Η μοναδική υπάλληλος σε υπηρεσία, προσπαθούσε να βρει την ημερομηνία λήξης της αναρρωτικής άδειας μου που άρχιζε στις 4 του μηνός. Με το χρόνο που χρειάζεται προβληματικό εγκεφαλικά παιδί του δημοτικού για να μάθει πρόσθεση.
Είχε κατεβάσει στην άκρη της μύτης τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, είχε διπλώσει με προσοχή μπροστά της το εξιτήριο του νοσοκομείου με τη σημείωση «χρήζει αναρρωτικής αδείας 15 ημερών». Είχε ανοίξει το αριστερό της χέρι με τα δάχτυλα τεντωμένα προς την άκρη της μύτης της – για να το βλέπει μέσα από τα γυαλιά- και με τον δείχτη του δεξιού χεριού τα άγγιζε ένα -ένα ψιθυρίζοντας: «πέντε…. έξι… εφτά… οχτώ….»
«Μέχρι τις 19» τη διέκοψα δειλά.
«Σσσσσσσστ», απάντησε ενοχλημένη πριν αρχίσει πάλι τη διαδικασία, όχι από εκεί που την άφησε: «πέντε… έξι…. εφτά…οχτώ….»
«Μην παιδεύεστε, 19», είπα ξανά με περισσότερο θάρρος
«Με μπερδεύεις» μου απάντησε και σήκωσε, για πρώτη φορά τα μάτια της πάνω μου.
Με κοίταξε, λίγο πολύ όπως με κοίταξαν πέρσι το καλοκαίρι στον έλεγχο διαβατηρίων.
Κατέβασε πάλι το βλέμμα στο χαρτί.
Έβαλε το δάχτυλο στη λέξη «εγχείριση».
Με ξανακοίταξε και ρώτησε: «καρκίνος; καρκίνος;»
«Όχι ευτυχώς» απάντησα χαμογελώντας, ενώ ο ηλικιωμένος κύριος που περίμενε τη σειρά του στριμωγμένος στον αριστερό μου ώμο έχοντας ήδη απλώσει τα πολύτιμα χαρτιά του έκανε έντρομος ένα βήμα πίσω.
Η υπάλληλος σταμάτησε να μετράει.
«Δεν έχεις τίποτα. Πήγαινε στη δουλειά, βάλε τους να σου υπογράψουν ένα χαρτί ότι όσο ήσουν στο νοσοκομείο δεν πήγες για δουλειά (!!!!) και έλα με όλα τα χαρτιά σου να το ξανακάνουμε».
Πριν συμπληρώσει τη φράση της είχε ήδη πετάξει στα πόδια μου αιτήσεις, φωτοτυπίες, την ταυτότητά μου, το βιβλιάριο υγείας και την ελπίδα ότι η εξάωρη αναμονή μου στο πεζοδρόμιο στην πολυπληθή ουρά θα είχε κάποιο αποτέλεσμα.