Τη συνάντησα ξανά και μάλιστα σε μια περίοδο που την είχα περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Τη γερμανίδα φίλη μου, Vera. Που την αισθανόμουν τόσο κοντά μου και ας μην την είχα γνωρίσει τότε ακόμη εκ του σύνεγγυς. Θυμόμουν σαν να ήταν χθες όλες εκείνες τις σκέψεις που ανταλλάσσαμε δι αλληλογραφίας ως μαθήτριες των τελευταίων τάξεων του γυμνασίου. Τότε που όλα φάνταζαν εύκολα και ανέμελα.
Και εμείς τρέχαμε σε φροντιστήρια για να εφοδιαστούμε με γνώσεις. Πολλές γνώσεις. Τόσες, που θα κατορθώναμε αποφοιτώντας να εισαχθούμε στο πολυπόθητο πανεπιστήμιο που τότε φάνταζε ο πιο σημαντικός στόχος της ζωής. Και κατόπιν να εξασφαλίσουμε μια εργασία όπου προσφέρεις και σου προσφέρει. Κάτι που για πολλούς ανθρώπους στην Ελλάδα δυστυχώς δεν ισχύει πλέον καθώς το ποσοστό της ανεργίας ολοένα και αυξάνεται.
“Vera, δε νιώθω καλά. Κάθε μέρα που περνάει και είμαι άνεργη, βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στη θλίψη. Νομίζω ότι έχω ξεπεράσει τα όριά μου”, της λέω στο τηλέφωνο. Στη Vera Jochum, που σήμερα είναι ψυχοθεραπεύτρια σε νευρολογική κλινική της Γερμανίας. Κι εγώ μια δημοσιογράφος που παλεύει να παραμείνει στη χώρα και να μην προστεθεί με την έξοδό της από αυτή, άλλο ένα όνομα στη λίστα των ανθρώπων που αναγκάζονται να “αυτοεξοριστούν” από τη χώρα τους για λόγους επιβίωσης.
Χωρίς να χάσει λεπτό, πήρε το αεροπλάνο για να επισκεφθεί από κοντά την ηλιόλουστη χώρα, με το γαλάζιο ουρανό, τις απέραντες ακρογιαλιές και τους χαμογελαστούς και φιλόξενους ανθρώπους. Και φυσικά τη φίλη της, τη Βίκυ. “Θέλω να βοηθήσω από πλευράς μου τους Έλληνες να λάμψουν ξανά!”, ήταν η πρώτη της κουβέντα όταν αγκαλιαστήκαμε για πρώτη φορά από κοντά. Και κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα της “ελληνογερμανικής συμμαχίας” μας.
Πρωί της επόμενης ημέρας. Συναντιόμαστε για να φέρουμε σε πέρας το σκοπό μας.
“Κατά πόσο συνδέεται η ανεργία με την υγεία;”, τη ρωτώ.
“Πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε, μου αποκρίνεται: “Η ψυχή υποφέρει από την ανεργία. Πολλοί άνθρωποι γίνονται καταθλιπτικοί. Έρευνα στη γερμανική εφημερίδα, “Die Zeit”, απέδειξε ότι το ποσοστό των αυτοκτονιών στην Ελλάδα αυξήθηκε από το 2011 κατά 40%. Με την αύξηση του ποσοστού της ανεργίας κατά 1%, αυξάνεται αντίστοιχα και το ποσοστό των αυτοκτονιών κατά 0,8%!
Οι περισσότεροι άνεργοι είναι λυπημένοι, σκέφτομαι, καθώς την ακούω να μιλάει, διότι η κάθε μέρα μοιάζει ατέλειωτη, μοναχική, άχαρη. Άρα, αυτό καθιστά όλους τους ανέργους καταθλιπτικούς;
“Σαφώς και όχι. Κατάθλιψη δε σημαίνει απαραίτητα να είναι κανείς λυπημένος μόνο και μόνο επειδή δεν έχει εργασία. Είναι να μη νιώθει ποτέ χαρούμενος, να θεωρεί πως ό,τι κι αν κάνει, είναι μάταιο. Να αισθάνεται μετέωρος, στριφογυρνώντας το βράδυ στον ύπνο και βλέποντας τον εαυτό του μονίμως ανεπαρκή. Να πονάει η ψυχή και ο πόνος να εξαπλώνεται και στο σώμα με τη μορφή ενοχλήσεων στην πλάτη, το έντερο, την καρδιά”.
Ένας άνεργος έχει ρεπό καθημερινά, σκέφτομαι. Της το λέω περιμένοντας να δω την αντίδρασή της.
“Όταν η αναλογία μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου αντιστρέφεται, τότε αυτός δεν αποτελεί πλέον πολυτέλεια. Η πλήξη και η ανία εγκαθίσταται για τα καλά στη ζωή του ανέργου. Η ξεκούραση γίνεται πλέον ανυπόφορη. Αναρωτιέται τι ουσιαστικό έκανε σήμερα και τρέμει να ακούσει την απάντηση, ενοχοποιώντας και υποτιμώντας τον εαυτό του. Ντρέπεται για την κατάστασή του και απομακρύνεται από γνωστούς, φίλους, ακόμη κι από την ίδια του την οικογένεια”.
“Μα πώς να νιώσει κανείς χαρούμενος, όταν χάνει τα πάντα;”, αναρωτιέμαι.
“Δεν χάνει τα πάντα. Έχει τη ζωή που του προσφέρθηκε τόσο γενναιόδωρα και οφείλει να δείξει ότι την εκτιμά. Δεν τα παρατάμε έτσι εύκολα. Υπάρχουν τόσες δραστηριότητες με τις οποίες μπορεί κανείς να γεμίσει το χρόνο του, όπως ο αθλητισμός, η ζωγραφική, η φωτογραφία, η κηπουρική, η ενασχόλησή του με το διπλανό του ακόμη και η προσφορά εθελοντικής εργασίας προκειμένου να αισθανθεί παραγωγικός και χρήσιμος. Καλό είναι να εστιάσει την προσοχή του στην παρούσα στιγμή. Εδώ και τώρα μπορώ να φροντίσω έτσι ώστε να αισθανθώ καλύτερα. Και εδώ και τώρα μπορώ να αποφασίσω να βιώσω κάτι ευχάριστο: Τις ακτίνες του ήλιου στο πρόσωπό μου, τη μυρωδιά του καφέ στο φλιτζάνι μου, τον παφλασμό της θάλασσας, τη μυρωδιά του αγαπημένου μου αρώματος, το γουργούρισμα μιας γάτας, όταν τη χαϊδεύω. Επίσης, καλό είναι να καταρτίσει ένα καθημερινό ωρολόγιο πρόγραμμα προσπαθώντας να δομήσει τη μέρα του σαν να εργαζόταν. Να γνωρίσει ξανά τον ίδιο του τον εαυτό και την ομορφιά της Ελλάδας. Και να επικεντρωθεί στο πώς θα μπορέσει να αξιοποιήσει αυτά που έχει για να λάμψει ξανά ως Έλληνας!”
Ολοκληρώνει τη φράση της και με κοιτάζει προσπαθώντας να ιχνηλατήσει το κατά πόσο έγιναν κατανοητά τα όσα πολύτιμα μοιράστηκε μαζί μου. Με το βλέμμα μου την καθησυχάζω δίνοντάς της να καταλάβει ότι όλα θα πάνε καλά. Ελπίζοντας ότι όλοι όσοι θα διαβάσουν αυτήν τη συνέντευξη, θα αντλήσουν δύναμη να συνεχίσουν. ‘Όπως ακριβώς άντλησα κι εγώ μέσα από τα όσα μου είπε εκείνη. Η επιστήμονας,Vera Jochum. Η φίλη, Vera. Με τα φιλελληνικά αισθήματα. Και ας είναι Γερμανίδα.