Λες και παίζει ο ίδιος ο μπυροκοίλης που βλέπει το ματς, μιλάει και σχολιάζει μασώντας έναν κεφτέ: “Mα τι κάνει ο μα@@κας”. Ναι, αυτός με την μπάκα που λατρεύει τον αθλητισμό από τον καφενέ κι αν αν πάει να τρέξει 100 μέτρα, εννοείται καπνίζοντας, θα πέσει σέκος.
Προσωπικά, το έχω ξαναγράψει αυτό, δεν είχα και δεν έχω καμία καούρα με το Μουντιάλ ως θέμα εθνικής υπερηφάνειας. Αυτά τα αφήνω στους ατάλαντους μισθοσυντήρητους της αναπαραγωγής χουντικών μύθων μέσω της μπάλας.
Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν γράφω προκλητικά ψέμματα μπας και ενοχλήσω μερικούς που με ενοχλούν επίσης, παρακολούθησα τα ματς της Εθνικής με χαρά μικρού παιδιού. Σαν τότε που ο μπαμπάς μου με πήγαινε στα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια και μετά όταν κάποιος μας “τσούγκριζε” το αμάξι υπερβολικά κι εγώ φοβόμουν, ο μπαμπάς κατέβαινε κάτω μέσα στην πίστα έτοιμος να του κάνει τσαμπουκά. Την ώρα που αυτό ήταν το ζητούμενο της πλάκας,η σύγκρουση.
Ο μπαμπάς μου το έκανε από μια ενστικτώδη αγάπη και ευγενική άγνοια της έννοιας “σύγκρουση”. Γενικά για πολλά χρόνια μισούσα τον μπαμπά μου γιατί πέθανε στα 37 του από μελαγχολική αθωότητα και ενώ με αγαπούσε πολύ εγώ ντρεπόμουν να τον αγαπήσω επειδή συνέχεια έχανε κι’ αυτός. Ή ίσως επειδή δεν αγαπούσα ούτε το ποδόσφαιρο ούτε τη σύγκρουση ούτε το χάσιμο. Και δεν καταλάβαινα τι ευγένεια κουβαλούσε μέσα του του με να μην τον πειράζει να χάνει. Αλλά δεν με πείραξε τόσο όταν πέθανε γιατί ήταν σε μια ηλικία που τότε νόμιζα πως ήταν πολύ γέρος. Με τσάκισε όμως πολύ μετα για τα χρωστούμενα που δεν του είπα ποτέ.
Ο χρόνος κυλάει κι ότι σε πονάει το ξεχνάς. Διαβάζω, βλέπω, ακούω ό,τι γίνεται με το φετινό Μουντιάλ. Όταν κερδίζουμε, όλοι οι μισθοσυντήρητοι της μικροαστικής λίγδας φωνάζουν “Θεοί”. Όταν γίνεται μια στραβή ουρλιάζουν “μα τι κάνει ο μαλάκας”. Εν προκειμένω ο μαλάκας είναι ένας παίχτης αθλητής που έχει κάνει τη ζωή του παξιμάδι, κοιμάται, ξυπνάει, ζει και αθλείται μόνο για το πάθος του. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που όσο κι αν έχω τα θέματά μου μαζί της, ευγνωμονώ ότι ούτε ο μπαμπάς ούτε η μαμά είχαν ποτέ τη χυδαιότητα της κρίσης εκ του ασφαλούς. Και σεβόμασταν, έστω και άτσαλα, ο ένας τα πάθη του άλλου.
Ήρωας όταν κερδίζει, άχρηστος όταν κάνει τη “στραβή”. Με κριτές ποιους; Τις αρσενικές κοντέσες με την μπυροκοιλιά και τη σαγιονάρα. Το πρότυπο του νεοέλληνα κριτή των πάντων εκτός από τη δική του μυρωδιά και σκέψη τηγανιάς σε ταβερνείο. Του άχρηστου που ψάχνει την εθνική του υπερηφάνεια, γλείφοντας σαν σκυλάκι το αφεντικό τουκαι δέρνοντας τη γυναίκα του
Κριτής των πάντων ο νεοέλληνας, στην πολιτική, το ποδόσφαιρο, και την εθνική του υπερηφάνεια που ανανεώνεται κάθε Σάββατο που αλλάζει σώβρακο. Εθισμένος στο δανεικό μεγαλείο. Θεοί οι παίκτες όταν κερδιζουν, σαπάκια άχρηστα όταν χάνουν. Και στη ζωή και στη μπάλα. Ο άντρας ο σωστός ο νεοέλληνας αντιμετωπίζει τα πάντα σαν τις “πουτάνες” και τα “πουστράκια” που γαμάει (χωρίς ο ίδιος να είναι ούτε πούστης, ούτε πουτανιάρης). “Μου το κουνάτε καλά κι ευχαριστιέμαι, άρχοντας είμαι και τον κώλο σας τον καίμε”.
Άσχετο σχετικό. Είχα πάει απόψε να δω μια ταινία 3D στο Village. Eίχα ένα 20σάρικο πάνω μου. 8 ευρώ το ταξί, 2 ευρώ μια μπύρα από το περίπτερο, μου έμειναν 10. Το εισιτήριο κόστιζε 12. Δεν μπήκα στην αίθουσα. Τα μάτια μου έγιναν ένα θλιμμένο χαικού παρατηρώντας τους φύλακες του “The Μall” να παρακολουθούν εκστασιασμένοι τον μεγάλο αγώνα σε μια μεγάλη flat screen. Περπάτησα ως την Κηφισίας να προλάβω το νυχτερινό λεωφορείο. Στον δρόμο που περπατούσα, πέρασα από το λούνα παρκ “Τα Αηδονάκια”. Άναψα ένα τσιγάρο παρατηρώντας μέσα στη συμβιβαστική παραίτηση μιας αδιέξοδης νύχτας τους κουρασμένους εργάτες με μπλούζα που έγραφε “Τα αηδονάκια” να καλύπτουν με μουσαμάδες την φτηνή μαγεία του άκληρου. Την πίστα με τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Μπορεί και να δάκρυσα λίγο αλλά αυτό δεν μετράει ίσως γιατί είχα πιει.
Είδα τον μπαμπά μου κι εμένα μέσα στα συγκρουόμενα γεμάτους χαρά με ημερομηνία λήξης. Μετά πήγα στο σπίτι της μαμάς μου. Τη βρήκα πάλι τσακισμένη απ’ τα χρόνια και τη ζωή του άσωτου γιου της, αλλά πανέμορφη μέσα στην γκρινιάρικη αγάπη που ακτινοβολεί και της είπα “ας δούμε λίγο τον αγώνα, έτσι για την πλάκα”. Οι Bίκινγκ ιαχές των γειτόνων μας στέρησαν την πλάκα. Το βαρβαρικό τους ουρλιαχτό έμοιαζε να βγαίνει από σαπισμένο λάστιχο νερού για πότισμα φυτών και πρωκτικό καθαρισμό (μπιντέ) σαν έκφραση αυτού που δεν έμαθαν ποτέ πως να αποκτήσουν σε σχέση με την έννοια της χαράς.
Ναι, σήμερα χάσαμε στο Μουντιάλ. Αλλά δυστυχισμένος όποιος δεν καταλαβαίνει ότι όταν παίζεις, στο χάσιμο υπάρχει χαρά. Σαν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια που όλη η κάβλα είναι να σε χτυπήσει ο άλλος. Ο μπαμπάς μου δεν πρόλαβε να το καταλάβει αυτό. Κάνω ότι μπορώ γράφοντας για να του ζητήσω συγγνώμη για αυτό. Και να παίξουμε μια μεταφυσική μπάλα στο δικό μας Μουντιάλ. Κερδισμένοι και δύο αυτή τη φορά.