Είναι ο «όσο εσείς τρώγατε, εγώ έπινα μπύρες στα σκαλοπάτια των Εξαρχείων». Είναι ο ασυμβίβαστος νεολαίος, που αν και στην ηλικία δεν είναι, πια, τόσο νέος, στη νοοτροπία διατηρεί την επαναστατική μαγεία της εφηβείας. Δεν ξέρει, όμως, ότι στην ενηλικίωση η επανάσταση πρέπει να γίνει πράξη, αλλιώς… καταντά ανέκδοτο.
Είναι αυτός που πλησιάζοντας τα 30, έχει αποφασίσει πως το σύστημα δεν χτυπιέται «από τα κάτω», όπως του λέει το ΚΚΕ, ούτε «από μέσα» όπως του δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και παρόλα αυτά, τα κουράγια του δεν τον κρατάνε πια για να σπάει τζαμαρίες, ούτε για να πετάει μολότοφ στην ουρά κάθε πορείας. Του απομένει μόνο ο αφορισμός.
Και κατακρίνει ως «βολεμένους» τους σερβιτόρους, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους δημοσιογράφους, τους νέους αγρότες, τους ανέργους που σχηματίζουν ουρά στον ΟΑΕΔ για να ανανεώσουν την κάρτα, τη μάνα του και τον θείο του από το χωριό που κάθε 15 του μηνός τους στέλνει μια κούτα ΝΟΥΝΟΥ γεμάτη ντομάτες και κοτόπουλα με το ΚΤΕΛ.
Έχει σπουδάσει είτε μαθηματικά,είτε φυσική, είτε χημεία. Έχει ανακαλύψει την τέχνη της φωτογραφίας και κυκλοφορεί με μια nikkon d 3100 στο σακίδιό του φωτογραφίζοντας γκράφιτι και άστεγους. Στην κωλότσεπη της βερμούδας του υπάρχει πάντα ένα μαύρο σπρέι με το οποίο δεν έχει γράψει ποτέ σε τοίχο κάτι περισσότερο από το ψευδώνυμό του… κάτι δυσνόητο όπως «deadvil» ή «homo erectus».
Μένει πίσω από τη ΓΑΔΑ γιατί τα νοίκια στα Εξάρχεια είναι ακριβά. Δεν δουλεύει, όχι επειδή είναι τεμπέλης, αλλά επειδή θεωρεί χυδαία τη διαδικασία καταβολής μισθού κάθε πρώτη του μηνός. Και φυσικά, δεν ψηφίζει. Γιατί όσοι ψηφίζουν είναι πρόβατα. Όχι επειδή ψηφίζουν αυτό που ψηφίζουν, αλλά επειδή συμμετέχουν στη διαδικασία.
Ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς δεσμεύσεις, με ελεύθερες ερωτικές και φιλικές σχέσεις, δεν έχει όμως το θάρρος να πει στην κοπέλα του ότι γνώρισε μια φοιτήτρια της Καλών Τεχνών στην πλατεία και την κέρασε μια μπύρα. Έχει ξεκοκκαλίσει από το διαδίκτυο τις απολογίες των μελών της 17Ν και τη βιβλιοθήκη του (ένα κομμάτι ξύλου που βρήκε στα σκουπίδια και το έκανε ράφι) κοσμούν το «Αντάρτικο Πόλεων» και το «Προς τους Νέους» του Κροπότκιν. Νιώθει αλληλέγγυος (γενικώς) και οργισμένος (αδιακρίτως).
Κι όσο το παιχνίδι παίζεται έξω και χωρίς αυτόν, σκορπά τις νύχτες του με ατέρμονες συζητήσεις για μια κοινωνία που όλοι ονειρευόμαστε αλλά δεν έχουμε βρει τον τρόπο να την διεκδικήσουμε. Χτυπάει συχνά την πόρτα του ζευγαριού με το οποίο γειτονεύει το διαμέρισμά του για να γυρέψει ένα φιλτράκι και συχνάζει στο VOX γιατί σιχαίνεται το NOSOTROS που παραέγινε μόδα.
Εφαρμόζει την ανταλλακτική οικονομία στην καθημερινότητά του -σου φέρνω δώρο ένα μήλο, παίζει καμιά μακαρονάδα να φάμε;– και θεωρεί τον πατέρα του ένα από τα σκουλήκια της γενιάς του Πολυτεχνείου που εκπαίδευσαν τον Έλληνα στον συνδικαλισμό και στο φιλί της κατουρημένης ποδιάς.
Περιμένει κι αυτός την ώρα του, όπως όλοι μας. Ερευνάται το αν ξέρει πως να τη διαχειριστεί όταν αυτή του χτυπήσει την πόρτα και του δώσει ασίστ.