ο οδηγός του μοιραίου αυτοκινήτου πεθαίνουν ακαριαία στις 12.30. Η Νταϊάνα τραυματίζεται σοβαρά, αλλά διατηρεί τις αισθήσεις της, όπως και ο σωματοφύλακάς της Trevor Rees-Jones, o μόνος που επέζησε του τραγικού αυτού δυστυχήματος.
Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη και πάλευε να κρατηθεί στη ζωή, τώρα που είχε ξαναβρεί το χαμόγελο, στα 36 της χρόνια.
Μια γυναίκα, που προσέφερε τη δύναμη, το κουράγιο, το χαμόγελο μέσα από τη φιλανθρωπική της δράση και μέσα από την αλήθεια της ψυχής της, που δεν δίσταζε να μοιραστεί με το λαό της Αγγλίας-ο οποίος τη λάτρευε και την είχε ήδη στέψει “βασίλισσα της καρδιάς του”-όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν. Μια γυναίκα που λάτρευε τους δυο της γιους, τον Ουίλιαμ και το Χάρυ.
Η σχέση της με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχε αποτελέσει πολλές φορές κεντρικό θέμα σχολιασμών και περαιτέρω προβληματισμού, αν αναλογιστεί κανείς ότι κατά γενική ομολογία ήταν πράγματι η πιο πολυφωτογραφημένη προσωπικότητα όλων των εποχών. Οι φωτορεπόρτερ είχαν γίνει στην κυριολεξία η σκιά της και την ακολουθούσαν σε κάθε της βήμα. Εκείνη ασφυκτιούσε και δεν είχε διστάσει να το παραδεχτεί σχεδόν σε κάθε της συνέντευξη.
Μια σχέση αγάπης και μίσους, που είχε γίνει δεύτερη φύση της και δεν την άφησε σε ησυχία ούτε εκείνη την ύστατη στιγμή, που βρισκόταν αιμόφυρτη και ημιλιπόθυμη, εγκλωβισμένη στα συντρίμμια του αυτοκινήτου που λίγα λεπτά πριν είχε συγκρουστεί διαλύοντας ένα παραμύθι που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί.
Καθώς η πριγκίπισσα χαροπάλευε, οι φωτογράφοι συνέχιζαν να τραβούν φωτογραφίες της, ενώ εκείνη ψιθύριζε:
“Ω Θεέ μου, αφήστε με μόνη” και αμέσως μετά υπέστη έμφραγμα καθώς την απεγκλώβιζαν απ΄το διαλυμένο αυτοκίνητο.
Οι νοσηλευτές κατόρθωσαν να την επαναφέρουν παρ’όλο που η καρδιά της απ΄την σφοδρότητα της πρόσκρουσης είχε μετατοπιστεί δεξιά και η πνευμονική αρτηρία και το περικάρδιο είχαν διαρραγεί.
Ωστόσο, το μοιραίο δεν μπόρεσε να αποφευχθεί κι έτσι άφησε την τελευταία της πνοή, στις 4 τα ξημερώματα, στο νοσοκομείο Pitie-Salpetriere της γαλλικής πρωτεύουσας προκαλώντας ασύλληπτη θλίψη παγκοσμίως.
Άνθρωποι από όλα τα μήκη και πλάτη της γης κατέφθαναν έξω από το σπίτι της, στο London’s Kensington Palace πολλούς μήνες μετά το θάνατό της προκειμένου να αφήσουν ένα λουλούδι στη μνήμη της.
2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε 200 χώρες, παρακολούθησαν την κηδεία της στο Wetsminster Abbey, ενώ ανατριχίλα προκάλεσε ο επικήδειος που εκφώνησε ο αδελφός της Πριγκίπισσας, Έρλ Σπένσερ, ο οποίος επιτέθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συγκεκριμένα στον Κίτρινο Τύπο, αλλά και στη βασιλική οικογένεια-που η αδελφή του αποκαλούσε “η εταιρεία”-αφήνοντας ερωτηματικά και αιχμές για ενδεχόμενη ανάμειξη της βασιλικής οικογένειας στο τραγικό συμβάν.
Η βασίλισσα Ελισάβετ, από την άλλη πλευρά, που μετά την είδηση του θανάτου της Νταϊάνα, αρνήθηκε να δώσει εντολή να κυματίσουν μεσίστιες oι σημαίες, δέχθηκε σωρεία επιθέσεων και κατηγοριών από την κοινή γνώμη και βλέποντας τη δημοτικότητα της μοναρχίας της να καταβαραθρώνεται, αναγκάστηκε να εμφανιστεί στην τηλεόραση προκειμένου να κατευνάσει τη λαϊκή οργή.
Το ίδιο συνέβη και με τον Πρίγκιπα Κάρολο, ο οποίος καθ’όλη τη διάρκεια του γάμου του, διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με την Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς.
Αργότερα, η σχετική έρευνα των παρισινών αρχών υπέδειξε σαν υπαίτιο του δυστυχήματος τον οδηγό της μοιραίας Μερσεντές και υπάλληλο του ξενοδοχείου “Paris Ritz”-στο οποίο λίγο πριν το δυστύχημα, είχαν γευματίσει η Νταϊάνα και ο Ντόντι-που οδηγούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλ.
Σύμφωνα με άλλες θεωρίες συνωμοσίας, η “Πριγκίπισσα του λαού” ήταν έγκυος στο μωρό του μουσουλμάνου Αλ Φαγέντ, κάτι που αποτελούσε μεγάλη προσβολή για το βασιλικό κατεστημένο και το αντίστοιχο πρωτόκολλο.
Άλλοι πάλι-μεταξύ αυτών και ο πατέρας του Ντόντι, Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ-εξέφρασαν υπόνοιες για προσχεδιασμένη δολοφονία από το παλάτι.
Οι θεωρίες εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και σήμερα, δεκαεπτά χρόνια μετά και να διατυπώνονται όλο και περισσότερες απόψεις για το παρασκήνιο του παραπάνω δυστυχήματος, που “έσβησε για πάντα” το κεράκι της ζωής του “Ρόδου της Αγγλίας”.
Το ξεχωριστό αυτό “Ρόδο”, που “αγκάλιαζε τους αναξιοπαθούντες και τους κάθε λογής αδύναμους με τις προστατευτικές και συμπονετικές της φτερούγες”.
Ωστόσο, ένα είναι σίγουρο: ότι το ξανθό κορίτσι με την ταραγμένη παιδική ηλικία, το δυστυχισμένο της γάμο, τις διατροφικές διαταραχές και συγκεκριμένα τη βουλιμία από την οποία έπασχε επί σειρά ετών και τον αμφιλεγόμενο θάνατό της, προσελκύει ακόμη, το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια της κοινής γνώμης, η οποία την έχει τοποθετήσει εκεί.
Στο μέρος της καρδιάς.
Εκεί ακριβώς που τοποθετούνται, οι αληθινές πριγκίπισσες.
Παρακολουθήστε στο ακόλουθο βίντεο, το τραγούδι “Candle in the Wind” (ελλ.βλ.”Κερί στον Άνεμο”), που συνέθεσε ο Έλτον Τζον προς τιμήν του ξανθού κοριτσιού, που έμελλε να ανακηρυχθεί το “Ρόδο της Αγγλίας”: