Απρίλης, λίγο μετά τον εορτασμό του Πάσχα, κάπου στα βόρεια προάστια της Αθήνας, σε μια γειτονιά με αυλές και μικρούς κήπους που θυμίζουν έντονα αλλοτινές εποχές. Με το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι ανά χείρας, ένα ντοσιέ με σημειώσεις και την καρδιά να χτυπά όπως την πρώτη ημέρα στο σχολείο, κατευθύνομαι ολοταχώς προς το σημείο συνάντησης με έναν άνθρωπο που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Έναν άνθρωπο που έχει αφήσει το δικό του χαρακτηριστικό στίγμα στον κόσμο των λέξεων, των στίχων, των αμέτρητων σελίδων λογοτεχνικών έργων και ποιημάτων. Τον κύριο Μάνο Ελευθερίου, που όπως αποδείχθηκε στην πορεία της συνέντευξής μας, φέρει όντως το “μαλαματένιο στοιχείο” στο λόγο του και εκτός του λευκού χαρτιού.
Μου ανοίγει την πόρτα με ένα χαμόγελο που αφοπλίζει και καθησυχάζει συνάμα και κάπου εκεί σταματά ο χρόνος, καθώς μέσα από τις ερωτήσεις μου, αρχίζει να ξετυλίγεται σιγά-σιγά ο μίτος της ζωής και της μακρόχρονης πορείας του στα λογοτεχνικά και στιχουργικά δρώμενα της χώρας μας μεταφέροντάς με εκεί, στα καλντερίμια της Σύρου και μετέπειτα στα γραφικά, στενά σοκάκια των φτωχογειτονιών της Αθήνας, εκεί όπου “Όσο πιο δύσκολα περνά κανείς, τόσο δυναμώνει για να μη σκύψει το κεφάλι μέχρι το χώμα”, όπως μοιράζεται μαζί μας.
“Η πατρίδα μου βασίλεψε μέχρι τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα”, μου αναφέρει όταν τον ρωτώ για τη βασίλισσα των Κυκλάδων, τη Σύρο, που είναι ο τόπος που αντίκρισε για πρώτη φορά τον κόσμο και κατέχει ως εκ τούτου, περίοπτη θέση στο συνολικό έργο του. “Αυτά τα τελευταία χρόνια, γεμάτα κούραση και αναμνήσεις, προσπάθησα να περάσω στο μυθιστόρημα. Τη θεατρική κίνηση τη γνώριζα από την πολύχρονη ενασχόλησή μου με το θέατρο της Ερμούπολης και παράλληλα μάθαινα ό,τι είχε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του νησιού. Η επιρροή του νησιού είναι όχι μόνο έντονη για τον κάθε κάτοικο, αλλά ισοπεδωτική. Το νησί σε κάνει δικό του “θέλεις δε θέλεις”. Ευχής έργο θα ήταν να μη σε διαλύσει”.
“Η ποίηση είναι μια τέχνη, ταπεινή…”, κατά τον Κώστα Καρυωτάκη. Του το αναφέρω ζητώντας του να μου εξηγήσει κατά πόσο αυτό συνάδει με τον τρόπο ζωής και άσκησης της τέχνης εκ μέρους των νέων της εποχής μας. “Ό,τι γίνεται γύρω από έναν ποιητή είναι τα σύγχρονα και τα μελλοντικά θέματά του. Σήμερα λαμβάνει χώρα ένας κλοιός γύρω από τους καλλιτέχνες και τους ανθρώπους γενικότερα. Ο καλλιτέχνης έχει ένα πλήθος από φίλους και πολλούς συγγενείς. Αυτοί όλοι υποφέρουν εξίσου μαζί του. Αυτόν τον πόνο αναλαμβάνει ο καλλιτέχνης να τον παρουσιάσει είτε ως ζωγραφικό πίνακα, είτε ως ποίημα ή μυθιστόρημα”.
Διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου και οι ερωτήσεις που έχω να του απευθύνω, είναι τόσο πολλές που πραγματικά δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω.
“Για ποιό λόγο περιορίζεται σήμερα η δημιουργία “πολιτικών” τραγουδιών ικανών να προκαλέσουν κοινωνική αντίδραση σε όσα συμβαίνουν γύρω μας και δίνεται βαρύτητα σε τραγούδια με ερωτική χροιά;”, τον ρωτώ περιμένοντας με αγωνία την απάντησή του. “Διότι ο κόσμος θέλει να ξεχάσει για λίγο τα βάσανά του. Με τα πολιτικά τραγούδια μπορεί να ξεσηκώνεται για λίγο, να θυμώνει περισσότερο με τα έργα των καθαρμάτων, να ορκίζεται “εκδίκηση” και χίλια άλλα. Η επανάσταση δε γίνεται. Δεν έρχεται. Δεν ακούγεται κιόλας ότι κάπου αλλού ετοιμάζεται. Μόνη παρηγοριά, για την ώρα, τα ερωτικά τραγούδια. “Αποκοιμίζουν” για λίγο τα πάθη, σε κάνουν να ξεχνάς τις αθλιότητες και τις απάτες, και φυσικά σου δίνουν κάποια ευεξία, τόσο απαραίτητη για να συνεχίσεις να ζεις”, δηλώνει υπογραμμίζοντας με απλές και λιτές λέξεις το νόημα των όσων πολύτιμων μεταφέρει μέσω του λόγου του.
Κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο. Πέντε παρά τέταρτο κι όμως ο άνθρωπος που έχω μπροστά μου, έχει τόσα πολλά να μου πει που χάνω την αίσθηση του χρόνου.
“Κύριε Ελευθερίου, πώς είναι εφικτό να τιθασεύσει κανείς σκέψεις και συναισθήματα που αναβλύζουν από την ψυχή, υποβάλλοντάς τα σε κανόνες γραπτής έκφρασης χωρίς να χάσουν κάτι από το στοιχείο του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητάς τους;”, τον ρωτώ.
“Γι’αυτό ζητούσα να γράψω (και έγραφα) τραγούδια σε ελεύθερο στίχο αλλά δεν είχαν τύχη, όσο καλά και να ήταν. Ο ελεύθερος στίχος σου δίνει περισσότερες δυνατότητες να πεις λίγα πράγματα παραπάνω. Αν αυτά τα πράγματα κατορθώσεις να τα πεις με λιγότερες λέξεις και συγχρόνως να είσαι αναγκασμένος να δουλεύεις με ορισμένες συλλαβές, τότε έχεις πετύχει πολλά πράγματα. Έχεις φτιάξει ευτυχισμένα τραγούδια”.
Τον κοιτάζω και δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι κάθε του λέξη παραπέμπει στο επίθετο που τόσο πολύ αγαπά και εντάσσει σε αρκετούς στίχους τραγουδιών του που έχουν μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες. “Μαλαματένιος”. Αλήθεια, τι σημαίνει για εκείνον αυτή η λέξη;
“Τα μαλάματα είναι από τις λέξεις που με κυνηγάνε από την παιδική μου ηλικία. Ήταν λέξη της γιαγιάς μου. Και φυσικά εννοώ εδώ και τα καλά λόγια και τη συνδρομή προς τον πάσχοντα και την αγάπη προς το φυλακισμένο και τη συγχώρεση που δίνει κανείς στα αμαρτήματα των πολλών. Δεν γίνεσαι “ένα” με αυτούς. Απλώς τους αποφεύγεις. Χτίζεις το δικό σου κόσμο με καλύτερα υλικά”.
Και με το τραγούδι σήμερα; Τι χρειάζεται να διαθέτει προκειμένου να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ακροατή; Μου απαντά λιτά και εύστοχα ότι “Το σημερινό τραγούδι χρειάζεται περισσότερη μαστοριά, μυαλό, εικόνες. Αυτά ενδιαφέρουν τον ακροατή, με αυτά μπορεί να ξεκινήσει και τη μέρα του”.
“…ποιός το’πε τόσα πράγματα να εξελιχθούν σε κλάματα, στα χρόνια τα δικά μας…” και “…το σήμα του κινδύνου τ’ακούς και δε μιλάς…”, στίχοι δικοί του, που του τους υπενθυμίζω με σκοπό να μου κάνει μια αντιπαραβολή με τη σημερινή δεινή θέση στην οποία έχουμε περιέλθει ως έθνος και άτομα.
“Αυτά ήταν “τραγούδια-καταγγελίες”. Χρόνια πριν. Βλέπετε λοιπόν ότι δεν χρησίμευσαν σε τίποτε. Στο μεταξύ έγιναν χειρότερα πράγματα. Θα ξαναγραφούν καταγγελίες. Πάλι δεν θα γίνει κάτι. Ώσπου κάποια στιγμή θα φουσκώσει το ποτάμι”.
Τριγύρω παντού βιβλία, στοίβες από σημειώσεις, οικογενειακές φωτογραφίες και στη γωνία το γραφείο με τη λάμπα, εκεί, όπου καθημερινά γράφει με τις ώρες.
Λίγο πριν φύγω για να τον αφήσω να αποσυρθεί στον κόσμο της δημιουργίας του, του κάνω λόγο για τα νέα παιδιά που μεταναστεύουν ολοένα και συχνότερα για την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στις χώρες του εξωτερικού.
“Παλαιότερα έφευγαν αγράμματοι εργάτες, ταπεινωμένοι από τη φτώχεια. Τώρα φεύγει ο ανθός της πατρίδας κι αυτός ταπεινωμένος από τη φτώχεια. Και τότε και τώρα το μαχαίρι είναι πάντα στο λαιμό μας. Κάποιος από τους πολύ νέους θα το χρησιμοποιήσει σε στίχους του. Από ανάγκη μόνο και από πόνο. Το να ελπίζεις δεν είναι ντροπή. Είναι όμως ήττα να μην ελπίζεις”.
Και δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο, γιατί όντως: Είναι ήττα να μην ελπίζεις!
Και θα συνεχίσουμε να ελπίζουμε, όσο υπάρχει ακόμη αντοχή-και οι αντοχές μας είναι μεγάλες-και όσο υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με ψυχή “μαλαματένια”, που απλώνουν το χέρι στους νέους ανθρώπους προτρέποντάς τους να “συγχωρέσουν τα αμαρτήματα των πολλών” και “να χτίσουν το δικό τους κόσμο με καλύτερα υλικά”. Άλλωστε, “είναι ήττα να μην ελπίζεις”.
Και ο κόσμος μας σήμερα έχει ανάγκη από νικητές. Και όχι ηττημένους…
Το κείμενο της συνέντευξης είχε αρχικά δημοσιευτεί στο www.culturelovers.gr
Ακούστε στο ακόλουθο βίντεο, το τραγούδι “Μαλαματένια λόγια”, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου: