Διαβάζεις δεξιά αριστερά ότι αφού πέσανε οι τιμές σε όλα στην Ελλάδα, άνοιξε ο δρόμος για τους ξένους επενδυτές. Ότι θα έρθουνε οι άνθρωποι να ψωνίσουνε και να καταθέσουνε τα ωραία τους λεφτά και θα μπούμε φουλ στην ανάπτυξη. Ετοιμοι είμαστε, τα χειρότερα πέρασαν, το είπε κι ο πρωθυπουργός μας. Το λένε και τα δελτία μην ξεχνιόμαστε και τα δελτία λένε πάντα την αλήθεια. Οι επενδυτές είναι η λύση.
Να το δεχτώ, γιατί να μην το δεχτώ. Αλλά να πω και μια ιστοριούλα, έτσι για να περάσει η ώρα μας. Καθόμουνα λοιπόν τις προάλλες με τον φίλο μου τον Βαγγέλη και χαζολογούσαμε στο “Αεροστατο”, στην πλατεία Προσκόπων. Ο Βαγγέλης είχε επιχείρηση αλλά καταστράφηκε (λάθος χειρισμοί, δεν έφταιγε η κρίση) και πλέον διαθέτει άφθονο χρόνο για να συζητάει με τους κολλητούς του. Κι εκεί που τα λέγαμε, μου είπε για έναν κοινό γνωστό μας τον Γιώργο που υποφέρει αυτή την εποχή.
Επιχείρηση είχε και ο Γιώργος, την πάτησε με την κρίση, την έκλεισε, του έμεινε ένα χρέος 500 χιλιάρικα. Τα οποία 500 χιλιάρικα δεν έχει να τα δώσει, οπότε δεν κοιμάται τώρα πια τα βράδια. Προσωπικά έσοδα μηδέν, οικογενειακά εξοδα πολλά, απελπισία πλήρης. Τί να κάνει κι ο Γιώργος αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι του στην Κηφισιά. Την μονοκατοικία με πισίνα που κληρονόμησε από τον πατέρα του κι έχει αντικειμενική αξία δύο μύρια.
Αν την έδινε πριν από πέντε χρόνια θα είχε κονομήσει ένα ταληράκι, πάνε όμως τα χρόνια εκείνα που δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα και ταϊζανε τα γατιά προσούτο. Πλέον οι τιμές έχουν βυθιστεί στον βούρκο, όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε. Το ξέρει πάντως αυτό ο Γιώργος και είναι διατεθειμένος να συμβιβαστεί. “‘Οσα πιάσουμε” λέει σε φίλους και γνωστούς;, “αρκεί να βγώ από τη δύσκολη θέση, να πάρω μια ανάσα…”
Περιμένει ο Γιώργος, ξαναπεριμένει, μια μέρα του έρχεται το τηλεφώνημα. Τον καλεί μεσίτης και του λέει ότι φτάνει στην Αθήνα σοβαρός λεφτάς από το εξωτερικό για να επενδύσει σε ακίνητα. Και θέλει να δει και σπίτια με πισίνες στα Βουπού. Χαρά ο Γιώργος, κατουριέται επάνω του, το κλείνει το ραντεβού. πάει ο λεφτά το επιθεωρεί το σπίτι, εκφράζει την ευαρέσκειά του, λέει “γειά σας, αύριο θα λάβετε την προσφορά μου”.
Όντως την κατέθεσε την προσφορά του την επόμενη μέρα. Τον πήρε ο μεσίτης τον Γιώργο και του την είπε. Κι όταν την άκουσε ο Γιώργος δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Τριάμιση κατοστάρικα, τελεία, ούτε ένα ευρώ πιο πάνω. “Και τί να τα κάνω ρε συ, αυτά τα λεφτά;”, ρώτησε ο Γιώργος τον μεσίτη, “πάλι θα χρωστάω παντού!” “Τόσα δίνει”, του απάντησε ο άλλος, “άμα θες…”
Ο Γιώργος δεν ήθελε. Κι όχι μόνο δεν ήθελε, αλλά του είπε κιόλας να τα βάλει τα φράγκα που εκεί ο ήλιος δεν λάμπει ποτέ. Και συνεχίζει να βράζει στο ζουμί του. Περιμένοντας μια προσφορά. Περιμένοντας να βρεθεί ένας αγοραστής που δεν θα υποτιμήσει ούτε την ιδιοκτησία του ούτε την νοημοσύνη του. Που δεν θα σκεφτεί “δίνω τώρα τριάμιση, μου τρώει κι ο ΕΝΦΙΑ άλλα τριάμιση την επόμενη δεκαετία κι ύστερα το πουλάω δύο μύρια και βγάζω ένα σωρό λεφτά.”
Γιατί αυτό το πράγμα μπορεί στην Ελλάδα να το λένε “επένδυση” αλλά στο Αγριο Ουέστ θα το λέγανε με το πραγματικό του όνομα: Ληστεία.