Μια φορά κι έναν καιρό ήμουνα αρχισυντάκτης σε μια σατιρική εκπομπή, στην τηλεόραση. Για λόγους ευκόλως κατανοητούς, όλους τους πολιτικούς τους είχαμε στο στόχαστρο. Η περίπτωση Αβραμόπουλου ωστόσο, αυτό το στυλάκι το ατσαλάκωτο και σιδερωμένο, πάντοτε μας τσίγκλαγε να κάνουμε την έξτρα προσπάθεια. Το extra mile που λένε και οι Αμερικάνοι. Τον μιμείτο τέλεια κι ένας ευφάνταστος συντελεστής της εκπομπής, μπερεκέτι σας λέω. Και δώσε Αβραμό, μέχρι τελικής πτώσεως.
Τόσο πολύ που κάποια στιγμή το παρακάναμε. Τα φτάσαμε δηλαδή τα όρια της χυδαιότητας, μη σας πω ότι μπορεί να τα είχαμε περάσει κιόλας. Προβλήθηκε η εκπομπή, πήγαμε σπίτια μας, πέρασε το βράδυ, γυρίσαμε στο κανάλι την άλλη μέρα, αρχίσανε τα τέλια: «Πήραν τηλέφωνο απ’ το Υπουργείο και θέλουν να μιλήσουν με τον παρουσιαστή.» Κόκκαλο εμείς, τάχα απορία: «Ποιο Υπουργείο ρε παιδιά;» Απάντηση πληρωμένη: «Ο Αβραμόπουλος σας ψάχνει!»
Όσο να ‘ναι τα χρειαστήκαμε. Γιατί την είχαμε λερωμένη τη φωλιά μας, γιατί φταίγαμε. Σάτιρα, ξεσάτιρα, το είχαμε τραβήξει το σκοινί. Τέλος πάντων πέρασε η ώρα μέσα στην αγωνία, κάναμε εμείς την πάπια, κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του παρουσιαστή. Το σήκωσε ο δικός μας, στη άλλη άκρη της γραμμής ο Υπουργός. Είπε «γεια σας», είπε «καλησπέρα» και αποσύρθηκε πιο πέρα με σκυμμένο το κεφάλι, έτοιμος να ακούσει το βρίσιμο της χρονιάς.
Εμείς, πάλι, να τρώμε τα νύχια μας. Εντάξει, καλούτσικα πηγαίναμε, εντάξει το αφεντικό μας γούσταρε, εντάξει είχαμε το ΟΚ να το τραβάμε το σκοινί, αλλά σε εποχές ακραίας κρίσης δεν θες και πολύ να τη χάσεις τη δουλειά σου. Άμα θεωρήσει ο άλλος ότι του βλάπτεις τα συμφέροντα, σε στέλνει στο λογιστήριο και σύρε ύστερα εσύ να πεις τον πόνο σου στις γάτες. Κι έτσι περιμέναμε να τελειώσει το τηλεφώνημα…
Εκείνο το πεντάλεπτο μας φάνηκε αιώνας. Κι όταν γύρισε ο παρουσιαστής, δεν το πιστεύαμε ότι είχε ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπό του. «Τι έγινε ρε;», τον ρωτήσαμε φουλ στην αγωνία. «Παιδιά με πήρε για να με συγχαρεί», μας είπε, μη μπορώντας κι ο ίδιος να το πιστέψει. «Μου είπε μπράβο για την πολύ καλή δουλειά που κάνουμε, με ευχαρίστησε για την προτίμηση που δείχνουμε στο πρόσωπό του και μου ευχήθηκε κάθε επιτυχία!»
Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Και μετά πάροδον ακόμη ενός πενταλέπτου (τόσο χρειαστήκαμε για να ανασυγκροτηθούμε…), θαυμάσαμε την ευστροφία και την πονηριά του παλαιού διπλωμάτη. Αντί να μας πλακώσει στις φωνές, μας πήρε με το καλό. Αντί ν’ αρχίσει τις κατάρες, άρχισε τα κοπλιμάν. Αντί να καλέσει την ιδιοκτησία και να παραπονεθεί, πήρε εμάς κι έκανε επίδειξη ευγένειας. Ούτε ο Χουντίνι στα νιάτα του τέτοιες ταχυδακτυλουργίες.
Δεν θα πω ότι μας αφόπλισε. Δεν θα πω ότι τον αρχίσαμε στο γλείψιμο από εκείνη τη μέρα. Μεγάλα παιδιά ήμασταν όλοι, της δουλειάς. Σατιρική ήταν η εκπομπή και τη σάτιρα του Αβραμό τη συνεχίσαμε. Είχαμε πάντα όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μας εκείνο το πλήρες αβρότητος τηλεφώνημα, εκείνη την προσέγγιση την καλόκαρδη. Και η πολεμοχαρής διάθεση της αρχής, αναγκαστικά πέρασε σε δεύτερο πλάνο. Με τρόπο, όχι με κόπο. Κι αν το ‘χε καταλάβει ο Θόδωρος Πάγκαλος, τώρα θα ήταν αυτός επίτροπος αντί για απόστρατος.