Πώς έγινε το «μαρκοπέδιο» των χαϊδεμένων κωμικών του κυκλώματος;
Μια φορά και έναν καιρό, όταν δούλευα στα, τρισκατάρατα πλέον, life style περιοδικά του Κωστόπουλου, που βιάζονται τώρα να λοιδορήσουν όσοι γλύφανε, παρακαλούσαν, έβαζαν μέσο για να μπουν σε αυτά, ένας μόνο ηθοποιός δεν είχε καταδεχτεί να προσεγγίσει όσους τότε είχαν την ιλουστρασιόν εξουσία: ο Μάρκος Σεφερλής.
Από την πλευρά του, το ιερατείο, οι Κήνσορες, οι πρεσβύτεροι της life style ελαττωματικής, όπως αποδείχτηκε στην χρήση, αυτοκρατορίας, τον είχαν ως σημείο αναφοράς για να δηλώσουν την «φτήνια», την «δευτερότοκα», το «κακό χιούμορ». Είναι αυτοί οι ελιτιστές της αλαζονικής μετριότητας που αυτοϊκανοποιείται με ψευδείς διαθλάσεις του ειδώλου της, πως τώρα είναι χίπστερ και εναλλακτικοί, βρίζοντας επίσης εκείνο το life style. Μέσα στο γαϊτανάκι αυτής της ανοησίας των ταμπελών, των ετικετών, των διαχωρισμών, ο Σεφερλής πλήρωνε πρώτος το κόστος.
Ήταν αυτός που είχε κάνει Πρωινό Καφέ με την Ελένη Μενεγάκη, όταν εκείνη ήταν «χαζή ξανθιά» και όχι όπως σήμερα «γκουρού της εικόνας και της οικολογίας στα Άχλα». Είχε κάνει σόου, το «ΤΑΧΙ» αν θυμάστε. Έπεσε στα νερά του θεάτρου, ενοχλώντας τις ιερές αγελάδες που έβοσκαν στα χωράφια της κωμωδίας και της θεατρικής πιάτσας. Και έγινε ο «καλοοοό ε» για όποιον έλεγε βλακεία, ή το «μη γίνεσαι Σεφερλής»! Όλα αυτά βέβαια, μεταξύ μας, κάτι τάχα μου κοσμοπολιτών, διανοουμένων, που παρακαλάγαμε το σύστημα να μας αγγίξει με τα μαγικά του ακροδάχτυλα για να πιάσουμε πρώτη σεζ λονγκ στη Ψαρού, δίπλα στους πλούσιους και τους διάσημους, αν και όταν μας καταδέχονταν.
Το κοινό, ο λαός, οι χιλιάδες θεατές, που χεσμένα είχαν και τα οφίκια μας και εμάς τους ίδιους μαζί με τις απόψεις μας, συνέρρεε στα θέατρα που εκείνος τόλμαγε να ρισκάρει λεφτά, δουλειά, προσπάθεια. Όταν ξυπνήσαμε, με τους favorite μας κωμικούς, οι οποίοι ήταν ακόμη πιο μικροαστοί και απ’ τον σουσούδικο δικό μας ενοχικό μικροαστισμό, βρήκαμε τον Μάρκο Σεφερλή, το πρώτο όνομα στο σνομπ Mega και όχι στον λαϊκό ΑΝΤ1 ή στο –θεός σχωρές το- Alter.
Τον είδαμε να είναι στο Κολοσσαίο – Δελφινάριο, εντός θεατρικής Αθήνας, ενώ όλοι οι συνάδελφοι του, οι χαϊδεμένοι του συστήματος, οι όντος και περί πολιτικών κόμματων, οι άκρως καλλιεργημένοι με τον Σαίξπηρ και τον Φεϊντώ και τον Γκολντόνι είναι στη γύρα, ψάχνοντας κοινό στις λουτροπόλεις. Ήρθαν και οι κριτικές που τον αποκατέστησαν με την θεατρική επιχειρηματολογία πλέον, όπως αυτή του πάπα των θεατρικών γνώσεων κ. Γεωργουσόπουλου και νάτος, winner από τους λίγους.
Είχαμε πάντα μας αυτή την ανάγκη στην χώρα! Ήταν οι του Βασιλικού θεάτρου ηθοποιοί και εκείνοι οι παρακατιανοί του «μουσικού θεάτρου». Στους δεύτερους ανήκε ο Μακρής, ο Αυλωνίτης, ο Χατζηχρήστος, ο Λογοθετίδης, η Βασιλειάδου, η Βλαχοπούλου, η Βρανά. Και ο διαχωρισμός γινόταν ερήμην και των πρώτων και των δεύτερων. Η Βρανά έσπευδε να δει όλες τις παραστάσεις της Παξινού, κάθε μα κάθε χρονιά, ενώ η Αρώνη ήταν δηλωμένη θαυμάστρια του Αυλωνίτη! Την ίδια εποχή, το σύστημα εξουσιών –παρεμφερές και απόλυτο σε κάθε εποχή- στην μουσική, αποθέωνε κάτι χαζοτράγουδα ευρωπαϊκού τύπου που ουδείς θυμάται και περιφρονούσε βαθύτατα τα μπουζούκια, τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη, την Μπέλλου, την Παπαγιαννοπούλου, ενώ εξόριζε στην ουσία, στο όνομα της ίδιας του της μετριότητας, της αμορφωσιάς του, της αλλαζονίας, του βολέματος, εκτός χώρας έναν Μητρόπουλο και μια Κάλλας, καταδίκασαν σε ερημιά έναν Σκαλκώτα…
Θέλω να πω πως η απολυτότητα, το «καλό» και το «κακό» στα ειδή έκφρασης και στην τέχνη είναι γεννήματα ανόητων, απαίδευτων μικρόψυχων και το τίμημα το έχει ήδη πληρώσει ως παρίας για πολλά χρόνια, ο Μάρκος Σεφερλής. Είναι το ίδιο που πλήρωσε και ο καταιγιστικός Τζιμ Κάρεϊ, όταν του αρνιόντουσαν το Οσκαρ ακόμη και σε προσπάθειες που ήταν πολύ πάνω από το μέτριο των συνυποψήφιων του. Γιατί και εκείνος είναι politically uncorrected, σαρκάζει και βγάζει γέλιο με τους γκέι, τους παπάδες, τις γυναίκες που αντιμετωπίζει με σεξισμό, κάθε διαφορετικό. Και δεν τον ένοιαζε.
Κάποτε ρώτησα τον Μάρκο Σεφερλή, πριν μπορεί και 8 χρόνια, αν τον νοιάζει καθόλου που θεωρείται τόσο απαράδεκτα, τόσο ακραία πολιτικώς ανορθόδοξος. «Δε με νοιάζει», μου είχε απαντήσει εντελώς σίγουρος για την στάση του απέναντι στο χιούμορ και στο αστείο, «γιατί πολύ απλά, δεν αισθάνομαι ότι κάνω κάτι κακό. Δεν κάνω επίθεση. Σατιρίζοντας ένα παπά δεν σατιρίζω τη θρησκεία και την πίστη. Αλλά αν υπάρχει θέμα σκανδάλου στην εκκλησία δεν πρέπει εγώ να κάνω την δουλειά μου; Οι γκέι δεν υπάρχουν; Εγώ θα κάνω πως δεν υπάρχουν; Θα τους εξαφανίσω; Δεν είναι ρατσιστικό αυτό; Ο Γιάννης Μπέζος έκανε τεράστια επιτυχία ως γκέι και κανείς δεν είπε τίποτα. Εγώ επειδή είμαι ο Σεφερλης γίνομαι σημαία να με χτυπήσουν. Και στο δικό σας περιοδικό, την περασμένη βδομάδα, (σ.σ: Down Town τότε), γράφανε πως κάνω πλάκα με τους γκέι. Μα δεν έχω καν νούμερο για αντίστοιχο θέμα. Τύπους ανθρώπων κάνω και δεν παίρνω και θέση στις επιλογές του καθενός, ούτε κρίνω, ούτε χλευάζω. Και εν πάση περιπτώσει, την δουλειά μου κάνω, ποιος θα μου ορίσει θεματολογία; Αυτό κάνε το, αυτό όχι;».
Τον θυμάμαι από τότε. Θεατρίνος! Πηγαίνει στις 7 στο θέατρο, για να συγκεντρωθεί, να ετοιμαστεί. Φεύγει μετά και από τον τελευταίο θεατή, αφού έχει υπογράψει αυτόγραφα, έχει μιλήσει, έχει ακούσει. Είναι 2.30 το ξημέρωμα. Κούραση, σπασμένο μέικ απ, ιδρώτας, καθρέφτες με ανελέητα, σκληρά φωτεινά λαμπιόνια μακιγιάζ γύρω τους, πεταμένα μωρομάντηλα για το ντεμακιγιάζ, ξεψυχισμένα κοστούμια και αναμαλισμενες περούκες, πούδρες, ντάνες αυτόγραφα, μια εικόνα, ο γιος του φωτογραφία.
Σπίτι του, θα γράψει μέχρι το πρωί. Κοιμάται λίγο. Πάντα λίγο κοιμόταν. Στην τηλεόραση έκλεβε ύπνο στους καναπέδες του καμαρινιού, όσο προλάβαινε μεταξύ μεταμφιέσεων. Μια φορά κόλλησαν οι ψεύτικες βλεφαρίδες στα βλέφαρα του και δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του. «Δεν σταματώ ποτέ να δουλεύω, γιατί δεν είναι δουλειά για μένα. Είναι ζωή. Είμαι πάντα ο άσχετος πιτσιρικάς που ερωτεύτηκε το θέατρο. Και αυτό δεν μπορεί να μου το στερήσει κανένας». Πώς ήταν ο τίτλος μιας σειράς του; «Κορίτσια; Ο Μάρκουλης»; Ε! Παρακάτω απαντά σε κάθε διανοουμενίστικο, δήθεν κατηγορώ: «Κουλτουριάρηδες; Ουουου! Ο Μάρκουλης τα σπάει και φέτος».
Είναι πολύ λαϊκός –με την κακή έννοια του όρου; Είναι cult; Είναι ο κολλητός του κοινού, που ζητάει μπροστινές θέσεις για να τον πειράξει ο Μάρκος του; Είναι ένα φαινόμενο που σπάει ταμεία, πάνω από μια δεκαετία; Η επιτυχία, έλεγε ο φίλος μου, ο Πάνος ο Ζόγκας, τότε στα περιοδικά, δεν κρίνεται. Αναλύεται… Και πώς την αναλύει λοιπόν, αυτή την επιτυχία ο ίδιος; Στη σχέση του με τους θεατές, που «δεν θυμίζει ηθοποιό και κοινό, αλλά μια παρέα με έναν στην μέση να λέει αστεία. Αυτό έκανα από μικρός, από πιτσιρικάς, και αυτό κάνω. Έχω απλά μεγαλώσει την παρέα. Και ακόμη, ψάχνομαι συνεχώς. Δεν επαναπαύομαι επειδή το κοινό ήρθε και π’ερυσι, θα έρθει και αυτή τη σεζόν. Πάντα υπάρχει το παραπάνω».
Και ακόμα; Είναι αυθεντικός, δεν προσποιείται κάποιον άλλον, δεν έχει ως στόχο να διευθύνει το Εθνικό Θέατρο και φυσικά δεν τον νοιάζει κανενός άλλου η γνώμη όταν του την δείχνει εμπράκτως το κοινό, στο χειροκρότημα! «Αν είμαι ατάλαντος και έχω κάνει αυτά που έχω κάνει, που να είχα και ταλέντο!» είχε πει… Σκέψου…